Η προέλευσή της είναι άγνωστη και χαρακτηρίζεται από κάποιες ιδιαιτερότητες, όπως η απουσία «ναι» και «όχι»: Η γλώσσα Κουσούντα του Νεπάλ «πρωταγωνιστεί» σε δημοσίευμα του BBC, όπου αναφέρεται πως γλωσσολόγοι καταβάλλουν προσπάθειες για τη διάσωσή της, καθώς έχει μείνει μόνο ένα άτομο στον κόσμο που τη μιλά άπταιστα.
Οι Κουσούντα είναι μια μικρή φυλή που είναι διεσπαρμένη ανά το Νεπάλ. Η γλώσσα τους, που ονομάζεται και αυτή Κουσούντα, είναι μοναδική, καθώς γλωσσολόγοι θεωρούν ότι δεν σχετίζεται με καμία άλλη γλώσσα στον κόσμο. Οι μελετητές δεν γνωρίζουν ποια είναι η προέλευσή της, και έχει μια σειρά από ασυνήθιστα χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων η έλλειψη λέξεων για το «ναι» και το «όχι», έλλειψη λέξεων για κατευθύνσεις κλπ. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία απογραφής από το Νεπάλ, απομένουν μόλις 273 Κουσούντα, μα μόλις μία γυναίκα, η 48χρονη Καμάλα Χάτρι, μιλά τη γλώσσα άπταιστα.
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα του BBC, οι Κουσούντα είναι φτωχοί και βρίσκονται στο περιώριο της κοινωνίας του Νεπάλ. Οι πιο πολλοί ζουν στο Ντανγκ του Νεπάλ, όπου η Επιτροπή Γλωσσών της χώρας κάνει μαθήματα Κουσούντα από το 2019, σε μια προσπάθεια διάσωσης της γλώσσας. Την τελευταία δεκαετία, στο πλαίσιο προσπαθειών για υποστήριξη των ιθαγενών του Νεπάλ, η κυβέρνηση έχει αρχίσει μια σειρά από προγράμματα. Με αυτόν τον τρόπο η 18χρονη Χίμα Κουσούντα και παιδιά Κουσούντα από απομακρυσμένες περιοχές πηγαίνουν σε σχολεία που βρίσκονται πολύ μακριά από τα σπίτια τους, όπου διδάσκονται και τη γλώσσα της φυλής τους.
Η Χίμα μαθαίνει τη γλώσσα εδώ και δύο χρόνια και τώρα πλέον μπορεί να τη μιλά σε βασικό επίπεδο. «Πριν έρθω στο σχολείο στο Ντανγκ, δεν ήξερα καθόλου την Κουσούντα. Μα είμαι περήφανη που ξέρω τώρα, αν και δεν την έμαθα από γεννησιμιού μου».
Οι Κουσούντα ήταν αρχικά ημι-νομάδες και ζούσαν στις ζούγκλες του δυτικού Νεπάλ μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Πλέον έχουν εγκατασταθεί σε χωριά, μα εξακολουθούν να αυτοαποκαλούνται Μπαν Ράτζας, βασιλιάδες του δάσους.
Καθώς ο πληθυσμός του Νεπάλ αυξανόταν και η γεωργία μείωνε τις δασικές εκτάσεις, η πίεση προς τα πατρογονικά εδάφη των Κουσούντα αυξανόταν. Τη δεκαετία του 1950 η κυβέρνηση εθνικοποίησε μεγάλες εκτάσεις δασών, δημιουργώντας προβλήματα στη νομαδική ζωή τους. Οι Κουσούντα αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν μόνιμα στις περιοχές τους και έγιναν εργάτες και γεωργοί. Λόγω των μικρών αριθμών τους και της ιδιαίτερης φύσης του πληθυσμού τους παντρεύονταν μέλη άλλων εθνοτικών ομάδων και σταδιακά μειωνόταν η χρήση της γλώσσας τους.
Όπως εξηγεί ο Μαντάβ Ποχαρέλ, επίτιμος καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Τριμπουβάν στο Κατμαντού, έχουν γίνει προσπάθειες να βρεθούν συνδέσεις της γλώσσας τους με άλλες, μα ήταν όλες ανεπιτυχείς. Γλωσσολόγοι θεωρούν πως πρόκειται για απόγονο μιας αρχαίας γλώσσας που μιλούσαν οι ιθαγενείς κάτοικοι των περιοχών κάτω από τα Ιμαλάια πριν την άφιξη των Ινδο- Άριων και των Θιβετιανών. «Μπορούμε να ιχνηλατήσουμε όλες τις άλλες γλωσσικές ομάδες στο Νεπάλ σε ανθρώπους που ήρθαν από το εξωτερικό του Νεπάλ» είπε ο Ποχαρέλ. «Η προέλευση της Κουσούντα είναι η μόνη που δεν ξέρουμε».
Πέρα από το αίνιγμα της προέλευσής της, η γλώσσα έχει και μια σειρά από σπάνια στοιχεία, όπως το ότι δεν υπάρχει κάποιο καθιερωμένο είδος…«αρνητισμού»: Δεν υπάρχει κάποιος καθιερωμένος τρόπος για μια αρνητική πρόταση- για την ακρίβεια η γλώσσα έχει πολύ λίγες λέξεις που υπονοούν κάτι αρνητικό. Αντ’αυτού, αυτό που κάνει είναι να δίνει το ακριβές νόημα: Αν θέλει κάποιος να πει για παράδειγμα «δεν θέλω τσάι», χρησιμοποιεί το ρήμα για το «πίνω» μα σε μια τροποποιημένη μορφή της που υποδεικνύει πολύ χαμηλή πιθανότητα- συνώνυμη με την επιθυμία του ομιλητή- σχετικά με την πόση τσαιού.
Η Κουσούντα επίσης δεν έχει λέξεις για συγκεκριμένες/ απόλυτες κατευθύνσεις, όπως δεξιά ή αριστερά, με τον ομιλητή να χρησιμοποιεί φράσεις όπως «σε αυτή την πλευρά» «σε εκείνη την πλευρά» αντ’αυτού.
Γλωσσολόγοι λένε πως η Κουσούντα δεν έχει τους αυστηρούς, άκαμπτους γραμματικούς κανόνες και δομές που συναντώνται στις περισσότερες γλώσσες: Είναι πιο ευέλικτη και οι φράσεις πρέπει να ερμηνεύονται σε σχέση με τον ομιλητή. Για παράδειγμα, οι ενέργειες δεν χωρίζονται σε παρελθόν και παρόν. Όταν λες «είδα ένα πουλί» συγκριτικά με το «θα δω ένα πουλί», αν μιλάς Κουσούντα μπορεί να υποδείξεις την πράξη του παρελθόντος περιγράφοντάς την σαν μια εμπειρία που σχετίζεται απευθείας με τον ομιλητή. Στο μεταξύ η μελλοντική πράξη θα παρέμενε γενική και δεν θα συσχετιζόταν με οποιοδήποτε θέμα.
Τα χαρακτηριστικά αυτά, ωστόσο, που κάνουν τόσο ενδιαφέροντα τη γλώσσα, είναι εν μέρει και αυτά που δυσκολεύουν την επιβίωσή της. Όπως λέει η Καμάλα Χάτρι, η ίδια δεν δίδαξε τη γλώσσα στα δικά της παιδιά. «Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να μάθουν Νεπάλι επειδή είναι χρήσιμα…οι άνθρωποι κορόιδευαν τη γλώσσα μας, έλεγαν ότι δεν ήταν φυσιολογική. Αυτοί που μιλούσαν Κουσούντα είχαν στίγμα. Μα τώρα λυπάμαι που δεν μπορώ να συζητήσω με τα παιδιά μου στη γλώσσα μας».