Ήταν ένας από τους απεχθέστερους Serial Killers του περασμένου αιώνα. Ο Χασάπης του Ροστόφ σκότωσε και καταβρόχθισε 56 ανθρώπους. Στο τέλος κάποιοι ήθελαν να αγοράσουν τον εγκέφαλό του!
Το ημερολόγιο έγραφε 20 Νοεμβρίου του 1990, όταν ένας βαθύς αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα στήθη δεκάδων αστυνομικών… Τι δεκάδων; Εκατοντάδων! Εκείνη την ημέρα είχε συλληφθεί ένας από τους απεχθέστερους κατά συρροή δολοφόνους όλων των εποχών, ο αθλιότερος όλων στη Σοβιετική Ένωση!
Το όνομά του, Αντρέι Τσικατίλο, που πέρασε στα αιματογραμμένα βιβλία της εγκληματολογίας και ως ο Χασάπης του Ροστόφ και ο Κόκκινος Αντεροβγάτης.
Ο τότε 54χρονος δάσκαλος, είχε δολοφονήσει βάναυσα 56 ανθρώπιους!
Οι Αρχές της Σοβιετικής Ένωσης είχαν καταχωρήσει το έγκλημα στα ταμπού του κομουνιστικού καθεστώτος, θεωρώντας το ως καπιταλιστικό φαινόμενο. Η ιδεολογία ήταν πάνω από τη δημόσια ασφάλεια, πράγμα που σήμαινε ότι απαγορευόταν δημοσιεύσεις στον Τύπο ειδήσεων, που αφορούσαν εγκλήματα και κατά συρροή δολοφόνους. Έτσι οι κάτοικοι τουΡοστόφ έμειναν στο σκοτάδι, πως ένας διεστραμμένος φονιάς κυκλοφορούσε στην πόλη τους και στα περίχωρα και μακέλευε ανενόχλητος.
Η Αλλαγή του Γκορμπατσόφ και η Διαφάνεια, που ευαγγελίστηκε, οδήγησαν στο να ασκηθεί πίεση στην αστυνομία, ώστε να φθάσει στα ίχνη του φονιά. Ο Τσικατίλο σκότωνε αδιακρίτως: νεαρά αγόρια και κορίτσια, αλλά και ενήλικες γυναίκες· σε πολλά από τα θύματά του έκοβε και έτρωγε τα γεννητικά τους όργανα, αλλά και άλλα όργανα ή μέρη των σωμάτων τους!
Δύσκολα παιδικά χρόνια
Η ζωή ήταν πάντα δύσκολη στις ρωσικές πόλεις κι ακόμα πιο δύσκολη όταν γεννήθηκε ο Αντρέι Τσικατίλο το 1936 στο Γιαμπλοσνόγιε, ένα χωριό της Ουκρανίας. Η περιοχή χτυπημένη από το εκδικητικό μίσος του Στάλιν λιμοκτονούσε. Ο Αντρέι, ένα καταπιεσμένο παιδί, που έγινε μάρτυς εκατοντάδων βίαιων θανάτων στον τόπο του από τους εισβολείς Γερμανούς, πέρασε στην εφηβεία φορτωμένος ψυχολογικά και σεξουαλικά προβλήματα.
Η μητέρα του, διηγούνταν στον μικρό Αντρέι, πως ο μεγάλος του αδερφός είχε πέσει θύμα κανιβαλισμού, όταν πέθανε σε ηλικία δέκα χρονών. Μεγαλώνοντας ο Αντρέι με στερήσεις και κακουχίες, έμελλε να ζήσει κάτι ψυχοφθόρο: τον χλευασμό του πατέρα του από τους γείτονες γιατί στον πόλεμο με τους Ναζί είχε συλληφθεί αιχμάλωτος, παρά τις απαγορεύσεις του Στάλιν να μην παραδίδονται οι Σοβιετικοί.
Ο Τσικατίλο, ενήλικος πλέον γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Ροστόφ το 1964, μελετώντας ρωσική λογοτεχνία και γλώσσα και πήρε το πτυχίο του το 1970. Ο Τσικατίλο διορίστηκε ως δάσκαλος ρωσικής γλώσσας και παγκόσμιας λογοτεχνίας στο Νοβοσακτίνσκ. Λέγεται ότι ο Τσικατίλο ήταν αρκετά ανεπαρκής ως δάσκαλος. Σπάνια κατάφερνε να κρατήσει την τάξη του πειθαρχημένη, και τακτικά έπεφτε θύμα κοροϊδίας από τους μαθητές του. Το μέλλον του επιφύλασσε όμως μια άλλη ανατριχιαστική ιδιότητα: Ο Χασάπης του Ροστόφ!
Το αίμα τον διέγειρε
Πρώτο θύμα του 42χρονου ουκρανού καθηγητή ήταν η 9χρονη Γιελένα Ζακοτνόβα, την οποία δελέασε – όπως έγινε αργότερα γνωστό – με μια τσίχλα. Την οδήγησε σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι και προσπάθησε να την κακοποιήσει, αλλά απέτυχε. Ο Τσικατίλο ήταν σεξουαλικά ανίκανος. Μαχαίρωσε το κοριτσάκι στα γεννητικά όργανα, το οποίο πέθανε από αιμορραγία. Το άψυχο κορμί της κατέληξε σε ποτάμι.
Μέχρι το 1990, ο Τσικατίλο, σκότωσε 56 φορές. Οι ηλικίες των θυμάτων του κυμαίνονταν μεταξύ 9 και 44 ετών, ενώ το φύλο τους διέφερε. Αναζητούσε μικρόσωμα θύματα ώστε να μπορεί να τα ακινητοποιήσει. Αγαπημένο του τρόπαιο ήταν η μήτρα των γυναικών, για την οποία είχε δηλώσει: «Μου αρέσει να τη μασάω. Είναι ροζ και μαλακή». Ο Τσικατίλο επιδιδόταν σε κανιβαλισμό των θυμάτων του, καταβροχθίζοντας τα γεννητικά όργανα, αφαιρώντας μέλη του σώματος, κυρίως μύτες, μάτια, γλώσσες και ερωτοτροπούσε με τις σορούς τους.
Στην εντατική προσπάθειά τους να τον συλλάβουν οι σοβιετικές αρχές, τοποθέτησαν αστυνομικούς με πολιτικά σε απομακρυσμένα ύποπτα μέρη και σε σταθμούς συγκοινωνιών· σε ένα τέτοιο περιστατικό έπεσε στα χέρια τους ο Τσικατίλο.
Πρώτη σύλληψη
Ήταν φθινόπωρο του 1984, όταν αστυνομικοί που περιπολούσαν σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, εντόπισαν έναν άνδρα περίεργο που προσπαθούσε να έρθει σε επαφή με άτομα νεαρής ηλικίας· τον συνέλαβαν και τον ανέκριναν – αποδίδοντάς του μικροκλοπή – και όταν κατάλαβαν ότι μάλλον είχαν στα χέρια τους τον άνθρωπο που κυνηγούσαν, τον υπέβαλλαν σε ιατρικές εξετάσεις. Τότε, η μοίρα έπαιξε το τραγικό παιχνίδι της για τα επόμενα θύματα και χαμογέλασε στον δολοφόνο τους: η ομάδα αίματός του δεν ταίριαζε με τον τύπο του σπέρματος που είχε συλλεχθεί από τα θύματα και αφέθηκε ελεύθερος. Εξάλλου, ο Τσικατίλο είχε πολλά άλοθι που δεν επέτρεπαν να τον κρατήσουν περισσότερο: ήταν παντρεμένος, παππούς και – το κυριότερο – ήταν μέλος του Κόμματος!
Και το μακελειό συνεχίστηκε με ακόμα δυο κατακρεουργημένες γυναίκες. Στην υπόθεση μπήκαν και η μυστική αστυνομία και εκατοντάδες άντρες με πολιτικά που περιπολούσαν διακριτικά σε δάση, ερημιές και στάσεις λεωφορείων. Παρά το εντατικό ανθρωποκυνηγητό, ο Τσικατίλο συνέχιζε τη δράση του. Όμως όλα κάποτε τελειώνουν.
Του φάνηκε ύποπτος…
Στις 6 Νοεμβρίου του 1990, ο Τσικατίλο εντοπίστηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό Ντονλέσκοζ με αίμα στα ρούχα και τα παπούτσια και μια κόκκινη κηλίδα στο πρόσωπο. Αστυνομικός, που παρακολουθούσε τους ταξιδιώτες, τον είδε και του φάνηκε ύποπτος αλλά δεν τον συνέλαβε. Όταν λίγο αργότερα, όμως, εντοπίστηκε το πτώμα της 22χρονης Σβετλάνα Κορόστικ, οι αστυνομικοί αναγνώρισαν το όνομα του Τσικατίλο στις αναφορές τους, από την προηγούμενη σύλληψή του και τον παρακολούθησαν επί έξι μέρες. Τελικά τον συνέλαβαν και βρήκαν αμέσως στοιχεία που τον συνέδεαν με τις φρικιαστικές δολοφονίες.
Το παράδοξο της ομάδας αίματος του Τσικατίλο που δεν ταυτοποιούσε το σπέρμα του δολοφόνου λύθηκε: Ο Τσικατίλο αποδείχθηκε ότι ήταν μία από τις σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπων, που το αίμα και το σπέρμα τους παρουσίαζαν διαφορές!
Ο Τσιακτίλο αρνιόταν οποιοδήποτε έγκλημα του καταλογούσαν επί μέρες, μέχρι που τον επισκέφθηκε στο κελί του ψυχίατρος, που είχε συνθέσει το αρχικό του προφίλ και «ήθελε να μελετήσει επιστημονικά το μυαλό ενός δολοφόνου». Κολακευμένος ο Τσικατίλο, άρχισε να περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τους φόνους και οδήγησε την αστυνομία σε πτώματα που δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμη. Ισχυρίστηκε ότι είχε διαπράξει 56 δολοφονίες, αν και μόνο 53 ήταν δυνατόν να επαληθευτούν.
Ξεγυμνωνόταν στο δικαστήριο
Η δίκη του Τσικατίλο άρχισε στις 14 Απριλίου του 1992. Ο κατηγορούμενος ήταν κλεισμένος σε ειδικά κατασκευασμένο κλουβί για να προστατευτεί από τις επιθέσεις του εξαγριωμένου πλήθους. Ο δράστης προσπάθησε να παρουσιάσει τον εαυτό του σαν τρελό, ελπίζοντας να καταλήξει σε ψυχιατρική κλινική.
Προσποιούνταν ότι πάθαινε κρίσεις, ξεγυμνωνόταν μέσα στο δικαστήριο και μιλούσε ασυνάρτητα. Υποστήριξε ότι η φύση είχε κλέψει τα γεννητικά του όργανα και κατηγόρησε τον Στάλιν για την πείνα που οδήγησε στον κανιβαλισμό. Ο Αμερικανός καθηγητής εγκληματολογίας, Τζακ Λέβιν, είχε υποστηρίξει ότι ήταν περισσότερο κακός παρά τρελός. Αντίθετα ο συνταγματάρχης Βίκτορ Μπουράκοφ, που είχε ερευνήσει την υπόθεση, υποστήριξε ότι ο Τσικατίλο ήταν βαριά άρρωστος και δεν είχε επίγνωση του τι έκανε. Ο στυγερός ανθρωποφάγος δολοφόνος καταδικάστηκε σε θάνατο και στις 14 Φεβρουαρίου του 1994 εκτελέστηκε με μία σφαίρα στο κεφάλι.
Λέγεται ότι οι τελευταίες λέξεις του ήταν: «Μη μου χαλάσετε τον εγκέφαλο, οι Ιάπωνες θέλουν να τον αγοράσουν»… Πράγματι, όπως έγινε γωστό αργότερα πολλά πανεπιστημιακά ιδρύματα είχαν εκφράσει την επιθυμία να αγοράσουν εγκέφαλο του Τσικατίλο, για να τον μελετήσουν και να τον υποβάλουν σε μικροσκοπική εξέταση, πληρώνοντας μεγάλα ποσά
Το 1995 γυρίστηκε τηλεταινία με τίτλο «Citizen X» και αφορούσε τη ζωή του Τσικατίλο, με πρωταγωνιστές τον Στίβεν Ρία και τον Ντόναλντ Σάδερλαντ. Το 1999 δημοσίευμα του περιοδικού Newsweek έκανε αναφορά στο Ροστόφ, κατονομάζοντας την ρωσική πόλη ως την παγκόσμια πρωτεύουσα των κατά συρροή εγκληματιών. Από το 1989, είχαν συλληφθεί στο Ροστόφ 29 κατά συρροή δολοφόνοι και βιαστές!