Η σκηνή μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από κάποια ελληνική ταινία εποχής, με τη γαλανόλευκη να ξεπροβάλλει από μια αφίσα στον τοίχο, το καρό τραπεζομάντιλο να είναι επιμελώς στρωμένο στο στενόμακρο τραπέζι, τον ήχο της Φραγκοσυριανής να βγαίνει από τα «σπλάχνα» του μπουζουκιού και τα ποτήρια να σηκώνονται «εις υγείαν» των παρευρισκομένων. Μόνο που διαδραματίζεται στο κατάστημα ελληνικών προϊόντων της Νομπούκα Σουνοχάρα (Nobuka Sunohara), στο μακρινό Κόμπε της Ιαπωνίας, και τα οχτώ (κι όχι ένα) μπουζούκια παίζουν Ιάπωνες, μεταδίδοντας live στο facebook αυτή τη μουσική τους συνάντηση.
«Το περασμένο Σάββατο, ο δάσκαλός μας, ο οποίος ζει στο Τόκιο και παίζει μαζί μας διαδικτυακά στα μαθήματα, “έριξε” την ιδέα γι’ αυτό το live στο facebook», εξηγεί στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Νομπούκα Σουνοχάρα, η οποία μπορεί να είναι παντρεμένη με Έλληνα αλλά το μπουζούκι είναι καθαρά …προσωπική υπόθεση, αφού ο σύζυγός της δεν ασχολείται μ’ αυτό.
«Απέκτησα το πρώτο μου μπουζούκι το 2018. Ο γιος μου παίζει ροκ μουσική με την κιθάρα του και σκέφτηκα πως θα μπορούσε να παίζει αυτός μπουζούκι κι εγώ να τραγουδάω, αλλά αυτός έμεινε πιστός στην κιθάρα του κι έτσι άρχισα να μαθαίνω εγώ να παίζω μπουζούκι», λέει η Νομπούκα Σουνοχάρα, από το κατάστημά της στο Κόμπε, με έναν χάρτη της Ελλάδας στον τοίχο να την «ταξιδεύει» κάθε φορά που τον κοιτά.
Άρχισε να παίζει μπουζούκι πριν από μερικά χρόνια κι έκτοτε η ενασχόλησή της μ’ αυτό είναι καθημερινή καθώς ακόμη κι όταν κάθεται στο μαγαζί της περιμένοντας τον επόμενο πελάτη ν’ ανοίξει την πόρτα προλαβαίνει να παίξει έναν γρήγορο σκοπό. «Ήταν πολύ δύσκολο στην αρχή. Πριν από δύο χρόνια συνάντησα έναν Ιάπωνα, ο οποίος είναι αυτοδίδακτος στο μπουζούκι. Ξεκίνησα λοιπόν μαθήματα μαζί του, εδώ, στο κατάστημά μου και αγάπησα πολύ το μπουζούκι», εξηγεί η Γιαπωνέζα λάτρης του μπουζουκιού, η οποία μαζί με άλλους ανθρώπους που μοιράζονται την ίδια αγάπη για το ιδιαίτερο αυτό όργανο προσπαθούν να το διαδώσουν στη χώρα τους και να το κάνουν πιο γνωστό ώστε περισσότεροι άνθρωποι να ανακαλύψουν τη μαγεία του ήχου του. Μάλιστα, στα μαθήματα που φιλοξενούνται δυο φορές τον μήνα στο κατάστημά της συμμετέχουν ώς και 17 άτομα, αν κι εν μέσω κορονοϊού ο αριθμός διαφέρει από μάθημα σε μάθημα.
Η αγάπη για τον Τσιτσάνη και ο νοσταλγικός ήχος του ρεμπέτικου
Το 6χορδο μπουζούκι που με περηφάνια δείχνει μέσα από την οθόνη του υπολογιστή είναι το τελευταίο της απόκτημα και είναι custom made, δηλαδή «κομμένο και ραμμένο» στα μέτρα της.
«Πριν απ’ αυτό είχα ένα 8χορδο, αλλά έχω ακούσει ότι το 6χορδο ήταν αυτό που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα και ήθελα να το δοκιμάσω», σημειώνει και αποκαλύπτει πως η μεγάλη της αγάπη είναι το ρεμπέτικο και ο Βασίλης Τσιτσάνης. «Ήταν σπουδαίος ο Τσιτσάνης», λέει και στην ερώτηση ποιο είναι το αγαπημένο της τραγούδι χωρίς δεύτερη σκέψη απαντά, «μα φυσικά η Συννεφιασμένη Κυριακή!».
«Ακούω πολύ ρεμπέτικη μουσική στο σπίτι κι όταν “ποστάρω” κάποιο τραγούδι στο facebook πολλοί άνθρωποι με βοηθούν να μάθω περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτό ή μού προτείνουν κι άλλα τραγούδια», αναφέρει η Νομπούκα Σουνοχάρα, η οποία εξασκείται με ζήλο σε καθημερινή πλέον βάση.
«Εξασκούμαι κάθε μέρα. Αυτή είναι η ζωή μου πλέον. Πολλοί από τους Ιάπωνες πελάτες μου δεν έχουν ξαναδεί μπουζούκι και τούς προτρέπω να το πιάσουν στα χέρια τους και να δοκιμάσουν να παίξουν. Τους καλώ να συμμετάσχουν και στα μαθήματα που οργανώνουμε», τονίζει, ενώ στην ερώτηση τι νιώθει όταν πιάνει το μπουζούκι στα χέρια της, κάνει μια παύση και απαντά: «Είναι πολύ δύσκολο να το εξηγήσω. Λατρεύω το ρεμπέτικο. Η μουσική του βγάζει μια νοσταλγία…».
Και μπορεί να βρίσκει δύσκολη γλώσσα τα ελληνικά, φροντίζει ωστόσο να μαθαίνει και να καταλαβαίνει τους στίχους των τραγουδιών που της αρέσουν για να συνοδεύει τη μουσική του μπουζουκιού της.
Ο Έλληνας σύζυγος, το λάδι από την Καλαμάτα και η αδυναμία στο ελληνικό τυρί
Η Νομπούκα Σουνοχάρα γνώρισε τον σύζυγό της, όταν ο ίδιος ήταν φοιτητής στην Ιαπωνία και στα είκοσι χρόνια κοινής πορείας τους έχουν αποκτήσει δύο γιους (20 και 17 ετών), οι οποίοι, όπως λέει, βλέπουν την Ελλάδα ως τόπο διακοπών αφού εδώ περνούν τα καλοκαίρια τους (προ κορονοϊού τουλάχιστον).
«Για τα παιδιά μου, η Ελλάδα είναι περισσότερο συνυφασμένη μ’ έναν τόπο διακοπών. Ερχόμασταν στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι πριν από τον κορονοϊό και γι’ αυτούς η Ελλάδα είναι ήλιος, θάλασσα και διακοπές», λέει χαρακτηριστικά κι εξηγεί πως ο σύζυγός της γεννήθηκε στην Αθήνα, ωστόσο η καταγωγή του πατέρα του είναι από τη Μυτιλήνη, την οποία η ίδια υπεραγαπά, ενώ της μητέρας του από την Καλαμάτα. Γι’ αυτό και η καλαματιανή …καταγωγή των ελιών και του ελαιολάδου που διαθέτει στο κατάστημά της, μαζί με κρασί και κάποια άλλα ακόμη πράγματα από την Ελλάδα.
Μπορεί δε η ελληνική κουζίνα να είναι πολύ διαφορετική από την ιαπωνική, αλλά η ίδια έχει μεγάλη αδυναμία στα ελληνικά τυριά. «Είναι εντυπωσιακό το πόσα πολλά είδη τυριού μπορείς να βρεις σε ένα ελληνικό σούπερ μάρκετ», λέει χαρακτηριστικά κι ανυπομονεί να επισκεφθεί και πάλι την Ελλάδα, όταν τελειώσει η μεγάλη περιπέτεια που ζει ο πλανήτης με τον κορονοϊό.