Η δυναστεία των Σελευκιδών είχε ιδρυθεί το 305 π.Χ. από τον Σέλευκο Α’ Νικάτορα, στρατηγό και διάδοχο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και καταλάμβανε σε γενικές γραμμές τη γεωγραφική περιοχή που σήμερα αποκαλούμε Μέση Ανατολή. Ένας από τους επιγόνους του, ο Αντίοχος Δ’ ο Επιφανής (175-163 π.Χ.), φανατικός λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και θέλησε να επιβάλει με τη βία τον ελληνικό τρόπο ζωής και την εθνική θρησκεία στους Ιουδαίους. Βεβήλωσε το Ναό με την τοποθέτηση βωμού του Ολυμπίου Διός και την τέλεση θυσίας από τον ίδιο το 168 π.Χ. Οι Ιουδαίοι αντέδρασαν και με επικεφαλής την οικογένεια των Μακκαβαίων ή Ασμοναίων, κατόρθωσαν να ανακαταλάβουν την Ιερουσαλήμ το 162 π.Χ. και να εξαγνίσουν το Ναό από το μίασμα της ειδωλολατρίας.
Σύμφωνα με την παράδοση, όταν επέστρεψαν στο Ναό βρήκαν μόνο ένα μπουκαλάκι με ελαιόλαδο που δεν είχε σπάσει για να ανάψουν το λυχνάρι του ναού, τη μενορά. Το λάδι έφτανε για μία ημέρα μόνο κι όμως διάρκεσε οχτώ ημέρες, όσο χρειάστηκε για να φτιάξουν καινούριο λάδι και να το φέρουν από την Ιερουσαλήμ. Αυτό το συμβάν αποτέλεσε την αφορμή για την παράδοση να ανάβονται κεριά στη γιορτή του Χανουκά. Το πρώτο βράδυ της Χανουκά ανάβεται ένα κερί και κάθε ημέρα προστίθεται από ένα μέχρι που το όγδοο βράδυ είναι αναμμένα και τα οχτώ κεριά της μενορά. Τα κεριά πρέπει να ανάβονται αμέσως μόλις σκοτεινιάσει, μετά την εσπερινή προσευχή.
Η Χανουκά άρχισε να διαδίδεται από τη δεκαετία του ’70, μέσω των Αμερικανοεβραίων, οι οποίοι θέλοντας να προσαρμοστούν στον αμερικάνικο τρόπο ζωής, επέλεξαν τη γιορτή αυτή που βρίσκεται κοντά στα Χριστούγεννα. Τα φαγητά των ημερών είναι βασισμένα στο λάδι και ξεχωρίζουν οι λουκουμάδες (sufganiyah) και οι πατατοκροκέτες (latkes). Τα παιδιά διασκεδάζουν με μία σβούρα που λέγεται ντρέντλ ή σεβιβόν και δέχονται σοκολατένια νομίσματα (hanukkah gelt) από τους μεγαλύτερους.
© SanSimera.gr