Σπύρος Κοντέσης
Η φωτογραφία μιας νεαρής γυναίκας, που φορά την χαρακτηριστική ριγέ στολή του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς, θα μπορούσε να είναι άλλο ένα από τα τραγικά φωτογραφικά ντοκουμέντα της απάνθρωπης εκείνης εποχής. Όμως, αυτή η φωτογραφία της Ελένα Κιτρόνοβα έχει μια τεράστια διαφορά με όσες άλλες έχουμε δει ως σήμερα. Φαίνεται πραγματικά χαρούμενη -στο πρόσωπό της είναι αποτυπωμένο ένα γνήσιο, πλατύ χαμόγελο που ζωντανεύει ένα όμορφο πρόσωπο με τονισμένα ζυγωματικά- και πάνω της είναι ελάχιστα τα σημάδια της πείνας και της βαρβαρότητας που βίωναν όλοι οι κρατούμενοι στο στρατόπεδο της Κόλασης. Στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει επειδή η Ελένα δεν χαμογελούσε στην κάμερα αλλά στον άντρα που την κρατούσε φυλακισμένη, τον Αυστριακό δεσμοφύλακα των SS, Φραντς Βουνς, που ήταν ο αγαπημένος της…
«Ναι, ήταν η αγάπη της ζωής του», λέει η κόρη του Βουνς, Μάγδα, σχεδόν 80 χρόνια αργότερα.«Αυτή η φωτογραφία ήταν ο θησαυρός του, το ξέρω. Είχε βγάλει πολλά αντίγραφα. Ξέρω ότι απομόνωνε το κεφάλι και έκανε φωτομοντάζ, βάζοντάς το σε φιγούρες γυναικείες με διαφορετικά ρούχα, σε διαφορετικό φόντο, για να βλέπει πώς θα ήταν στην κανονική ζωή, χωρίς τη στολή του στρατοπέδου…»
Δεν είναι περίεργο που ο Βουνς ήθελε να ξεχάσει πού και πότε τραβήχτηκε η φωτογραφία. Το ειδύλλιό του με την Ελένα – ένας Ναζί και μια Εβραιοπούλα- είναι το θέμα ενός ντοκιμαντέρ της Ισραηλινής σκηνοθέτιδας Μάγια Σαρφάτι με τίτλο Love It Was Not, το οποίο δίνει μια εξαιρετική εικόνα για μια ιστορία απαγορευμένης αγάπης. Περιλαμβάνει συνεντεύξεις με περισσότερους από δώδεκα συγκρατούμενους της Ελένα, τις οικογένειες των απογόνων του Βουνς και της Ελένα κι ένα ερασιτεχνικό βίντεο του άντρα των SS που προβάλλεται δημόσια για πρώτη φορά και εξηγεί με ακρίβεια τη σχέση του με την Ελένα.
Επιβιώνοντας στο Άουσβιτς
Η Ελένα ήταν κόρη του κορυφαίου ιεροψάλτη της χορωδίας της Συναγωγής στη Σλοβακική πόλη Χουμένε και πίστευε ότι θα έκανε καριέρα στο τραγούδι. Όμως, τον Μάρτιο του 1942 σε ηλικία 19 ετών, οι Γερμανοί την έβαλαν σε ένα τρένο με 1.000 άλλες Εβραιοπούλες και την έστειλαν στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Τις πρώτες ημέρες της στο στρατόπεδο εξόντωσης, την τοποθέτησαν σε μια ομάδα καταναγκαστικής εργασίας, με αντικείμενο την πλήρη κατεδάφιση των μερικώς κατεστραμμένων κτιρίων στο στρατόπεδο. Όπως θυμήθηκε η Ελένα σε μια συνέντευξη πριν από το θάνατό της το 2005: «Δεν μας επέτρεπαν να απομακρυνθούμε, οπότε όταν έπεσε ο τοίχος, τα πρώτα κορίτσια συντρίφθηκαν και πέθαναν επί τόπου». Αυτό το μακελειό συνεχίστηκε για εβδομάδες και, στην απελπισία τους να επιβιώσουν, τα κορίτσια έσπρωχναν το ένα το άλλο μπροστά. «Πολύ γρήγορα, είχαμε μετατραπεί σε ζώα». Συνειδητοποίησε ότι αν ήθελε να μείνει ζωντανή θα έπρεπε να ενταχθεί σε μια λιγότερο επικίνδυνη ομάδα καταναγκαστικής εργασίας και μια φίλη της την ενημέρωσε για τον «Καναδά» – μια τεράστια αποθήκη, όπου γινόταν η συλλογή των υπαρχόντων των Εβραίων και άλλων κρατούμενων πριν αυτοί σταλούν στους θαλάμους αερίων. Οι κρατούμενοι που δούλευαν εκεί έβρισκαν φαγητό ή ζεστά εσώρουχα στις βαλίτσες, έτσι οι δουλειές στον «Καναδά» ήταν πολύτιμες. Η Έλενα κατάφερε να βρει μια στολή εργάτριας στον «Καναδά», αλλά την ανακάλυψε ένας φρουρός και ήρθε αντιμέτωπη με σχεδόν βέβαιη θανατική ποινή.
Τότε ήταν που επενέβη η μοίρα. Στο στρατόπεδο κυκλοφόρησε η είδηση ότι οι φρουροί αναζητούσαν έναν τραγουδιστή για να εμφανιστεί στο πάρτι γενεθλίων του γιού του διοικητή του «Καναδά». Η Ελένα είχε πολύ ωραία φωνή και, αν έκανε καλή εντύπωση με το τραγούδι της μπορεί να έπιανε μια μόνιμη δουλειά στον «Καναδά» και να γλίτωνε τον βέβαιο θάνατο. «Καλύτερα να τραγουδήσω παρά να πεθάνω», σκέφθηκε. Η Ελένα τραγούδησε το μοναδικό γερμανικό τραγούδι που γνώριζε, το Love It Was Not, μια συγκλονιστική μπαλάντα για μια σχέση χωρίς αγάπη. Έτρεχαν δάκρυα στο πρόσωπό της καθώς το τραγουδούσε, αλλά η ερμηνεία της άγγιξε το αγόρι που είχε τα γενέθλιά του, τον 20χρονο Αυστριακό Βουνς, που την πλησίασε μετά και της ζήτησε να το τραγουδήσει ξανά μόνο για εκείνον.
Η Έλενα σοκαρίστηκε. «Ξαφνικά άκουσα τη φωνή ενός ανθρώπου, όχι το βρυχηθμό των ζώων των SS », θυμήθηκε αργότερα. «Άκουσα τη λέξη “παρακαλώ”. Κοίταξα ψηλά με δάκρυα στα μάτια είδα μια στολή και σκέφτηκα “Θεέ μου πού είναι τα μάτια ενός δολοφόνου; Αυτά είναι τα μάτια ενός ανθρώπου”». Και ο Βουνς κοίταζε μια κοπέλα, ακόμα στην εφηβεία της με μεγάλα σκούρα μάτια, που είχε μια φρεσκάδα πάνω της που την ξεχώριζε μέσα στη φρίκη του στρατοπέδου του θανάτου.
Ο Έρωτας στον «Καναδά»
Όπως ήταν αναμενόμενο, η Ελένα έμεινε στον «Καναδά». Στην αρχή δεν άντεχε ούτε να κοιτάξει τον Βουνς, έχοντας ακούσει φήμες ότι είχε σκοτώσει έναν κρατούμενο επειδή έκανε λαθρεμπόριο. «Τον μισούσα στην αρχή», είπε. «Αλλά όσο περνούσε ο καιρός…».Ο Ναζί της έδινε κρυφά φαγητό, μπισκότα, μετά και σημειώματα με μηνύματα όπως «Μην ανησυχείς, θα σε βγάλω από εδώ».
Η αυξανόμενη έλξη του ενός για τον άλλον δεν ξέφυγε της προσοχής άλλων κρατουμένων από τον «Καναδά». Μόνον της μιλούσε κι εκείνη του τραγουδούσε. Κάποια φορά της πήγε στον παγωμένο κοιτώνα της ένα σεντόνι κι ένα μαξιλάρι για να τα βάλει πάνω από το γεμάτο ψύλλους αχυρένιο στρώμα της. Συχνά στεκόταν δίπλα της και την παρακολουθούσε ενώ κοιμόταν. «Με αγαπούσε μέχρι τρέλας», είπε η Έλενα. Ο Βουνς κρατούσε ημερολόγιο και κατέγραψε πως, τον Δεκέμβριο του 1942, η Ελένα έπαθε τύφο, μια ασθένεια που, στο Άουσβιτς, ήταν πάντα μοιραία. Εκείνος, έβαλε ένα κρεβάτι στην αποθήκη του «Καναδά», όπου μπορούσε να τη φροντίζει, δίνοντάς της το μεγαλύτερο μέρος του δικού του φαγητού.
Η σχέση αυτή ήταν κοινό μυστικό τόσο μεταξύ κρατουμένων όσο και μεταξύ των συναδέλφων του Βουνς και η Έλενα ζούσε με τον διαρκή φόβο ότι κάποιος θα ενημέρωνε τους ανώτερους διοικητές του στρατοπέδου. Θανατική καταδίκη θα περίμενε και τους δύο επειδή ένας φρουρός που είχε σεξουαλικές σχέσεις με έναν untermensch – ένα κατώτερο φυλετικά άτομο- αποτελούσε σοβαρή παραβίαση των κανόνων φυλετικής αγνότητας των SS.
Η σχέση του Βουνς και της Ελένα κράτησε περισσότερο από δύο χρόνια και εκείνη παραδέχτηκε ότι ένιωθε μέσα της βαθιά σύγκρουση κατά καιρούς. «Έσωσα πολλούς ανθρώπους χάρη σε αυτόν», ισχυρίσθηκε. Γυναίκες πήγαιναν σε εκείνη ζητώντας βοήθεια, κι αυτή έδινε σημειώματα στον Βουνς με τον αριθμό του κρατούμενου και τη λέξη «Βοήθεια». Εκείνος, διάβαζε το σημείωμα και της έλεγε «Για σένα, οτιδήποτε». Κάποιοι από τους συγκρατούμενούς της επιβεβαιώνουν ότι αυτό ήταν αλήθεια, επισημαίνοντας ότι ο Βουνς παρέβλεπε παραβάσεις για τις οποίες άλλοι φρουροί θα τους είχαν χτυπήσει μέχρι θανάτου. Ήταν όμως πράγματι ένας καλός άνθρωπος ή τα έκανε αυτά μόνο για να εντυπωσιάσει την Ελένα; Ένας επιζών κατέθεσε πώς ο Βουνς ήταν «πραγματικός σαδιστής… σαν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος» όταν επρόκειτο για τη μεταχείριση του προς τους άνδρες κρατούμενους, τους οποίους χτυπούσε άγρια όταν έρχονταν να μαζέψουν πακέτα με ρούχα.
Τον Οκτώβριο του 1943, είπε η Έλενα, «κάποιος κάρφωσε ότι ήμασταν ερωτευμένοι» και την πέταξαν σε ένα κελί φυλακής όπου δεν υπήρχε σχεδόν αρκετός χώρος για να κουλουριαστεί στο πάτωμα. Επί πέντε ημέρες την ανέκριναν , εκείνη όμως επέμεινε να λέει πως ήταν αθώα και, παραδόξως, δεν εκτελέστηκε. Ο Βουνς έκανε το ίδιο κατά τη διάρκεια πέντε ημερών ανάκρισης, αλλά, όταν οδηγήθηκε ενώπιον δικαστηρίου των SS και χαιρέτησε ναζιστικά, ο δικαστής του έκλεισε το μάτι πριν τον αφήσει ελεύθερο. Ακόμη και αυτός ο εναγκαλισμός με τον θάνατο δεν κατάφερε να διαλύσει τη σχέση των δυο τους, που συνεχίστηκε, έστω και πιο διακριτικά. Η Ελένα παραδέχτηκε ότι τα συναισθήματά της βάθαιναν για εκείνον όσο τον έβλεπε να ρισκάρει επανειλημμένα τη ζωή του για εκείνη. «Τελικά, όσο περνούσε ο καιρός, τον αγάπησα πραγματικά», είπε.
Ένα περιστατικό συγκεκριμένα μεταμόρφωσε τα συναισθήματά της — έσωσε τη ζωή της αγαπημένης της αδελφής Ρόζας: Πολλοί από την οικογένειά της είχαν ήδη σκοτωθεί στο Άουσβιτς όταν, μια μέρα, άκουσε ότι η Ρόζα είχε φτάσει στον καταυλισμό με τον νεογέννητο γιο της και την εξάχρονη κόρη της. Αγνοώντας την απαγόρευση κυκλοφορίας, η Ελένα έτρεξε στο κρεματόριο όπου, υπό τις διαταγές του Γιόζεφ Μένγκελε – ο διαβόητος γιατρός του Άουσβιτς που ονομάστηκε «Άγγελος του Θανάτου» – τα SS είχαν ήδη βάλει την αδελφή της και τα δύο παιδιά της στη σειρά για τους θαλάμους αερίων. Αφού ικέτευσε μάταια για την απελευθέρωσή τους, η Έλενα είπε στους φρουρούς ότι ήθελε να πεθάνει μαζί τους. Τότε έφθασε ο Βουνς, ειδοποιημένος από έναν κρατούμενο. Κάνοντας ένα απίστευτο σόου χτυπώντας άγρια την Έλενα επειδή παραβίασε την απαγόρευση κυκλοφορίας, της ψιθύρισε, «Γρήγορα! Πως λένε την αδερφή σου;» Η Ρόζα βρισκόταν στα αποδυτήρια και έβγαζε τα ρούχα της για το «ντους» που της είχαν υποσχεθεί, όταν κυριολεκτικά την φυγάδευσαν στην ασφάλεια. Όμως, δεν υπήρξε σωτηρία για τα παιδιά της, που χάθηκαν στους θαλάμους αερίων.
Τον Ιανουάριο του 1945 όταν οι Ρώσοι ήταν πολύ κοντά στο Άουσβιτς, ο Βουνς έγραψε στο ημερολόγιό του πώς πήγε να αποχαιρετήσει την «περήφανη, συνειδητοποιημένη Εβραία». «Σε αγάπησα πολύ», της είπε και γράφει: «Τώρα έχει δάκρυα στα μάτια της. «Σε ικετεύω, Φραντς, μη με ξεχνάς». Αυτά είναι τα τελευταία της λόγια. Με αγκαλιάζει για τελευταία φορά. Φιλιόμαστε παθιασμένα». «Τότε είχα αισθήματα γι’ αυτόν, αυτό είναι σίγουρο», παραδέχτηκε η Ελένα χρόνια αργότερα.
Η τελευταία συνάντηση
Ο Βουνς έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να την εντοπίσει μετά το τέλος του πολέμου, γράφοντας ατέλειωτα γράμματα, όπου της έλεγε ότι την αγαπούσε ακόμα και ήλπιζε ότι θα μπορούσαν να ενωθούν ξανά. Η Ελένα, όμως μέσα σε ένα χρόνο από την απελευθέρωσή της, παντρεύτηκε ένα συντοπίτη της Σιωνιστή ακτιβιστή. Ένας από τους συγγενείς της τελικά απάντησε στα γράμματα του Βουνς λέγοντας ότι το αίμα των δύο μικρών παιδιών, που είχε αφήσει να οδηγηθούν στον θάλαμο αερίων «δεν θα ξεπλυθεί ποτέ από τα χέρια σου». Φίλοι λένε ότι η Ελένα φοβόταν ότι ο Βουνς μπορούσε να την βρει και έτσι μετακόμισαν στο Ισραήλ, κρίνοντας ότι ακόμη και αυτός δεν θα τολμούσε να πάει εκεί.
Η μοίρα θέλησε να υπάρξει μια τελευταία συγκλονιστική συνάντηση των δύο εραστών. Το 1972, ο Βουνς δικάστηκε στην Αυστρία για τη δολοφονία σε θαλάμους αερίων κρατουμένων του Άουσβιτς. Κι εκείνος ήταν τότε επίσης παντρεμένος, και η σύζυγός του, Θία, έγραψε στην αντίζηλό της και μεγάλο έρωτα του άντρα της παρακαλώντας την να δώσει στοιχεία για την υπεράσπισή του. Η Ελένα παραδέχτηκε ότι αντιμετώπισε ένα τρομερό δίλημμα, αλλά τελικά παρευρέθηκε στη δίκη στη Βιέννη. «Είχα κάνει οικογένεια. Είχα ερωτευτεί τον άντρα μου. Αλλά το παρελθόν με στοίχειωνε ακόμα », ομολόγησε η ίδια.
Η Ελένα δεν έριξε ούτε μια ματιά στον Βουνς καθώς κατέθεσε στο δικαστήριο ότι «ήταν πάντα πολύ καλός με εμένα και με άλλες γυναίκες κρατούμενες», αλλά περιέγραψε πως χτυπούσε άνδρες κρατούμενους. Ο Βουνς έκλαιγε κατά τη διάρκεια της κατάθεσής της. Ο Βουνς ισχυρίστηκε ότι είχε «διαφθαρεί» στο Άουσβιτς, αλλά αρνήθηκε ότι ξυλοκόπησε κάποιον μέχρι θανάτου ή πως έστελνε κρατούμενους σε θαλάμους αερίων. Αθωώθηκε – όπως οι περισσότεροι Αυστριακοί Ναζί.
Οι φίλοι της Ελένα λένε ότι δεν μίλησε ποτέ ξανά για αυτόν. Όχι όμως και ο Βουνς. Σε ένα ερασιτεχνικό βίντεο του 2003, φαίνεται να εξηγεί στην οικογένειά του, χωρίς αμηχανία, τη σχέση του με την Ελένα στο στρατόπεδο του θανάτου. Και η κόρη του Μάγδα θυμήθηκε πώς, όταν ήταν 16 ετών, ο Βουνς της είπε ότι «ποτέ στη ζωή του δεν ένιωσε αληθινή αγάπη» όπως είχε αισθανθεί για τη γυναίκα που έχασε το 1945. Στη συνέχεια της έδωσε ένα μενταγιόν που περιείχε φωτογραφίες του ίδιου και της Ελένα. Όσο αταίριαστος κι αν ήταν αυτός ο έρωτας, η Ελένα ήταν η γυναίκα της ζωής του…