Σύμβολο της εορταστικής περιόδου, το χριστουγεννιάτικο δέντρο έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια και στην αιχμή του δόρατος των οικολογικών οργανώσεων που εναντιώνονται στην εποχική κοπή των ελάτων και στην καταστροφή των δασών για ένα έθιμο λίγων ημερών. Όμως, με την αλματώδη επιδείνωση του φαινομένου του θερμοκηπίου και την κλιματική αλλαγή φαίνεται πως σε λίγα χρόνια η διαμάχη θα έχει από μόνη της… εξαλειφθεί.
Ο λόγος; Οι εκτεταμένες ξηρασίες, οι φωτιές και οι πλημμύρες αποτελούν σοβαρούς ανασχετικούς παράγοντες για τους καλλιεργητές, που ήδη βλέπουν τους κόπους τους να καταστρέφονται και να μην αποδίδουν με αποτέλεσμα να στρέφονται σε έτερες κατευθύνσεις. Μάλιστα, με δεδομένο πως ο μέσος όρος χρονικής διάρκειας που απαιτείται, ώστε ένα δέντρο να φτάσει σε ύψος ικανό να κοπεί και να πουληθεί για την εορταστική περίοδο, κυμαίνεται στα επτά με δέκα χρόνια, θεωρείται βέβαιο πως ο κλάδος σταδιακά θα… σβήσει.
Ο θάνατος του κλάδου
Οι επιπτώσεις είναι ήδη ορατές σε περιοχές όπως το Όρεγκον, που θεωρείται η «καρδιά» της βιομηχανίας χριστουγεννιάτικων ελάτων στις ΗΠΑ. «Πονάει η καρδιά σου, όταν τη μία μέρα βλέπεις τα όμορφα και φρέσκα δέντρα και την επόμενη έχουν αλλάξει χρώμα και αρχίζουν να μαραίνονται» σχολιάζει μιλώντας στην Guardian ο καλλιεργητής Λάρι Ρίερσον, που μόνο φέτος έχασε 4.500 δέντρα από τον χειρότερο καλοκαιρινό καύσωνα που έχει δει ποτέ η περιοχή με πρωτοφανείς θερμοκρασίες που ξεπέρασαν και τους 45 βαθμούς Κελσίου.
Από το κύμα καύσωνα που έπληξε ένα τόξο από την Ουάσιγκτον μέχρι το Όρεγκον υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους περίπου 600 Αμερικανοί (σύμφωνα με ανάλυση των New York Times), οπότε τα άμοιρα δεντράκια ήταν μάλλον μια παράπλευρη απώλεια για τη χώρα, αλλά λίαν επώδυνη για τον ίδιο τον Ρίερσον. Μάλιστα, αν λάβουμε υπόψη τις προειδοποιήσεις των ειδικών επιστημόνων πως τα ακραία φαινόμενα θα γίνονται όλο και πιο συχνά και πιο ισχυρά τα επόμενα χρόνια, η απόγνωση για τους καλλιεργητές ελάτων είναι προφανής.
Στον καύσωνα του Ιουλίου προστέθηκε άλλωστε και μια κολοσσιαία φωτιά τον Αύγουστο που έκανε στάχτη τουλάχιστον 200.000 στρέμματα και μεγάλο μέρος των ενήλικων ελάτων στις φάρμες της περιοχής.
Ανάλογη και η περίπτωση του Τζιμ Στάντμαν στο Κονέκτικατ, ο οποίος μιλώντας στο Business Insider εξήγησε πως ήδη η φετινή σοδιά ήταν μειωμένη σαν αποτέλεσμα του καταστροφικού περάσματος του τυφώνα Irene, το 2011, που είχε «σαρώσει» το 25% των δέντρων που είχε φυτέψει, κάτι που φάνηκε ωστόσο στον φετινό απολογισμό των ελάτων που είχαν φτάσει σε ύψος που μπορούσε να κόψει και να πουλήσει.
«Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολη, με την ξηρασία να επιδεινώνεται» εξηγεί. Η ξηρασία του 2016 «σκότωσε» τα 1.000 από τα 1.300 δέντρα που είχε φυτέψει τότε, προκαλώντας μια κολοσσιαία ζημιά από την οποία ακόμη δεν έχει ορθοποδήσει.
Βραχυπρόθεσμες λύσεις
Κάποιοι από τους αγροτικούς συνδέσμους προσπαθούν να αντιδράσουν αναζητώντας λύσεις, όπως με τη δημιουργία θερμοκηπίων, τον πειραματισμό με διαφορετικές ποικιλίες δέντρων ή την αναζήτηση λύσεων για την διατήρηση της υγρασίας στο έδαφος. Όμως, κάποιοι από τους αγρότες δεν έχουν την υπομονή ή τα κονδύλια για να περιμένουν και αλλάζουν κατεύθυνση. Φοβούνται, άλλωστε, πως οι καιρικές συνθήκες μπορεί να γίνουν ακόμη πιο απρόβλεπτες καθιστώντας μάταιες τις προσπάθειες τους και τις όποιες χρηματικές επενδύσεις κάνουν.
Εξάλλου με τις καταστροφές να αυξάνονται και την παραγωγή να μειώνεται, το κόστος για τον καταναλωτή θα αυξάνεται όλο και περισσότερο με αποτέλεσμα ο κόσμος να στρέφεται όλο και περισσότερο σε συνθετικά δέντρα, τόσο για λόγους κόστους όσο και για λόγους οικολογικής ευαισθησίας.
Για παράδειγμα, η πραγματική ζημιά από την φετινή καταστροφική ξηρασία στο Όρεγκον δεν φάνηκε τώρα στον Αμερικανό καταναλωτή, θα χρειαστεί αρκετά χρόνια για να γίνει αισθητή και το μοτίβο αυτό θα επαναλαμβάνεται όλο και πιο συχνά τα επόμενα χρόνια. «Σε λίγα χρόνια κανείς μας δεν θα μπορεί να παραμείνει πια στον κλάδο» ομολογεί ο Ρίερσον.