Στις 5 Νοεμβρίου 1492 ο Χριστόφορος Κολόμβος γράφει στο ημερολόγιό του ότι οι άνδρες του είδαν ένα νέο φυτό στην Κούβα, που οι ντόπιοι ονομάζουν μαχίζ. Ήταν το γνωστό μας καλαμπόκι (Zea Mays, η επιστημονική του ονομασία), ένα από τα πιο διαδεδομένα φυτά της διατροφικής αλυσίδας στις μέρες μας.
Το καλαμπόκι (kalambok στα αλβανικά) είναι φυτό που κατάγεται από την Αμερικανική Ήπειρο και συγκεκριμένα από το Μεξικό. Αρχαιολογικές έρευνες ανακάλυψαν σπόρους άγριου καλαμποκιού ηλικίας 80.000 χρόνων σε ανασκαφές που έγιναν στην πόλη του Μεξικού και 5.600 ετών στην πολιτεία του Νέου Μεξικού στις ΗΠΑ. Έχει αποδειχθεί ότι το φυτό αυτό καλλιεργούνταν από τους Αζτέκους, τους Μάγιας και τους Ίνκας.
Μετά την ανακάλυψη της Αμερικής, η καλλιέργειά του διαδόθηκε στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο. Στην Ευρώπη, το έφεραν είτε οι Ισπανοί (Κολόμβος ή Κορτές) είτε οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι.
Στην αρχή ήταν ένα εξωτικό καλλωπιστικό φυτό, που προκαλούσε την περιέργεια των Ευρωπαίων. Γρήγορα, όμως, ανακαλύφθηκε η διατροφική του αξία και έως το 1575 η καλλιέργειά του είχε εξαπλωθεί στη Γαλλία, την Ιταλία και μέσω αυτής στον Οθωμανοκρατούμενο κόσμο. Οι Έλληνες το ονόμασαν «αραβόσιτο» (σιτάρι των Αράβων), επειδή πίστευαν ότι προέρχεται από τη Βόρειο Αφρική.
Οι πρώτες απεικονίσεις καλαμποκιού στην τέχνη ανιχνεύονται στην εσωτερική διακόσμηση της Βίλα Φαρνεζίνα στη Ρώμη από τον ζωγράφο Τζιοβάνι Μαρτίνι ντα Ούντινε (1515-1517) και από τον ίδιο στο παλάτι του Βατικανού (1517-1519).
© SanSimera.gr