Ο 46χρονος Ιβάν Ταβρίν ξεκινώντας απο την εξαγορά της εταρείας υποδομών κινητής τηλεφωνίας Russian Towers, κατάφερε να χτίσει μια μικρή αυτοκρατορία, καθώς έχει επενδύσει τουλάχιστον 2,3 δισ. δολάρια σε εταιρείες τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένης της επιχείρησης αγγελιών Avito της Prosus NV και της διαδικτυακής πλατφόρμας προσλήψεων, HeadHunter Group.
Οι επιχειρηματικές κινήσεις
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η επιβολή κυρώσεων από τη Δύση οδήγησε μεγάλους πολεθνικούς ομίλους, όπως η Exxon Mobil και η McDonald’s να εγκαταλείψουν την Ρωσία. Ο Ταβρίν, σαν καλός παίχτης αγοράζει τις επιχειρηματικές μονάδες, καθώς οι παραδοσιακοί επιχειρηματίες αντιμετωπίζουν περιορισμούς.
«Βραχυπρόθεσμα φαίνεται ότι το επιχειρηματικό τοπίο ρωσοποιείται» εξηγεί στο Bloomberg, η αναλύτρια της βρετανικής συμβουλευτικής εταιρείας Sibyllin, Λιάνα Σέμτσουκ αλλά «δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι αυτοί οι επιχειρηματίες θα μπορέσουν να φτάσουν στο ίδιο επίπεδο πλούτου και ελευθερίας που υπήρχε πριν από τον πόλεμο» προσθέτει.
Η αγορά της Avito, ύψους 151 δισ. ρουβλίων (2,1 δισ. δολαρίων) τον Οκτώβριο, η οποία πριν τον πόλεμο είχε αποτιμηθεί στα 6 δισ. δολάρια, χρηματοδοτήθηκε από την ρωσική κρατική Rosselkhozbank JSC.
O ίδιος απέκτησε επίσης το 23% της HeadHunter Group τον περασμένο μήνα έναντι 147 εκατ. δολαρίων, με την Elbrus και την Goldman Sachs να παραμένουν στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας. Δεν έχουν στεφθεί όμως όλες οι κινήσεις του με επιτυχία, καθώς σύμφωνα με πηγές που επιθυμούν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, επιχείρησε να εξαγοράσει τα ρωσικά εστιατόρια της McDonald’s και την επιχείρηση ride-hailing της Yandex NV αλλά δεν τα κατάφερε.
H ρωσοποίηση του επιχειρηματικού τοπίου
Ο επιχειρηματίας δεν είναι φυσικά ο μόνος Ρώσος που αναζητά ευκαιρίες από τη φυγή των δυτικών επιχειρήσεων. Όμως ο αριθμός των ενδιαφερομένων είναι περιορισμένος λόγω της ρωσικής νομοθεσίας και των δυτικών κυρώσεων εναντίον Ρώσων ολιγαρχών. Ο Vladimir Potanin, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ρωσίας στον οποίο επιβλήθηκαν κυρώσεις από τις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο, αγόρασε την Rosbank PJSC από τη Societe Generale SA και ένα μερίδιο στην TCS Group Holding Plc από τον ιδρυτή Oleg Tinkov, ο οποίος είπε ότι αναγκάστηκε να πουλήσει αφού επέκρινε τον πόλεμο.
Αρκετές επιχειρήσεις έχουν πωληθεί σε ρωσικές κρατικές εταιρείες, μερικές φορές με ρήτρες εξαγοράς, ενώ πολλές είναι οι εταιρείες που δεν δημοσιοποίησαν τους όρους με τους οποίους έφυγαν.
Καθώς ο πόλεμος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, ακόμη και εταιρείες όπως η Volkswagen AG, η οποία διέκοψε την παραγωγή στο ρωσικό εργοστάσιό της μετά την εισβολή, επανεξετάζουν την παρουσία τους.
Η Sistema PJSFC του δισεκατομμυριούχου Vladimir Evtushenkov βρίσκεται σε συζητήσεις με τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία για να αγοράσει το εργοστάσιό της στην Καλούγκα, ανέφερε η Kommersant στις 6 Φεβρουαρίου, επικαλούμενη άγνωστα άτομα που συμμετείχαν στις συνομιλίες.
«Οι Ρώσοι επενδυτές βρίσκονται τόσο υπό πολιτική πίεση για να αγοράσουν τα περιουσιακά στοιχεία από τους αποχωρούντες επενδυτές όσο και πολλοί βλέπουν την ευκαιρία να αποκτήσουν περιουσιακά στοιχεία φθηνά», εξηγεί ο διευθύνων σύμβουλος της Macro-Advisory, Κρις Γουήφερ.