Ο βραβευμένος δημοσιογράφος των «Financial Times» μιλά αποκλειστικά στη LiFO με αφορμή το νέο ντοκιμαντέρ του Netflix που βασίστηκε στο βιβλίο που έγραψε για το πολύκροτο σκάνδαλο Wirecard.
Το σκάνδαλο Wirecard είναι μια δαιδαλώδης ιστορία που περιέχει όλα τα στοιχεία ενός κατασκοπευτικού θρίλερ. Μια εταιρεία-βιτρίνα με πλασματικά κέρδη και εικονικές συναλλαγές, εμπλοκή των υπηρεσιών πληροφοριών αλλά και μαφιόζικες μέθοδοι, τζόγος και τρομοκρατικές οργανώσεις συνθέτουν το ιστορικό ενός απ’ τα μεγαλύτερα οικονομικά εγκλήματα όλων των εποχών.
Η Wirecard ήταν μια γερμανική εταιρεία με έδρα τη Βαυαρία και συνολικά 6.000 εργαζομένους, η οποία δραστηριοποιούνταν στην ψηφιακή διαδικασία πληρωμών. Ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες της έπαιρνε μικρές προμήθειες, με τις οποίες όμως κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλο πλούτο, έτσι ώστε να αντικαταστήσει την τράπεζα Commerzbank στο κλαμπ των 30 ισχυρότερων γερμανικών εταιρειών στον δείκτη DAX τον Σεπτέμβριο του 2018.
Το καλοκαίρι του 2020 η Wirecard κήρυξε πτώχευση και οι απώλειες ξεπερνούν τα 20 δισ. ευρώ. Όλοι πίστευαν ότι ήταν μια νόμιμη επιχείρηση, ενώ στην πραγματικότητα έκανε ξέπλυμα μαύρου χρήματος για κακοποιούς.
Ο διευθύνων σύμβουλος Markus Braun συνελήφθη με την κατηγορία της χειραγώγησης της αγοράς, ενώ ο Chief Operating Officer Jan Marsalek διέφυγε στη Ρωσία. Μια πολύκροτη υπόθεση στην οποία ενεπλάκη ο πρώην υπουργός Οικονομικών και σημερινός καγκελάριος της Γερμανίας Όλαφ Σολτς, αλλά και ο προκάτοχός του στο υπουργείο, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Μήπως οι ψηφιακές πληρωμές ήταν μόνο η βιτρίνα και η Wirecard ήταν εν τέλει μια κοινή εγκληματική οργάνωση με κέρδη από παράνομες δραστηριότητες; Δεν είναι τυχαίο ότι η ιστορία αυτή είχε απασχολήσει και τη γερμανική Βουλή, ενώ στην αρμόδια εξεταστική επιτροπή είχε κληθεί να καταθέσει και η πρώην καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ.
Όταν η Wirecard κατέρρευσε, το Netflix διέκρινε αμέσως τις κινηματογραφικές δυνατότητες αυτής της ιστορίας, με τους σκληροτράχηλους δημοσιογράφους που αγωνίζονται για την αλήθεια, τα εταιρικά βρόμικα κόλπα, τους θεσμούς μιας χώρας να παρατάσσονται σταδιακά εναντίον μας αλλά και τη συμμετοχή διεθνών κατασκόπων.
Για να αποκαλυφθεί το απίστευτο σκάνδαλο της Wirecard και η απάτη πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ χρειάστηκε μια πολυετής έρευνα στην οποία ηγήθηκε ο ρεπόρτερ των «Financial Times» Dan McCrum. Ο ίδιος αφηγήθηκε όλες τις λεπτομέρειες αυτής της φοβερής υπόθεσης στο βιβλίο του «Money Men: A Hot Startup, A Billion Dollar Fraud, A Fight for the Truth», το οποίο αυτές τις μέρες προβάλλεται με τη μορφή ντοκιμαντέρ στο Netflix.
Όταν του έστειλα μήνυμα για να του προτείνω αυτή τη συνέντευξη, για τη γιγάντια εταιρεία τεχνολογίας που εκτοξεύθηκε ως μετεωρίτης και διαλύθηκε μέσα σε λίγες μέρες, σκέφτηκα ότι κάπως έτσι άρχισε να ξεδιπλώνεται αυτό το τεράστιο οικονομικό σκάνδαλο. Όλα ξεκίνησαν μ’ ένα τηλεφώνημα που δέχθηκε στο γραφείο του και στο οποίο μια πηγή τον πληροφορούσε για τις υποψίες της ότι κάτι βρομάει με τη Wirecard.
Όταν μιλήσαμε, ο γνωστός δημοσιογράφος βρισκόταν στο γραφείο του, στα νέα κτίρια της βρετανικής εφημερίδας στο Λονδίνο. Από την αρχή της συνομιλίας μας διακρίνω μια πολύ ευγενική προσωπικότητα με λόγο άμεσο και κατανοητό. Είναι ευδιάθετος, έχει ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ και διεισδυτική σκέψη. Σχολιάζω ότι τα γυαλιά που φοράει θυμίζουν τους διανοούμενους που πρωταγωνιστούν στις ταινίες του Γούντι Άλεν. Γελάει. Μιλά με ηρεμία, ακούει με προσοχή ό,τι του λες και απαντά στις ερωτήσεις μου με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Άραγε, πώς προέκυψε η πρόταση του Netflix προκειμένου να γίνει το βιβλίο του ντοκιμαντέρ; «Όταν η Wirecard κατέρρευσε, το Netflix διέκρινε αμέσως τις κινηματογραφικές δυνατότητες αυτής της ιστορίας, με τους σκληροτράχηλους δημοσιογράφους που αγωνίζονται για την αλήθεια, τα εταιρικά βρόμικα κόλπα, τους θεσμούς μιας χώρας να παρατάσσονται σταδιακά εναντίον μας αλλά και τη συμμετοχή διεθνών κατασκόπων. Όλο αυτό το υλικό αποτέλεσε μια εξαιρετική και ενδιαφέρουσα ιστορία για το ευρύ κοινό του Netflix», απαντά.
Για τον ίδιο, αυτό το σκάνδαλο είναι η «ιστορία της ζωής του», αλλά δεν ξεχνά να πει ότι στη διαλεύκανση της υπόθεσης ήταν πολύτιμη η συνεισφορά του τότε αφεντικού του Paul Murphy, επικεφαλής του ερευνητικού τμήματος των FT αλλά και της Stefania Palma, δημοσιογράφου της εφημερίδας με έδρα τη Σιγκαπούρη.
Σήμερα, κάνοντας έναν απολογισμό θα πει: «Η εξαετής έρευνά μας για τη Wirecard, που χαιρετίστηκε ως το εντυπωσιακό success story-απάντηση της Γερμανίας στη Silicon Valley, οδήγησε στην κατάρρευση του χρηματοοικονομικού τομέα των 24 δισεκατομμυρίων ευρώ και μεταμόρφωσε πλήρως τη γερμανική χρηματοπιστωτική βιομηχανία. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι η χώρα αναζητούσε έναν μεγάλο παγκόσμιο ψηφιακό πρωταθλητή και η Wirecard παρουσιαζόταν ως το γερμανικό Paypal
Πράγματι, η δουλειά του χαρακτηρίστηκε ως η οικονομική έρευνα της δεκαετίας, αφού παρουσίασε στοιχεία αρκετό καιρό πριν αντιληφθούν όλοι τι συνέβαινε και αποκάλυψε ότι ένα σημαντικό μέρος της επιχείρησης της Wirecard ήταν ψεύτικο. Η έρευνά του ήταν γεμάτη εμπόδια, αντιξοότητες και δυσκολίες. Βρέθηκε αντιμέτωπος με υψηλόβαθμα στελέχη των μυστικών υπηρεσιών, με νομικές απειλές από ισχυρές ομάδες δικηγόρων, με κατηγορίες εναντίον του για εγκληματική δράση, με υποκλοπές, διαδικτυακό hacking, παρακολουθήσεις αλλά και με μια συντονισμένη διαδικτυακή καμπάνια συκοφαντικής δυσφήμισης.
Ανασύροντας όλα αυτά στο μυαλό του επισημαίνει: «Όταν οι Γερμανοί εισαγγελείς ξεκίνησαν τελικά την ποινική έρευνα επειδή έγραψα μια ιστορία σε μια εφημερίδα, νόμιζα ότι ο κόσμος είχε τρελαθεί. Πρακτικά, η Wirecard είχε χάκερ που προσπαθούσαν να εισβάλουν στα συστήματά μας και δεκάδες ιδιωτικούς ντετέκτιβ που ακολουθούσαν τους ανθρώπους γύρω μας, οπότε έπρεπε να λάβουμε ακραίες προφυλάξεις για να προστατεύσουμε τις πηγές μας.
Παρά τις διαρκείς απειλές και την εκστρατεία δυσφήμισης, πιστεύω ότι το μεγαλύτερο λάθος της Wirecard ήταν στην πραγματικότητα ότι κατηγόρησε εμένα ως εγκληματία και τους “Financial Times” για διαφθορά. Όπως αντιλαμβάνεσαι, αυτό σήμαινε αυτομάτως ότι δεν θα μπορούσαμε να σταματήσουμε μέχρι να καθαρίσουμε το όνομά μας».
Και προσθέτει: «Δυσκολεύομαι πολύ ακόμη και σήμερα να εξηγήσω λογικά τη συνεχιζόμενη απροθυμία των γερμανικών αρχών να ερευνήσουν τη Wirecard μέχρι την ημέρα που κατέρρευσε». Τι αποκόμισε απ’ όλη αυτήν την ιστορία και ποιο ήταν το μεγάλο μάθημα που πήρε; «Νομίζω πως το βασικότερο μάθημα όλων είναι ότι η αλήθεια είναι βέβαιο πως κερδίζει στο τέλος. Επίσης, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξεις γνώμη όταν διακυβεύονται χρήματα».
Πόσο σημαντικό ήταν για αυτόν ότι όχι μόνο τον πίστεψε αλλά και τον υποστήριξε η εφημερίδα του; Επιπλέον, φοβήθηκε για τη σωματική του ακεραιότητα αλλά και για την τύχη της οικογένειάς του; Χωρίς δισταγμό, περιγράφει: «Το γνωρίζεις καλά ως συνάδελφος ότι είναι αδύνατο να κάνεις σκληρή δημοσιογραφία χωρίς μια σταθερή ομάδα από εκλεκτούς συντάκτες ή συνεργάτες. Κι εγώ είχα την ευκαιρία να έχω μαζί μου μερικούς απ’ τους καλύτερους.
Δεν σου κρύβω ότι κατά καιρούς όλο αυτό γίνονταν ολοένα και πιο τρομακτικό είτε για μένα είτε για την οικογένειά μου. Όχι ως ευθεία απειλή, αλλά με τις σκοτεινές σκέψεις που πλημμύριζαν το μυαλό μου και με την αίσθηση του φόβου που με καταδίωκε σε μερικές ήσυχες στιγμές. Για παράδειγμα, σκεφτόμουν ξαφνικά ότι εκεί έξω υπήρχαν αρκετοί γκάνγκστερ, άπληστοι και διεφθαρμένοι τύποι, μισθοφόροι και κατάσκοποι, οι οποίοι εξαιτίας της έρευνάς μας είχαν πολλά να χάσουν. Κι αυτό πώς είναι δυνατόν να μη σε τρομάζει;».
Το κουβάρι της ιστορίας ξετυλίγονταν σταδιακά, αφού έπρεπε να έχουν διασταυρώσει καλά τις πληροφορίες που έβρισκαν. Χρειάστηκε να ταξιδέψει στο Ντουμπάι προκειμένου να ανακαλύψει ότι ένα βασικό υποκατάστημα της Wirecard δεν υπήρχε στον πραγματικό κόσμο.
Στη συνέχεια, νέες ενδείξεις βρέθηκαν στη Σιγκαπούρη και τις Φιλιππίνες. Είχε πλέον συνειδητοποιήσει μαζί με την ομάδα του ότι η Wirecard ήταν μια φούσκα. Μια κακόγουστη φάρσα που επινοούσε πελάτες, χειραγωγούσε τους ισολογισμούς των εταιρειών και πλαστογραφούσε έγγραφα.
Στο γραφείο του σπιτιού του έχει ακόμη κρεμασμένη την αφίσα που κυκλοφόρησε η γερμανική αστυνομία, ζητώντας πληροφορίες σχετικά με το πού βρίσκεται ο πρώην υποδιευθυντής της Wirecard, Jan Marsalek, ο οποίος τράπηκε σε φυγή λίγο μετά την κατάρρευση της εταιρείας. Τα 1,9 δισ. ευρώ που έλειπαν από τον ισολογισμό της Wirecard δεν βρέθηκαν πουθενά.
Το βράδυ της 19ης Ιουνίου 2020, σε ένα μικρό αυστριακό αεροδρόμιο που βρίσκεται 40 χιλιόμετρα από τη Βιέννη, ο Jan Marsalek, Chief Operating Officer της Wirecard από το 2010, επιβιβάζεται σε ένα ιδιωτικό αεροπλάνο με προορισμό το Μινσκ. Μιλάμε για έναν άνθρωπο που ήταν δικτυωμένος στον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών. Τα ίχνη του έκτοτε χάθηκαν. Ο Marsalek εξαφανίστηκε.
Για τη σύλληψή του εκδόθηκε διεθνές ένταλμα. Σήμερα, συμπεριλαμβάνεται στη λίστα με τους πιο καταζητούμενος φυγόδικους παγκοσμίως. Φημολογείται ότι μένει σε μια ιδιωτική και καλά φυλασσόμενη κατοικία κοντά στη Μόσχα.
Ρωτώ τον Dan McCrum αν τον ενόχλησε που ο Marsalek δραπέτευσε στη Μόσχα. «Το χρήμα σαγηνεύει. Και νομίζω ότι οι άνθρωποι έβλεπαν μάλλον αυτό που ήθελαν να δουν. Επομένως, η ανικανότητα της γερμανικής αστυνομίας, των ρυθμιστικών και εποπτικών αρχών και της δικαιοσύνης σε αυτές τις τελευταίες καταλυτικές στιγμές ήταν συγκλονιστική.
Είχαμε προειδοποιήσει εδώ και πολλούς μήνες τι είχε συμβεί και είχαν άπειρες μέρες προκειμένου να αντιληφθούν την επικείμενη κατάρρευση της Wirecard. Τελικά, η πραγματική αλήθεια για το ποιος βοήθησε τη Wirecard δραπέτευσε μαζί με τον Marsalek», υποστηρίζει με ένα αινιγματικό χαμόγελο.
Στο άκουσμα της είδησης που αφορούσε την πτώχευση της Wirecard, ο Βρετανός δημοσιογράφος φέρνει στον νου του μια ξεχωριστή εικόνα: «Ήμουν στην κουζίνα του σπιτιού μου. Έτρεχα σαν τρελός και επευφημούσα. Εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι το παιχνίδι τελείωσε. Τα καθάρματα είχαν πιαστεί κι εμείς τα είχαμε καταφέρει. Τότε, είπα στην κόρη μου, όταν με ρώτησε γιατί είχα μια τέτοια αντίδραση: “Γιατί οι κακοί θα πάνε φυλακή”».
Είναι αλήθεια ότι η αποφασιστικότητα, η επιμονή και η πίστη του στην αλήθεια συνέβαλαν σημαντικά στην εξιχνίαση της απάτης. Γι’ αυτό, το 2020 έλαβε το ύψιστο βραβείο ερευνητικής δημοσιογραφίας της Γερμανίας, ανακηρύχθηκε Δημοσιογράφος της Χρονιάς στα Βρετανικά Βραβεία ως αναγνώριση των πρωτοποριακών ρεπορτάζ του για τη Wirecard και του απονεμήθηκε επίσης το βραβείο Ludwig Erhard Prize for Economic Journalism και το Impact Award for Distinguished Financial Journalism από την Ένωση Χρηματοοικονομικών Συγγραφέων της Νέας Υόρκης.
Πιστεύει ότι οι εφημερίδες και η ερευνητική δημοσιογραφία έχουν μέλλον στην εποχή μας; Και τι συμβουλή θα έδινε σε έναν νέο δημοσιογράφο; «Το ελπίζω. Και νομίζω ότι θα υπάρχει πάντα μια αγορά η οποία θα ενδιαφέρεται για ιστορίες που θα εκθέτουν ανεπανόρθωτα τους διεφθαρμένους και τους ισχυρούς.
Τώρα, όσον αφορά τη συμβουλή: αυτό που θα πω είναι ότι εάν δεις ότι δεν έχεις στα χέρια σου κάποια ιστορία που να βγάζει νόημα, τότε κάνε μια άλλη ερώτηση μέχρι να λάβεις μια ουσιαστική απάντηση. Επίσης, μείνετε πιστοί στα σημειωματάριά σας. Για μένα, θα ήταν πολύ πιο εύκολο να γράψω το βιβλίο μου “Money Men” αν ακολουθούσα πάντα αυτήν τη συμβουλή», αφηγείται γελώντας.
Τον ρωτώ τι είναι αυτό που τον γοητεύει στη δημοσιογραφία και πότε συνειδητοποίησε ότι θα ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα. «Νομίζω από τότε που ήμουν paperboy στο τοπικό μαγαζί Τύπου των γονιών μου. Μοίραζα, δηλαδή, τις εφημερίδες στα σπίτια της γειτονιάς μου.
Τι με ελκύει στη δημοσιογραφία; Σε ποιον δεν αρέσει να ανακαλύπτει νέα πράγματα, ειδικά όταν κάποιος προσπαθεί να τα κρατήσει μυστικά; Επίσης, είναι ένας πολύ καλός τρόπος να σταματήσουμε τους μπάσταρδους και τα καθάρματα αυτού του κόσμου». Κλείνοντας τη συζήτησή μας τον ρωτώ τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή. Απαντά: «Αναμφίβολα, την οικογένεια»