Γράφει ο Σπύρος Κοντέσης
Νάρκωνε τους συζύγους της και έκανε το έγκλημα να φανεί σαν αυτοκτονία – Η ιστορία της
Πλούσιος, χωρίς γονείς και οικογένεια: Το τέλειο θύμα
Ο Μάθιου Ντάνμπαρ ήταν ιδιοκτήτης μιας απομακρυσμένης φάρμας, έκτασης περίπου 4.800 στρεμμάτων και αξίας 3,4 εκατομμυρίων δολαρίων, στο Walcha, στην αυστραλιανή πολιτεία της Νέας Νότιας Ουαλίας, όπου εξέτρεφε πρόβατα. Ο 42χρονος ήταν γνωστός σε όλους για την ευγένεια και τη γενναιοδωρία του. Ήταν υιοθετημένος και δεν είχε πλέον σχέσεις με τη θετή μητέρα του ενώ ο θετός πατέρας του, με τον οποίο δούλευε στη φάρμα, είχε πεθάνει. Δεν είχε παιδιά και πάντα λαχταρούσε μια δική του οικογένεια. Έψαχνε λοιπόν ακόμη και σε ιστότοπους γνωριμιών να βρει κάποια, που θα μπορούσε να αγαπήσει και να χτίσει ένα μέλλον μαζί της. Σε έναν τέτοιο ιστότοπο το 2014 γνώρισε την 46χρονη Νατάσα Ντάρσι, και την ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα. Εκείνη, χωρισμένη με τρία παιδιά από προηγούμενο γάμο μετακόμισε σύντομα στο σπίτι του Μάθιου και πριν περάσει πολύς καιρός άρχισε να μιλάει για γάμο. Είχε βρει το τέλειο θύμα της. Σε λιγότερο από ένα χρόνο σχέσης, τον έπεισε να την κάνει μοναδική δικαιούχο της περιουσίας του κι εκείνος της τα έδωσε όλα απλόχερα. Είχε γίνει το τέλειο θύμα…
Καμπανάκια κινδύνου
Και μόνο το παρελθόν της Ντάρσι, θα έπρεπε να έχει ανησυχήσει τον Μάθιου ή κάποιον από το φιλικό του περιβάλλον: Το 2009, είχε χτυπήσει με σφυρί τον πρώην σύζυγό της, τον νοσοκόμο Κόλιν Κρόσμαν, ενώ εκείνος κοιμόταν. Τρεις ημέρες αργότερα, πάλι καθώς κοιμόταν, η Ντάρσι πήρε ένα κουτί βενζίνη από το γκαράζ, το ακούμπησε στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας και του έβαλε φωτιά. Ο Κόλιν γλίτωσε από θαύμα, καθώς οι εξετάσεις έδειξαν ότι ήταν σχεδόν ναρκωμένος από μεγάλη ποσότητα ηρεμιστικών που του είχε «σερβίρει» νωρίτερα η Ντάρσι μέσα σε ένα πιάτο τάκος. Εκείνη ήταν δικαιούχος μιας μεγάλης ασφάλειας ζωής του Κόλιν- 700.000 δολαρίων – και κατηγορήθηκε για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Η Ντάρσι ομολόγησε ότι πράγματι εκείνη έβαλε τη φωτιά – για να καταστρέψει το σπίτι – όχι για να σκοτώσει τον άντρα της και επίσης ομολόγησε την επίθεση με σφυρί. Δεν καταδικάσθηκε για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Έμεινε στη φυλακή 9 μήνες.
Το σχέδιο σε εφαρμογή
Όταν η Ντάρσι έκανε σχέση με τον Μάθιου βρισκόταν εκτός φυλακής με αναστολή κι εκείνη ακριβώς την περίοδο άρχισε να βάζει το σχέδιό της σε εφαρμογή: Ξεκίνησε λέγοντας στους γύρω της ότι ο Μάθιου είχε προβλήματα με την ψυχική του υγεία και το «πάλευε». Ο Μάθιου είχε τραυματισθεί στο πόδι, το τραύμα μολύνθηκε και οι γιατροί τού είχαν πει πως υπήρχε ενδεχόμενο να το χάσει. Η Ντάρσι έλεγε ότι αυτό του είχε προκαλέσει κατάθλιψη. Το 2017 οι γιατροί τού είπαν ότι το πόδι του θα γινόταν καλά και ήταν εκτός κινδύνου, αλλά η Ντάρσι έλεγε στους φίλους του ότι η ψυχική του υγεία ήταν ακόμη πολύ ευάλωτη. Υπονόησε μάλιστα ότι ο Μάθιου ήταν μπερδεμένος με τη σεξουαλικότητά του – και είχε μιλήσει για αυτοκτονία. Ενώ είχε αγωνιστεί σωματικά και ψυχικά για να ανακάμψει, δεν υπήρχαν στοιχεία ότι ο Μάθιου βίωνε κάποια από αυτές τις σκέψεις ή συναισθήματα – αλλά ο περίγυρος δυσκολεύονταν να αγνοήσει τα λόγια της Ντάρσι, που ήταν και η μόνη που ζούσε μαζί του.
Το χρονικό της δολοφονίας
Στη συνέχεια, στις 2 το πρωί της 2ας Αυγούστου 2017, η Ντάρσι κάλεσε τις Υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, λέγοντάς τους ότι ο Μάθιου είχε αυτοκτονήσει. Είπε ότι είχε μπει στην κρεβατοκάμαρα όπου ο Μάθιου κοιμόταν και πως τον βρήκε νεκρό με μια φιάλη με ήλιον δίπλα του. Η αστυνομία έσπευσε στο κτήμα. Το ίδιο και ο πρώην της Ντάρσι, ο Κόλιν, ο οποίος είχε λάβει ένα μήνυμα από το τηλέφωνο του Μάθιου και έφθασε πρώτος εκεί. Το μήνυμα έγραφε: «Πες στην αστυνομία να έρθει στο σπίτι, δεν θέλω να με βρουν η Νατάσα και τα παιδιά». Ο Μάθιου ήταν νεκρός και στην αρχή φαινόταν ως αυτοκτονία. Διαπιστώθηκε επίσης ότι είχε ηρεμιστικά στον οργανισμό του. Βρέθηκαν υπολείμματα ενός μιλκσέικ γεμάτου με φάρμακα – συμπεριλαμβανομένου ενός κτηνιατρικού ηρεμιστικού για πρόβατα. Η Ντάρσι είπε ότι εκείνη κοιμόταν στο σαλόνι επειδή φοβόταν μήπως κλωτσούσε κατά λάθος στον ύπνο της το τραυματισμένο πόδι του Μάθιου. Ισχυρίστηκε επίσης ότι είχε σηκωθεί για να ανάψει το καλοριφέρ και έβαλε κατά λάθος τον συναγερμό καπνού, που τον έσβησε αμέσως. Είπε στους αστυνομικούς ότι όταν ο συναγερμός δεν ξύπνησε τον Μάθιου, πήγε να δει αν συμβαίνει κάτι και τον βρήκε νεκρό.
Το σερφάρισμα στο ίντερνετ για την τέλεια δολοφονία
Είχε όμως όντως αυτοκτονήσει; Η αστυνομία άρχισε την έρευνα: Ο Μάθιου είχε παραλάβει τη φιάλη ηλίου από ένα πρατήριο καυσίμων μια μέρα νωρίτερα, η Ντάρσι ήταν στο αυτοκίνητο έξω και τον περίμενε, αλλά ήταν εκείνη που το είχε παραγγείλει και πληρώσει. Το πρώτο ερώτημα ήταν για ποιο λόγο το αγόρασε. Συνεχίζοντας την έρευνα η αστυνομία ήλεγξε το iPhone και το laptop της Ντάρσι και αυτό που βρήκαν δεν τους άφησε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο θάνατος του Μάθιου ήταν δολοφονία και πως δολοφόνος ήταν εκείνη.
Το iPhone και το laptop της Ντάρσι έδειξαν το ιστορικό των αναζητήσεών της, που είχαν ξεκινήσει μήνες πριν από το θάνατο του Μάθιου, κι αυτό που ανακάλυψαν ήταν ανατριχιαστικό. Η Ντάρσι είχε αναζητήσει εκατοντάδες τρόπους για να σκοτώσει κάποιον – από δηλητηρίαση με μύκητες μέχρι τη χρήση θανατηφόρων κόκκινων αραχνών και φιδιών. Είχε ερευνήσει για ναρκωτικά, έψαξε αν η αστυνομία μπορεί να δει το ιστορικό των αναζητήσεων στο Διαδίκτυο και ακόμη έψαξε στο google : «Υπάρχει δηλητήριο που μπορεί να σκοτώσει αλλά να μην μπορεί να εντοπιστεί στην αυτοψία;» Ακόμη πιο σοκαριστικό, ήταν το ότι η Ντάρσι έκανε το μακάβριο σερφάρισμά της ενώ καθόταν δίπλα στον Μάθιου, μια φορά σ΄έναν αγώνα ράγκμπι – και μια μέρα πριν από τη δολοφονία του σε ένα καφέ. Στην ανάκριση από την αστυνομία αποδείχθηκε ότι η Ντάρσι διέδιδε ιστορίες σχετικά με τα υποτιθέμενα προβλήματα ψυχικής υγείας του Μάθιου – αλλά η αστυνομία πίστευε ότι μόνη της είχε «κατασκευάσει το θέμα», ώστε να έχει ένα λόγο που θα έκανε τον θάνατό του πιστευτό.
Οι ντετέκτιβ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Ντάρσι είχε κάνει τουλάχιστον δύο απόπειρες δολοφονίας κατά του Μάθιου. Τη μια φορά, του είχε δώσει υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών ενώ μία άλλη του είχε κάνει ένεση με ηρεμιστικό για ζώα στο τραυματισμένο πόδι του. Όταν καμία από τις τακτικές δεν λειτούργησε, κάλυψε τα ίχνη της λέγοντας στον Μάθιου ότι απλώς είχε λιποθυμήσει – τον χειραγωγούσε απόλυτα – και στη συνέχεια κλιμάκωσε τις προσπάθειές της. Βρέθηκε μάλιστα και ένα σημείωμά της, όπου του έγραφε «Μην ξεχνάς ότι πρέπει να αλλάξεις τη διαθήκη σου»…
Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ντάρσι είχε φτιάξει στο μπλέντερ ένα milkshake, όπου είχε βάλει ένα θανατηφόρο κοκτέιλ ηρεμιστικών. Όταν ο ανυποψίαστος Μάθιου το ήπιε και έχασε τις αισθήσεις του, η Ντάρσι πήγε τη φιάλη ηλίου στο δωμάτιό του, την άνοιξε και εκείνος πέθανε από την εισπνοή του αερίου.
Η Ντάρσι κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση, αρνήθηκε τις κατηγορίες και αμέσως ο Τύπος της κόλλησε το παρατσούκλι «Χήρα του Walcha». Η δίκη της διήρκεσε δύο μήνες. Στο ακροατήριο κατατέθηκε ότι ενώ περίμενε τη δίκη της, είχε στείλει γράμματα σε έναν φίλο της (μαζί με μία προσφορά 20.000 δολαρίων) προσπαθώντας να τον πείσει να πει ψέματα ότι ο Μάθιου είχε αυτοκτονικές τάσεις. Αλλά εκείνος πήγε στην αστυνομία.
«Σκληρή και αδίστακτη»
Πριν λίγες ημέρες, η Ντάρσι κρίθηκε ένοχη για ανθρωποκτονία από πρόθεση και καταδικάστηκε σε 40 χρόνια κάθειρξη, με δυνατότητα αίτησης αναστολής μετά από 30 χρόνια. Άκουσε απαθής την καταδίκη της – μέσω βίντεο από τη φυλακή που βρισκόταν, όπως και τα λόγια του Δικαστή καθώς την ανακοίνωνε: «Ο τρόπος που τον δολοφόνησε ήταν παιδαριώδης, άγαρμπος και γεμάτος κακία. Καθώς περνούσε ο καιρός… η συναισθηματική κακοποίηση και οι ύπουλες σωματικές επιθέσεις κλιμακώθηκαν σε μια πιο εστιασμένη και αλάνθαστη μέθοδο για να πετύχει το αποτέλεσμα που επιθυμούσε. Η δράστις ήταν σκληρή, αδίστακτη και άκαρδη».