Το φιλόδοξο πρόγραμμα θα βασιστεί εν μέρει στην έρευνα που έχουν ήδη κάνει οι τρεις εταίροι στο πεδίο των τεχνολογιών αιχμής
Η Ιαπωνία θα συνεργαστεί με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιταλία για την ανάπτυξη μαχητικού αεροσκάφους επόμενης γενιάς ως το 2035, ανακοίνωσαν σήμερα οι κυβερνήσεις των τριών χωρών, καθώς το αρχιπέλαγος επιδιώκει να ενισχύσει την άμυνά του με φόντο το τεταμένο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Τόκιο, Λονδίνο και Ρώμη αποδύονται σε «φιλόδοξο εγχείρημα για την ανάπτυξη μαχητικού αεροσκάφους επόμενης γενιάς», πρόγραμμα που βάφτισαν GCAP (Global Combat Air Programme), διευκρίνισαν οι τρεις κυβερνήσεις.
Η συνεργασία τους, που αναμένεται να βασιστεί εν μέρει στην έρευνα που έχουν ήδη κάνει οι τρεις εταίροι στο πεδίο των τεχνολογιών αιχμής, ιδίως στα αεροσκάφη χωρίς χειριστές, σηματοδοτεί την πρώτη φορά που η Ιαπωνία επιλέγει ευρωπαίους εταίρους για την ανάπτυξη μαχητικού αεροσκάφους.
Οι λεπτομέρειες, ειδικά το κόστος του σχεδίου, δεν έχουν ακόμη οριστικοποιηθεί, επισήμανε αξιωματούχος του ιαπωνικού υπουργείου Άμυνας, ο οποίος διευκρίνισε ότι η παραγωγή αναμένεται να αρχίσει το 2030 ή το 2031 ώστε το αεροσκάφος να μπορεί να αναπτυχθεί μέχρι το 2035.
«Οι ΗΠΑ έχουν το F-35, η Ευρώπη έχει το Eurofighter. Ασφαλώς θα επιδιώξουμε να αναπτύξουμε αεροσκάφη που θα ξεπερνούν τις δυνατότητες αυτών των μοντέλων», πρόσθεσε ο αξιωματούχος.
Η ιαπωνική Mitsubishi Heavy Industries, η βρετανική BAE Systems και η ιταλική Leonardo αναμένεται να είναι οι τρεις βιομηχανίες στην καρδιά του προγράμματος, σύμφωνα με τις πηγές της ιαπωνικής οικονομικής εφημερίδας Nikkei.
«Είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε την ελεύθερη, ανοικτή και βασισμένη σε κανόνες διεθνή τάξη» και αυτό «είναι σημαντικότερο παρά ποτέ σε μια περίοδο που οι αρχές τίθενται υπό αμφισβήτηση και οι απειλές και οι επιθέσεις αυξάνονται», αναφέρουν οι τρεις κυβερνήσεις στην κοινή ανακοίνωσή τους. «Με δεδομένο ότι είναι κρίσιμο να προασπίσουμε τη δημοκρατία μας, την οικονομία μας και την ασφάλειά μας και να προστατεύσουμε την περιφερειακή σταθερότητα, έχουμε ανάγκη ισχυρές εταιρικές σχέσεις ως προς την άμυνα και την ασφάλεια» ώστε να αποκτηθεί «αξιόπιστη δύναμη αποτροπής».
«Διαλειτουργικότητα»
Η Ιαπωνία, η αμυντική στρατηγική της οποίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ, τον βασικό σύμμαχό της, επιδιώκει να αυξήσει δραστικά τις δυνατότητές της στον τομέα, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τις μεγεθυνόμενες απειλές στην περιοχή της, από τη Βόρεια Κορέα ως την Κίνα, περνώντας από τη Ρωσία.
Το Τόκιο ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα ότι θα αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά 56% την περίοδο 2023-2027 σε σύγκριση με την προηγούμενη πενταετία και να αυξήσει τον αμυντικό προϋπολογισμό της στο 2% του ΑΕΠ ως το 2027, από 1% το μέγιστο ως τώρα.
Ο στόχος αυτός είναι το λιγότερο αμφιλεγόμενος, σε μια χώρα όπου το Σύνταγμα του 1947 προτάσσει την διατήρηση της ειρήνης, περιορίζει σημαντικά τα μέσα και τις αποστολές που μπορούν να αναλαμβάνουν οι «Δυνάμεις Εθνικής Άμυνας» (ο ιαπωνικός στρατός). Ιαπωνία, ΗΒ και Ιταλία τονίζουν πως το πρόγραμμα GCAP έχει σχεδιαστεί ώστε να αποτελεί βάση συνεργασίας με άλλες χώρες, επιμένοντας στην ανακοίνωσή τους στην «μελλοντική διαλειτουργικότητα με τις ΗΠΑ, με το NATO και με τους εταίρους μας στην Ευρώπη, στον Ινδο-Ειρηνικό και σε όλο τον κόσμο».
«Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν τη συνεργασία ως προς την ασφάλεια και την άμυνα ανάμεσα στην Ιαπωνία και εταίρους που μοιράζονται τις ίδιες αξίες (…) για την ανάπτυξη του μελλοντικού μαχητικού αεροσκάφους της», αναφέρει παράλληλα κοινή ανακοίνωση των υπουργείων Άμυνας στο Τόκιο και στην Ουάσιγκτον. Οι δυο χώρες συζητούν ιδίως για τα «αυτόνομα συστήματα», που μπορεί να είναι συμπληρωματικά του ιαπωνικού μαχητικού αεροσκάφους επόμενης γενιάς και συμφώνησαν να αρχίσουν «απτή συνεργασία κατά τη διάρκεια της επόμενης χρονιάς», που θα επιτρέψει να δοθούν «κοινές απαντήσεις σε μελλοντικές απειλές» στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση.
Το μελλοντικό μαχητικό αεροσκάφος θεωρείται πως θα διαδεχθεί το ιαπωνικό Mitsubishi F-2 (ιαπωνική εκδοχή του F-16), που κατασκευάζουν από κοινού η ιαπωνική βιομηχανία και η Lockheed Martin και τέθηκε σε υπηρεσία το 2000. Η ανάπτυξή του αναμένεται να αξιοποιήσει στοιχεία του βρετανικού σχεδίου για το μαχητικό επόμενης γενιάς, του Tempest, το πρώτο πρωτότυπο του οποίου αναμένεται να παρουσιαστεί «μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια».
Πρόσφατα υπογράφτηκε συμφωνία ανάμεσα στη γαλλική Dassault και στην ευρωπαϊκή Airbus για να δοθεί νέα ώθηση στο δαπανηρό και εξαιρετικά περίπλοκο πρόγραμμα για την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού μαχητικού επόμενης γενιάς, του SCAF, που άρχισε το 2017 και υποτίθεται πως θα αντικαταστήσει με ορίζοντα το 2040 τα γαλλικά Rafale και τα γερμανικά και ισπανικά Eurofighter.