Γιατί ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει τον κόσμο

54

Σε αυτό το ερώτημα απαντά το βιβλίο του του δημοσιογράφου και συγγραφέα Σταύρου Λυγερού, που συνυπογράφει με τον δρα Σωτήρη Δημόπουλο

Γιατί οδηγήθηκε η αντιπαράθεση της Μόσχας με το Κίεβο –ουσιαστικά με τη Δύση σχεδόν στο σύνολό της– στον πολύμηνο αιματηρό πόλεμο; Πώς μπορεί να λήξει αυτή η σύγκρουση και ποια θα είναι η επόμενη ημέρα όχι μόνον για τους εμπόλεμους, αλλά και για ολόκληρο τον Κόσμο; Σε αυτά τα καίρια ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει το βιβλίο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Σταύρου Λυγερού “Γιατί ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει τον Κόσμο – Οι περίπλοκες σχέσεις Ουκρανών-Ρώσων στην Ιστορία”, που συνυπογράφει με τον δρα Σωτήρη Δημόπουλο.

Το βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, στην πραγματικότητα είναι δύο διακριτά βιβλία σε συσκευασία ενός. Ο μεν Σταύρος Λυγερός πραγματεύεται, με την γνωστή του ευρυμάθεια και διεισδυτικότητα, το υπόβαθρο της σύγκρουσης. Εκκινώντας από την περίοδο της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης, όταν ο Γκορμπατσώφ δεχόταν τις πρόθυμες, αλλά υποκριτικές όπως αποδείχθηκε, υποσχέσεις των δυτικών για την μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς.

Συνεχίζει, αναδεικνύοντας τα κομβικά γεγονότα, τα οποία οδήγησαν αντί στην επικράτηση της αμερικανικής αυτοκρατορίας, όπως επαγγέλλονταν οι οπαδοί της πιο επιθετικής παγκοσμιοποίησης, σε έναν πολυπολικό κόσμο. Νέες δυνάμεις αναδύθηκαν σε περιφερειακό επίπεδο, που αμφισβήτησαν την αμερικανική ηγεμονία. Την ίδια ώρα που η Ρωσία ξεπερνώντας, μέσω της εκμετάλλευσης των αστείρευτων ενεργειακών της πηγών, τον εφιάλτη της πρώτης μετασοβιετικής περιόδου Γιέλτσιν, διεκδικούσε και πάλι τα προνόμιά της στο “εγγύς εξωτερικό” αλλά και ενισχυμένες οικονομικές σχέσεις με την Ευρώπη.

Εκεί, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, παρεμβλήθη η Ουκρανία. Μια χώρα με διχασμένο ως προς την ταυτότητά του πληθυσμό, μεταξύ των φιλορωσικών ανατολικών και νότιων περιοχών και των αντιρωσικών-φιλοδυτικών δυτικών. Εκεί παίχτηκε το μεγάλο στοίχημα της Ουάσιγκτον. Πρώτη απόπειρα το 2004, με την “πορτοκαλί επανάσταση” και μετά το 2014 με την “επανάσταση” ή “πραξικόπημα” της Μαϊντάν.

Σύμφωνα με τον Σταύρο Λυγερό, η ανάδειξη της Ουκρανίας σε αιχμή του νατοϊκού δόρατος κατά της Ρωσίας έθεσε στη Μόσχα το υπαρξιακό δίλημμα ή να αποδεχθεί τη νέα πραγματικότητα που διαμόρφωνε η πρόσδεση της Ουκρανίας στη Δύση ή να αντιδράσει. Για το αμερικανικό κατεστημένο και οι δύο επιλογές θα ήταν κέρδος. Στην πρώτη περίπτωση είναι προφανές γιατί. Εάν πάλι η Ρωσία αντιδρούσε στρατιωτικά, όπως και έπραξε, η αποκοπή της Ευρώπης από τη Ρωσία, κυρίως στο ενεργειακό πεδίο, καθίστατο μονόδρομος. Στη Δύση ήλπιζαν πως οι αυστηρές κυρώσεις θα γονάτιζαν τη ρωσική οικονομία, οδηγώντας το καθεστώς Πούτιν σε αποσταθεροποίηση και πιθανότατα την ίδια τη Ρωσία σε αποσύνθεση.

Η αμερικανική αυτή προσδοκία παραμέρισε και την μεγαλύτερη απειλή για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, που αντιπροσωπεύει η Κίνα. Ο Σταύρος Λυγερός θεωρεί ότι παρά τα προφανή αμερικανικά πολιτικά κέρδη από τη ρωσική εισβολή, ο πολέμος έχει και κόστος για την Ουάσιγκτον. Ο πόλεμος αλλάζει τον Κόσμο και μάλιστα κατά τρόπο που είναι σε βάρος των αμερικανών συμφερόντων. Η πολυπολικότητα όχι μόνον δεν θα επανέλθει σε αμερικανική μονοπολικότητα αλλά θα εδραιωθεί ακόμη περισσότερο, με πιο έντονα τον διαχωρισμό μεταξύ των διαφόρων πόλων. Επιπλέον, σε αυτόν το νέο κόσμο, η Ευρώπη, με τις πρόσφατες επιλογές της, μετατρέπεται σε παράρτημα της αμερικανικής πολιτικής, χάνοντας τις δυνατότητες αυτονομίας. Παράλληλα, η απώλεια της φθηνής ρωσικής ενέργειας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια την ευρωπαϊκή οικονομία σε συρρίκνωση.

Όσον αφορά την Ελλάδα, ο Σταύρος Λυγερός, ενώ συνηγορεί στην καταδίκη της ρωσικής εισβολής και στην εφαρμογή των δυτικών κυρώσεων, κάτι που γίνεται κατανοητό και από την ίδια τηΜόσχα, διαφωνεί με την σκληρή αντιρωσική ρητορική της κυβέρνησης, όπως και με την αποστολή οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία. Η Ελλάδα υφίσταται ευθεία απειλή από την Τουρκία και δεν έχει περιθώρια παραχώρησης οπλικών συστημάτων, εκτός από τις παρενέργειες που προκαλούν αυτά στις ελληνορωσικές σχέσεις, οι οποίες θα γίνουν ορατές στην μεταπολεμική περίοδο.

Σο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο Δρ Σωτήρης Δημόπουλος, ο οποίος έχει σπουδάσει διεθνείς σχέσεις στο Κίεβο, επιχειρεί να αναδείξει την περιπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των Ουκρανών και Ρώσων σε βάθος χιλιετίας, αλλά και τη διαφορετικότητα της ουκρανικής ταυτότητας ανά ουκρανική περιφέρεια. Πρόκειται για μια πρωτότυπη μελέτη, η οποία δίνει απαντήσεις σε πολλά ζητήματα, στα οποία επικρατεί σύγχυση, που επιτείνεται από τον επικοινωνιακό ορυμαγδό που βιώνουμε όλους αυτούς τους μήνες.

Ανάμεσα στα θέματα που πραγματεύεται είναι η δημιουργία της εθνικής ταυτότητας των ανατολικών Σλάβων, όταν από διεσπαρμένες φυλές συγκροτούν κράτη, με ενοποιητική ιδεολογία αυτή της Ορθοδοξίας. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει μια εξ αρχής αντίθεση δύο διακριτών εθνών, όπως κάποιοι υποστηρίζουν σήμερα, προφανώς για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Η διαφοροποίηση Ρώσων και Ουκρανών πραγματοποιείται πολύ αργότερα, ως αποτέλεσμα της ταταρομογγολικής εισβολής τον 13ο αιώνα, και της κατοχής του μεγαλύτερου τμήματος της σημερινής Ουκρανίας, όπως και της Λευκορωσίας, από το καθολικό πολωνολιθουανικό βασίλειο.

Όπως ξεκαθαρίζει μάλιστα ο Σωτήρης Δημόπουλος, κομβικό ήταν το γεγονός για την αντιρωσική στάση της δυτικής Ουκρανίας, η σύσταση της Ουνίας το 1596. Στις σελίδες του βιβλίου περιγράφεται, επίσης, η σημασία της κατάκτησης και του αποικισμού της λεγόμενης Νέας Ρωσίας, της σημερινής δηλαδή νότιας και ανατολικής Ουκρανίας, αλλά και της Κριμαίας, όπου άνθισαν πόλεις όπως η Οδησσός, η Μαριούπολη και η Σεβαστούπολη, με ιδιαίτερο ελληνικό χρώμα.

Ιδιαίτερη αξία έχουν επίσης οι αναφορές στις απαρχές της ουκρανικής ακροδεξιάς ιδεολογίας, ένα κεφάλαιο παντελώς άγνωστο στην Ελλάδα, αλλά και της δράσης της άκρας Δεξιάς κατά τον Μεσοπόλεμο στην Γαλικία, με τη υποστήριξη των γερμανικών υπηρεσιών. Μια σχέση που εκδηλώθηκε και κατά την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση, με την ενεργή δράση των φιλοναζιστικών ουκρανικών δυνάμεων. Τέλος, εξέχον ενδιαφέρον έχει η παρουσίαση των εκλογικών αναμετρήσεων της μετασοβιετικής Ουκρανίας, όπου τα ποσοστά και οι συσχετισμοί αποδεικνύουν αναμφισβήτητα το βαθύ διχασμό της χώρας.

Ανεξάρτητα αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με τα συμπεράσματα των συγγραφέων του βιβλίου το βέβαιο είναι ότι διαβάζοντάς το ο αναγνώστης θα βγει σίγουρα σοφότερος για ένα ζήτημα που μας απασχολεί και, δυστυχώς, θα συνεχίσει να μας απασχολεί για πολύ ακόμη.

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις