Του Κώστα Ράπτη
Γιατί διαρκεί τόσο πολύ ο πόλεμος στην Ουκρανία; Ή, διαφορετικά ειπωμένο, γιατί είναι τόσο αργός ο ρυθμός της ρωσικής προέλασης; Η επικρατούσα άποψη είναι ότι αυτό οφείλεται στην επιτυχημένη αντίσταση που προβάλλει (με τη στήριξη της Δύσης) η ουκρανική πλευρά. Με αυτήν την έννοια οι ρωσικές δυνάμεις εισβολής έχουν αποτύχει στο σχέδιό τους για μια γρήγορη επικράτηση.
Μόνο που κάποιες αιρετικές φωνές αμφισβητούν το κατά πόσον αυτό ήταν πράγματι το σχέδιο. Σε ανάλυση στο Taki’s Magazine, υποστηρίζεται ότι η Ρωσία δεν βασίζεται σε τακτικές “σοκ και δέους”. Η Ρωσία είναι μια χερσαία δύναμη, μαθημένη να δίνει πολέμους στην ξηρά, με στόχο να καταστρέφει αντίπαλες στρατιές. Οι ένοπλες δυνάμεις της είναι οργανωμένες γύρω από τη χρήση μηχανοκίνητων μονάδων, πεζικού και πυροβολικού, με υποστηρικτικό τον ρόλο της αεροπορίας και των πυραύλων.
Η Αμερική αντίθετα, είναι μία δύναμη που διακρίνεται αφενός από την υπεροχή στον αέρα (και την θάλασσα) και αφετέρου από την απροθυμία δέσμευσης δυνάμεων επί του εδάφους. Το “σοκ και δέος”, δηλαδή τα σαρωτικά από αέρος πλήγματα εναντίον των υποδομών του εχθρού, ώστε να παραλύσει εκ των προτέρων η αντίστασή του, είναι το δικό της δόγμα.
Κατά τον αρθρογράφο του Taki’s, ο οποίος χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο The Z Man και είναι συγγραφέας που ζει στην Αμερική, ο Πούτιν είχε επίγνωση του τι επρόκειτο να αντιμετωπίσει. Επέβλεψε προσωπικά τον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας, ο οποίος διήρκεσε εννέα μήνες. Η Ουκρανία είναι πολύ μεγαλύτερη της Τσετσενίας και επιπλέον έχει και τη στήριξη της Δύσης. Οι Ρώσοι ήξεραν ότι πηγαίνουν για μία μακροχρόνια χερσαία αναμέτρηση.
Ο ίδιος αρθρογράφος υποστηρίζει ότι οι Αμερικανοί αναλυτές έσπευδαν να προαναγγείλουν μια αστραπιαία ρωσική εκστρατεία στη Ρωσία, διότι προέβαλλαν στον αντίπαλο τους δικούς τους σχεδιασμούς: δηλαδή το γεγονός ότι η Δύση σχεδίαζε το δικό της “σοκ και δέος” υπό μορφήν σαρωτικών κυρώσεων, οι οποίες αναμενόταν να κλονίσουν την ρωσική κοινωνία και την πολιτική εξουσία του Πούτιν. Σε στρατιωτικούς όρους αυτό σήμαινε ότι αρκούσε ο ουκρανικός στρατός να επιδείξει αντοχή για λίγες εβδομάδες και τα πράγματα θα έπαιρναν τον δρόμο τους, χάρη στις οικονομικές κυρώσεις, χωρίς το ΝΑΤΟ να χρειαστεί να ρισκάρει χερσαία εμπλοκή.
Με άλλα λόγια, ο σύντομος πόλεμος δεν ήταν το σχέδιο της Ρωσίας, αλλά του ΝΑΤΟ. Από αυτή την άποψη το σχέδιο δεν δούλεψε – και είναι ένα ερώτημα αν τώρα υπάρχει κάποιο εναλλακτικό.
Σύμφωνα με τον Z Man, η εν λόγω φιλολογία θα πρέπει να ερμηνευθεί στο πλαίσιο της “καθεστωτολογίας” που είναι αναγκαία για την προσέγγιση της Παγκόσμιας Αμερικανικής Αυτοκρατορίας, όσο αναγκαία ήταν στον καιρό του Ψυχρού Πολέμου η σοβιετολογία. Και αυτό διότι τα σημαντικά θέματα δεν αποτελούν αντικείμενο δημόσιου διαλόγου, αλλά αποφασίζονται πίσω από κλειστές πόρτες. Τα σήματα που ανταλάσσονται δια των μέσων ενημέρωσης είναι ένας τρόπος “επικοινωνίας του συστήματος με τον εαυτό του”, ενός συστήματος μεγάλου και περίπλοκου. Με αυτή την έννοια, οι αστήρικτοι ισχυρισμοί δεν είναι τόσο ψεύδη, όσο αντανακλάσεις εσωτερικών καθεστωτικών συζητήσεων και διαφωνιών τμημάτων των ελίτ.
Όπως χρειαζόταν να αποκρυπτογραφήσει κανείς τα σήματα που εξέπεμπε η αδιαφανής Σοβιετική Ένωση για να προβλέψει τη μελλοντική συμπεριφορά της, έτσι χρειάζεται σήμερα και με την Παγκόσμια Αμερικανική Αυτοκρατορία.
Μάλιστα, ο συνεργάτης του Taki’s, διατυπώνει με χιουμοριστική διάθεση τον δικό του Αντίστροφο Κανόνα του Λιμπεραλισμού: ό,τι λέει η αριστερά του πολιτικού φάσματος στην Αμερική για ένα θέμα, να υποθέτουμε το αντίθετο και θα βρεθούμε πιο κοντά στην αλήθεια. Πρόκειται για την αναγνώριση του ότι η αμερικανική αριστερά προβάλλει τους φόβους της σχετικά με τον εαυτό της στους εχθρούς της.
Σε μια φάση που το οικονομικό “σοκ και δέος” έγινε μπούμερανγκ και που ακούμε ότι εξαντλούνται τα όπλα που έχει τη δυνατότητα να παράσχει η Δύση στην Ουκρανία, τα επόμενα βήματα του “καθεστώτος” είναι ασαφή – και τα σχετικά σήματα “μειώνονται”.
Αλλά βέβαια, καταλήγει το άρθρο, το γεγονός ότι χρειάζεται να επιδιδόμαστε σε “καθεστωτολογία” μαρτυρεί τα προβλήματα των φιλελεύθερων δημοκρατιών της Δύσης. Εάν ήταν φιλελεύθερες και δημοκρατικές, η συζήτηση θα ήταν δημόσια και οι επιμέρους θέσεις σαφείς. Η πραγματική κρίση δεν εστιάζεται πλέον στο Ντονμπάς αλλά σε κάθε πρωτεύουσα της Δύσης – μιας Δύσης που μοιάζει σε ό,τι δηλώνει ότι αντιμάχεται.