Ενόσω γειτονικές χώρες της -με υψηλά και με χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού- επαναφέρουν τα περιοριστικά μέτρα και ξαναμπαίνουν σε αυστηρές καραντίνες, στη «σκιά» της παραλλαγής «Δέλτα», η Σιγκαπούρη ανυπομονεί να ανοίξει ξανά τα σύνορά της σε εμβολιασμένους ταξιδιώτες, χωρίς περιορισμούς.
Έχοντας μόλις πετύχει τον στόχο ανοσοποίησης του 80% του πληθυσμού της άνω των 12 ετών -το υψηλότερο ποσοστό στον κόσμο, σύμφωνα με τις μετρήσεις του πρακτορείου Reuters, και σίγουρα από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως- η νησιωτική χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας των 5,7 εκατομμυρίων κατοίκων πλέον χαράσσει μια εντελώς διαφορετική πολιτική απέναντι στον κοροναϊό.
Ναι μεν τα ημερήσια κρούσματα παρέμεναν πάνω από 100 όλη την περασμένη εβδομάδα -κοντά στα όρια που είχαν οδηγήσει προ λίγων μηνών στην αυστηροποίηση των περιοριστικών μέτρων.
Ωστόσο, ο αριθμός των βαριά νοσούντων είναι χαμηλός.
Την πρώτη μέρα του Σεπτεμβρίου -οπότε καταγράφηκαν 177 νέα κρούσματα, εκ των οποίων τα 90 «ορφανά»- μόνον 19 νοσηλευόμενοι με κοροναϊό χρειάστηκαν οξυγόνο. Μόλις πέντε ήταν στην εντατική.
Με δεδομένη λοιπόν την εμβολιαστική κάλυψη της συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού, η οποία λειτουργεί ήδη ως «ασπίδα», και βάζοντας μπροστά σχέδια εμβολιασμού και των παιδιών κάτω των 12 ετών από τις αρχές του επόμενου έτους, η Σιγκαπούρη ετοιμάζεται να αφήσει πίσω της την πολιτική «Covid-zero».
Του στόχου, δηλαδή, «μηδενικής μετάδοσης» και πλήρους εξάλειψης του κοροναϊού, μέσα από αυστηρά περιοριστικά μέτρα και lockdown.
Τακτική, που μέχρι σήμερα απέδωσε, όπως δείχνουν τα συνολικά καταγεγραμμένα 67.800 κρούσματα και οι μόλις 55 θάνατοι χώρα, από την αρχή της πανδημίας.
Όμως, με τα νέα δεδομένα -και της εμβολιαστικής κάλυψης, αλλά και των εξαιρετικά μεταδοτικών παραλλαγών- κρίνεται πια ανεδαφική.
«Ζώντας με τον κοροναϊό»
Το νέο σύνθημα στη χώρα, τώρα, είναι ότι πρέπει να μάθει να «ζει με τον κοροναϊό».
«Δεν είναι πλέον δυνατό να μειώσουμε τα κρούσματα στο μηδέν, ακόμη και αν επιβάλλουμε καραντίνα για μεγάλο χρονικό διάστημα», τόνισε ο πρωθυπουργός της Σιγκαπούρης, Λι Σιεν Λουνγκ.
«Ως εκ τούτου, πρέπει να προετοιμαστούμε για να γίνει η Covid-19 ενδημική, όπως η γρίπη ή η ανεμοβλογιά».
«Θα προχωρήσουμε όμως βήμα-βήμα και όχι σε μια απότομη χαλάρωση των μέτρων, όπως άλλες χώρες», διευκρίνισε. «Θα πορευτούμε με προσοχή, σταδιακά, σχεδιάζοντας τον δρόμο μας προς τα εμπρός».
Η πρώτη κρίσιμη κίνηση στη χώρα-εμπορικό και επιχειρηματικό κόμβο θα γίνει την επόμενη εβδομάδα, στις 8 Σεπτεμβρίου.
Από τότε, θα επιτρέπεται η είσοδος, χωρίς καραντίνα, σε εμβολιασμένους επισκέπτες, αν και σε πρώτο στάδιο από μόνο δύο χώρες: τη Γερμανία και το Μπρουνέι.
Στο μεσοδιάστημα, η χρήση μάσκας θα συνεχίσει να είναι υποχρεωτική σε σχεδόν όλους τους δημόσιους χώρους.
Οι περιορισμοί στον αριθμό ατόμων σε δημόσιες συναθροίσεις, σε ομαδικές δραστηριότητες και στην πληρότητα χώρων θα παραμείνουν σε ισχύ, όπως και η υποχρεωτική χρήση εφαρμογής ιχνηλάτησης επαφών.
Εκτός απροόπτου εν τω μεταξύ -όπως για παράδειγμα της εξάπλωσης μιας νέας παραλλαγής του κοροναϊού, ακόμη πιο επικίνδυνης από τη «Δέλτα»- προγραμματίζονται διάφορες μεγάλες εκδηλώσεις.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου οργανώνεται το Ecosperity Week, ένα συνέδριο του κρατικού επενδυτικού ταμείου της Σιγκαπούρης.
Ενώ έπονται τον Νοέμβριο η ασιατική σύνοδος του Ινστιτούτου Milken και το Φόρουμ Νέας Οικονομίας του Bloomberg.
Με το βλέμμα στην οικονομία
Αν και άργησε να ξεκινήσει στα εδάφη της, ο εμβολιασμός είναι ο πυλώνας του σχεδιασμού της Σιγκαπούρης για να ξανανοίξει την οικονομία της, η οποία πέρυσι συρρικνώθηκε κατά 5,4%, σε ποσοστό-ρεκόρ.
Η προσεκτική, σταδιακή προσέγγιση που ακολουθεί θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα καθυστερήσει την ανάκαμψη της -κομβικής για την εθνική οικονομία- τουριστικής βιομηχανίας, που υπέστη βαρύ πλήγμα.
Ο πρωθυπουργός Λι ήταν πάντως σαφής: «Μπορεί να χρειαστεί κατά καιρούς να πατάμε λίγο φρένο, αυτό όμως που θέλουμε να αποφύγουμε είναι να τραβήξουμε χειρόφρενο».
Το μοντέλο της Σιγκαπούρης παρακολουθούν τώρα στενά έτερες χώρες, και δη της περιοχής, που δεν έχουν φτάσει σε ικανοποιητικά επίπεδα εμβολιασμού και έχουν επιστρέψει σε σκληρά lockdown, λόγω του νέου κύματος της πανδημίας.
«Ο τρόπος με τον οποίο οι επιχειρήσεις υπολογίζουν το ρίκο έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία δύο χρόνια», επισημαίνει στο Fortune ο Στιβ Κόκραν, επικεφαλής οικονομολόγος για το APAC στο Moody’s Analytics στη Σιγκαπούρη.
«Πριν από την πανδημία, δεν είμαι σίγουρος ότι πράγματι συνυπολόγιζαν πτυχές της δημόσιας πολιτικής, που σχετίζονται με απρόοπτα γεγονότα. Τώρα, σίγουρα το κάνουν».
«Οι χώρες, που ακολουθούν μια λογική, μετρημένη προσέγγιση», εκτιμά, «θα έχουν το προβάδισμα».