Η «γκρι αγορά» των Rolex – Γιατί κάποιοι αγοράζουν μανιωδώς ρολόγια των 60.000 ευρώ

170

Γράφει ο Γεράσιμος Χιόνης

Εάν κάποιος θέλει να αγοράσει ένα premium ρολόι θα πρέπει να περιμένει έως και 12 μήνες – Η επιλογή της second hand αγοράς και οι τιμές που έχουν «ξεφύγει» για τα καλά

Θα δίνατε 40.000, 50.000 ή και 60.000 ευρώ προκειμένου να αγοράσετε ένα αυθεντικό ρολόι Rolex από το διαδίκτυο; Σε πολλούς, τα συγκεκριμένα χρήματα φαίνονται εξωφρενικά. Και όχι άδικα. Αλλά σε λίγους μήνες, τα 60.000 ευρώ ενδεχομένως θα φαντάζουν ένα πολύ καλό ποσό, ιδίως αν αναλογιστούμε τους φρενήρεις ρυθμούς αύξησης των τιμών σε μια σειρά επώνυμων ρολογιών πολυτελείας. 

Δεν είναι τυχαίο ότι λόγω της μειωμένης προσφοράς, των ελλείψεων στην αγορά και της σταθερά υψηλής ζήτησης, ολοένα και περισσότεροι πελάτες στρέφονται στη «γκρι αγορά» των μεταχειρισμένων (second hand), από τη στιγμή θα πρέπει να περιμένουν έως και έναν χρόνο, προκειμένου να προμηθευτούν το αγαπημένο του ρολόι από κάποιο επίσημο κανάλι πώλησης της Rolex και των υπόλοιπων εταιρειών.  

Το αποτέλεσμα είναι το εξής: Οι τιμές στις διαδικτυακές πλατφόρμες είναι πολλαπλάσιες των τιμών καταλόγου. Έτσι, αρκετοί έχουν αρχίσει να «βλέπουν» στην αγορά ρολογιών προσοδοφόρες επενδυτικές ευκαιρίες. Αγοράζουν ένα επώνυμο ρολόι, το οποίο στη συνέχεια μεταπωλούν σε υψηλότερη τιμή στη «γκρι αγορά», εξασφαλίζοντας μεγάλες αποδόσεις.  

Ας πάρουμε όμως, τα πράγματα από την αρχή.  

Η «γκρι αγορά» 

Οι μεγαλύτερες εταιρείες premium ρολογιών βιώνουν εδώ και ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μια άνευ προηγουμένου κατάσταση: Η προσφορά έχει περιοριστεί (ή για άλλους, έχει μείνει στάσιμη), η ζήτηση έχει εκτοξευτεί και οι τιμές έχουν πάρει (για τα καλά) τη ανιούσα. Κι αυτό, όχι μόνο εξαιτίας της πανδημίας, καθώς το πρόβλημα φαίνεται ότι προϋπήρχε. Τι ακριβώς συνέβη;  

Το 2016, η βιομηχανία άρχισε να υφίσταται ορισμένα σημαντικά προβλήματα στην παραγωγή. Μειωμένα αποθέματα, ελλείψεις σε πρώτες ύλες και βασικά αγαθά, αλλά και καθυστερήσεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες δημιούργησαν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, το οποίο είχε ένα αποτέλεσμα: Τα εργοστάσια «κατέβασαν» ρυθμούς και οι πελάτες θα έπρεπε να περιμένουν αρκετούς μήνες (ή και χρόνια) για να φορέσουν το τελευταίο Daytona ή Submariner. 

Η κατάσταση αντικατοπτρίζεται καλύτερα στην περίπτωση της Rolex, τον «βασιλιά» των ρολογιών. Τα προϊόντα της ελβετικής εταιρείας κατέχουν περίοπτη θέση στις επιλογές των πλούσιων καταναλωτών, ανεξαρτήτως των συνθηκών στην παγκόσμια οικονομία. Το έτος – καμπή εντοπίζεται στο 2016. Η ζήτηση για το «θρυλικό» κομμάτι Daytona 116500LN αυξήθηκε σημαντικά, χάρη στη φήμη που δημιουργήθηκε από στόμα σε στόμα και στα social media.  

Ωστόσο, παρά την αύξηση της ζήτησης, η προσφορά (δηλαδή η παραγωγή) παρέμεινε στα ίδια -αν όχι σε χαμηλότερα- επίπεδα, εξαιτίας των προβλημάτων σε πρώτες ύλες και logistics, αλλά και στη σκόπιμη επιλογή της Rolex να «συντηρήσει» τις υψηλές τιμές και άρα, το μεγάλο περιθώριο κέρδους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ο πελάτης να χρειάζεται να περιμένει έως και έναν χρόνο, έως ότου παραλάβει το προϊόν από το επίσημο κανάλι πώλησης. 

Όμως, ποιος θέλει να περιμένει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα; Ιδίως, αν έχει τη χρηματική άνεση. Έτσι, σιγά – σιγά δημιουργήθηκε μια «γκρι αγορά». Τι σημαίνει αυτό; Μέσω του διαδικτύου μπορούσε κάποιος να βρει ετοιμοπαράδοτα ρολόγια πολυτελείας. Είτε αυθεντικά είτε πολύ καλές απομιμήσεις. Έτσι, η αυξημένη ζήτηση οδήγησε σ’ ένα παράλληλο ημι-επίσημο κανάλι πώλησης. 

Από την άλλη πλευρά, η παραγωγή των εταιρειών συνέχισε και συνεχίζει να είναι περιορισμένη (είτε αναγκαστικά, είτε σκοπίμως), ενώ η ζήτηση συνέχισε και συνεχίζει να αυξάνεται. Ως εκ τούτου, οι τιμές των ρολογιών διατηρούν την ανοδική ορμή, καθώς το ισοζύγιο προσφορά – ζήτηση ανατροφοδοτεί το έλλειμμα στην αγορά. Ένα έλλειμμα που αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς. Και όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, οι τιμές παίρνουν την ανιούσα.

Πράγμα που παρατηρείται τόσο στις τιμές καταλόγου των μεγάλων εταιρειών όσο και στη «γκρι αγορά» του διαδικτύου. Από το 2021 έως το 2022, η επίσημη τιμή του Submariner 124060  αυξήθηκε από τα 8.100 σε 8.950 δολάρια, δηλαδή κατά 10,5%. Κι αυτό, ενώ ο πελάτης χρειάζεται να περιμένει αρκετούς μήνες έως ότου παραλάβει το προϊόν. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι τιμές έχουν φθάσει σε εξωφρενικά επίπεδα στο διαδίκτυο, όπου το ίδιο μοντέλο κοστίζει περισσότερα από 15.000 ευρώ. Με τη διαφορά, όμως, ότι ο πελάτης το παραλαμβάνει άμεσα.  

Τι συμβαίνει με την παραγωγή 

Μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει πολλές φήμες, οι οποίες σπεύδουν να απαντήσουν στο γιατί η Rolex και οι υπόλοιπες εταιρείες «κρατούν» σε χαμηλά επίπεδα την παραγωγή, διατηρώντας τις εξωφρενικές τιμές.

Μία από τις εξηγήσεις είναι η πρόκληση τεχνητής έλλειψης στην αγορά, με στόχο την άνοδο της ζήτησης για όλο το προϊοντικό χαρτοφυλάκιο. Για παράδειγμα, εφόσον ο πελάτης δεν βρει εύκολα το τελευταίο μοντέλο Daytona, το οποίο έχει πάντα υψηλή ζήτηση, τότε θα αναζητήσει κάποιο άλλο μοντέλο της ίδιας μάρκας. Αυτό έτσι, δημιουργεί μια αλυσιδωτή αύξηση της ζήτησης, η οποία ενισχύει τις πωλήσεις όλων των προϊόντων.  

Μία άλλη ερμηνεία του φαινομένου αναφέρει ότι η ζήτηση έχει ανεβεί σε μη φυσιολογικά επίπεδα, τα οποία δεν μπορούν να καλυφθούν από την τρέχουσα παραγωγή, ιδίως σε ένα τόσο προβληματικό περιβάλλον, όπως για παράδειγμα είναι η παγκόσμια οικονομία τα τελευταία χρόνια (πανδημία, logistics, γεωπολιτικές προκλήσεις). 

Από την πλευρά της, η ελβετική εταιρεία διαβεβαιώνει ότι το πρόβλημα δεν είναι ζήτημα… στρατηγικής, αλλά συνιστά απόρροια μιας «τέλειας καταιγίδας εξωτερικών παραγόντων». «Η τρέχουσα παραγωγή δεν μπορεί να ικανοποιήσει την τρέχουσα ζήτηση, χωρίς να υπάρξει μείωση της ποιότητας των ρολογιών, κάτι που αρνούμαστε να κάνουμε (…) Η εξαιρετική ποιότητα απαιτεί χρόνο (…) Θα συνεχίσουμε να διασφαλίζουμε ότι όλα τα ρολόγια ευθυγραμμίζονται με τα επίπεδα ποιότητας και ικανοποιούν τις απαιτήσεις των πελατών». 

Η δημιουργία επενδυτικής αξίας 

Όλα αυτά, όπως είναι εύλογο, έχουν προσδώσει στα ακριβά ρολόγια, και ιδίως στα ρολόγια της Rolex, μια υψηλή επενδυτική αξία, καθώς η αποσύνδεση των τιμών καταλόγου από τις τιμές στη «γκρι αγορά» έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο περιθώριο κέρδους. Κι αυτό, καθίσταται ακόμη μεγαλύτερο, αν αναλογιστούμε τον ρυθμό αύξησης των τιμών από έτος σε έτος.  

To πράσινο «Ηulk», ενδεικτικά, κόστιζε πέρυσι 18.400 ευρώ. Σήμερα ανέρχεται σε έως και 35.000 ευρώ, δηλαδή σχεδόν διπλάσιο ποσό. Η τιμή του «Panda» το 2018 ήταν 12.000 ευρώ, ενώ σήμερα ξεπερνάει τα 40.000 δολάρια. Και η συγκεκριμένη τάση δεν παρατηρείται αποκλειστικά στα Rolex, αλλά στα περισσότερα πολυτελή brands.  

Έτσι, αρκετοί σπεύδουν να αγοράσουν ακριβά ρολόγια σε μια συγκεκριμένη τιμή και αφού περάσουν λίγοι μήνες, στη συνέχεια τα πουλούν σε διάφορες πλατφόρμες του διαδικτύου (όπως για παράδειγμα στο chronos24) σε πολύ υψηλότερες τιμές, εξασφαλίζοντας μεγάλες αποδόσεις. Αποδόσεις, μάλιστα, οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ τις παραδοσιακές επενδυτικές επιλογές, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών κρυπτονομισμάτων. Πηγή με γνώση επί της αγοράς εξηγεί στο newmoney.gr ότι το κέρδος μπορεί να φθάσει έως και το 30% μέσα σ’ ένα εύλογο χρονικό διάστημα, ιδίως στα πιο δημοφιλή προϊόντα, όπως τα Panda και τα Pepsi της Rolex.  

Αυτή τη στιγμή, για παράδειγμα, στο chrono24.com μπορεί κάποιος να βρει ένα γνήσιο Daytona Panda 116500LN του 2017 στην τιμή των 49.900 ευρώ, αλλά και ένα Pepsi White Gold 126719BLRO του 2021 στην τιμή των 57.000 ευρώ. Αντίστοιχες τιμές συναντώνται και στις παραδοσιακές πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου, όπως το eBay και η Amazon.

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις