«Mαμά είναι οκέι, να μην σου αρέσει η Disneyland»

137

Στη Disneyland στο Παρίσι έχω πάει συνολικά πέντε φορές. Εύχομαι αυτή η πέμπτη να είναι και η τελευταία. Αν τυχόν, εκπρόσωπος της Disneyland μου χτυπήσει την πόρτα, θα πω «δώσαμε».

Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Την πρώτη φορά που την επισκέφθηκα, ήμουν μόλις 20 χρονών. Ταξίδεψα στο Παρίσι και σε λιγότερο από μια ώρα ήμουν στην παραμυθούπολη που έμοιαζε με μεγάλο λούνα παρκ. Τα δοκίμασα όλα ορεξάτη, ακόμα και τα πιο ριψοκίνδυνα. Προς το τέλος της ημέρας, βέβαια, εξαντλήθηκα με τις ατελείωτες ουρές αλλά η αναμονή άξιζε. Μπήκα και στο διάσημο τρενάκι «Big thunder Mountain» (τότε δεν είχα ακόμα αυχενικό), γελούσαμε νευρικά με την παρέα μου και η αδρεναλίνη χτύπαγε ταβάνι. Στο χωνευτήρι των αναμνήσεων, η παρθενική επίσκεψη άφησε ευχάριστη επίγευση.

Την δεύτερη φορά, πήγα με συναδέλφους σε δημοσιογραφική αποστολή. Μέναμε σε ξενοδοχείο μέσα στην Disneyland, στο Newport Bay Club με σκοπό να γράψουμε για την εμπειρία μας. Εκείνη τη φορά, η αισθητική της μου φάνηκε προκάτ. Σαν να έβλεπα την κακοραμμένη «φόδρα», σαν να πρόκειται για έναν κόσμο φτιαγμένο για να αρέσει με το «στανιό».

Κάτω από την στολή της Μίνι, ήταν σαν να έβλεπα την κουρασμένη υπάλληλο. Υπήρχε μια υπερβολή σε όλα, μια υπερχείλιση. Το μάτι, όχι μόνο χορταίνει αλλά μπουχτίζει με όλα αυτά τα μιλιούνια των γονιών που σέρνουν τα μασκαρεμένα τους παιδάκια καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες ποπ κορν και junk food. Ακόμα και σήμερα, όταν ανακαλώ αυτή την ανάμνηση, κλείνω αυτόματα τα μάτια σαν να μη θέλω να θυμάμαι.

Ωστόσο, τότε ήμουν ακόμα νέα, υπήρχε λαχτάρα και υπομονή. Μπήκα ξανά στο ατραξιόν “Small world” που είναι από τις πιο δημοφιλείς δραστηριότητες στη Disneyland και μέσα -ας πούμε- στην πεντάδα με αυτά που πρέπει να κάνεις. Καθίσαμε αναπαυτικά στις βαρκούλες (γιατί το όλο θέαμα είναι μέσα στο νερό) και άρχισε το ταξίδι με την χαρακτηριστική γλυκερή μουσική. Το παραμύθι έμοιαζε να ζωντάνευε καθώς περνούσαμε από όλες τις χώρες του κόσμου. Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό κυρίως με την εργασία που χρειάστηκε για να στηθεί όλο αυτό. Εντυπωσιακό. Με τούτα και με εκείνα, μπήκαμε και στον Πίτερ Πάν, ανεβήκαμε και στο μαγικό χαλί του Αλαντίν, ζήσαμε και με τις περιπέτειες του Ρατατούη με 3D γυαλιά. Οι μέρες πέρασαν.

Να σημειώσω ότι την τελευταία βραδιά, κάποιοι συνάδελφοι δημοσιογράφοι καταναλώσαν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και στην επιστροφή από το εστιατόριο, ένας έκανε εμετό πάνω στο άγαλμα του Μίκυ Μάους. Αηδιαστική λεπτομέρεια που, όμως, σφράγισε εκείνη την δεύτερη φόρα. Γύρισα και είπα ότι «Disneyland δεν θα ξαναπάω».

Ξαναπήγα. Χρόνια μετά. Είχα γίνει πια μαμά και το ένιωθα κάτι σαν «χρεός», σαν «καθήκον» μου να πάω το τρυφερούδι μου να δει όλα αυτά τα φτιαγμένα για να μαγεύουν τα παιδιά. Ο μικρός πλησίαζε τα 5, καλή ηλικία για να είναι πιο συνειδητός σε όλο αυτό το παιδικό πανηγύρι.

Εκείνη, ήταν η μοναδική φορά που είδα την Disneyland μέσα από τα δικά του μάτια. Θυμάμαι την έκπληξη και το δέος του μπροστά σε έναν πελώριο Buzz Lightyear και τις τσιρίδες χαράς του όταν κυκλοφορούσε ο ίδιος ντυμένος με στολή. Όταν, αργότερα, δε στην παρέλαση σταμάτησε μπροστά του ο Μίκυ Μάους και του χάιδεψε τα μαλλιά, είχε μείνει πραγματικά συγκλονισμένος και με το στόμα ορθάνοιχτο για ώρα. Το ζούσε και το ζούσα που το ζούσε. Σαν να μάζευα από κάτω τις σερπαντίνες της δικής του ευτυχίας.

Είδαμε και την παρέλαση των ηρώων της Disneyland (και ας φάγαμε κακό σπρωξίδι) και το βράδυ μείναμε στο show με τα πυροτεχνήματα που ομολογώ ότι πάντα είναι κάτι μαγικό και ίσως η μοναδική στιγμή που αξίζει η όλη ταλαιπωρία. Ναι, αυτά τα 15 λεπτά νιώθεις ότι όλα στο κόσμο είναι καλά και σε παρασέρνει η φαντασμαγορία.

Φυσικά, βγήκε κούραση και μπορώ να πω και αποστροφή με όλο αυτό το «λαό της Disneyland». Αλλά σε εκείνο το ταξίδι, λίγα πράγματα με ενόχλησαν. Χαλάλι και οι ουρές που ήταν σαν να βρισκόμασταν έξω από τα Harrods στις εκπτώσεις. Χαλάλι και οι φουσκάλες στα πόδια. Θυμάμαι, πάντα, τα μάτια του πλημμυρισμένα με δέος και ευτυχία. Δυο χρόνια μετά, η μπίλια ξανά κάθισε. Φευ, η τέταρτη φορά ήταν η χειρότερη. Ο μικρός είχε γίνει 7 χρονών, είχε ψηλώσει και αυτό μας δημιούργησε πρόβλημα.

Η Ντίσνευλαντ έχει ένα παράλογο «μέτρημα»: σου λέει, αν είσαι πάνω από 1.3Ο, μπαίνεις παντού και στα πιο «ενήλικα» attactions, όπως το περίφημο «Τοwer of terror». Είναι απορίας άξιο πώς για μια ολόκληρη Disneyland, δεν κάθισε μια ομάδα ικανών ψυχολόγων να δουν τι κόστος μπορεί να έχουν αυτές οι εμπειρίες στην παιδική ψυχή. Ναι, ο γιος μου επιτρεπόταν να τα δοκιμάσει όλα. Και εκεί ξεκίνησε το μεγάλο ντέρμπι. Ο «τολμηρός» μπαμπάς του άρχισε να τον παρακινεί να δοκιμάσει και τα πιο ριψοκίνδυνα, λες και έτσι θα «ανδρωνόταν»: σαν η Disneyland να ήταν η εισαγωγή για να καταταγεί μελλοντικά στους καταδρομείς. Ο δικός μου ρόλος ήταν να λέω τα «όχι», με τον μικρό να κλαίει γοερά και να έχουμε παιδική υστερία στις «ουρές του τρόμου».

Τελικά ενέδωσα. Δηλώνω αλλεργική στα παιδικά ντεσιμπέλ και τις τσίριδες. Το «Τower of terror» είναι εμπνευσμένο από την σειρά Twillight zone. Μια οικογένεια εξαφανίζεται κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες στο ασανσέρ και περνάει στην τέταρτη διάσταση. Η αίσθηση που έχεις, είναι σαν να σπάνε τα σκοινιά και να πέφτεις στο κενό.

Ό,τι και να πω είναι λίγο. Από τις πιο δυσάρεστες εμπειρίες στη ζωή μου. Μπορεί να μην έχω τρομάξει περισσότερο. Ένιωσα κυριολεκτικά το στομάχι μου να ανεβαίνει στον λαιμό μου. Ένα σάλτο -ευτυχώς όχι μορτάλε- αλλά σίγουρα από αυτά που σου κόβουν την ανάσα, τον βήχα και ό,τι σε «μαγκιά» διαθέτεις. Πράγματι, η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο. Αλλά ποιος θέλει αυτά τα κόκκινα; Εδώ πασχίζουμε να βρούμε κάτι να μας χαλαρώσει, ποιος ενήλικας θέλει συνειδητά να βάλει τον εαυτό του σ’ αυτόν τον ακραίο φόβο και να πάρει και το παιδάκι του μαζί;

Ο Φρόιντ τα έχει πει βέβαια: ο φόβος είναι μεσοτοιχία με την ευχαρίστηση για κάποιους, καθώς φαίνεται αυτοί οι τοίχοι είναι χάρτινοι. Δεν εξηγείται αλλιώς. Βγήκα σε χάλια κατάσταση, ο μικρός σε χειρότερη. Μισολιπόθυμος και χλωμός, τα είχε δει και αυτός «όλα». Μαμά και γιος ήταν σαν να είχαμε πάει όντως στην τέταρτη διάσταση, και γυρίσαμε. Αλλά πάντα στη Disneyland, θα υπάρχει κι ένας μπαμπάς με το «σύνδρομο του Πιτερ Παν» που θα «το ζει» σχεδόν με μεγαλύτερη ένταση και επιθυμία και από το ίδιο παιδί και θα το παρακινεί να προχωρήσει και να κάνει όσα περισσότερα μπορεί.

Εκείνη, την τέταρτη φορά, εγώ ήμουν η υπερπροστατευτική. Καλά το φαντάζεστε, είχαμε και εντάσεις και καβγάδες και τον μικρό σε μια έξαλλη κατάσταση. Εξαντλήθηκα. Τις επόμενες χρονιές δεν πήγα. Άφηνα μπαμπά και γιο να το ζουν παρέα και να κάνουν ανενόχλητοι όλα αυτά που δεν θέλω ούτε να βλέπω, ούτε να ξέρω. Στρουθοκαμηλισμός ξε-στρουθοκαμηλισμός, πρέπει να ξέρεις σε ποιες μάχες χάνεις και σε ποιες κερδίζεις. Στη Disneyland μαζί τους ήμουν χαμένη.

Έχω, βλέπετε, σοβαρές αντιρρήσεις με πολλές «δράσεις» και δεν συμφωνώ και με τον απέραντο καταναλωτισμό. Στη Disneyland, και στα δυο πάρκα, τόσο στο Disney Park όσο και στα Disney Studios, σε κάθε γωνιά, βρίσκεις και από ένα μαγαζάκι που σου πουλάει λούτρινα κουκλάκια, στέκες με τα αυτιά του Μίκυ, στολές, μπλούζες, σοκολάτες, γλειφιτζούρια, κούπες και ό,τι μπορείς να φανταστείς. Μέχρι και φόρμα για κέικ με τα αυτιά του Μίκυ Μάους. Όσο πειθαρχημένος και οριοθετημένος γονιός και αν προσπαθείς να είσαι, στη Disneyland «ξεμοντάρεται» όλη η προσπάθεια.

Γιατί βρέθηκα εκεί, λοιπόν, για πέμπτη φορά; Γιατί η παιδική παντοδυναμία είναι πελώρια και τα παιδιά είναι τόσο επίμονα που, όταν τους καρφωθεί κάτι στο μυαλό, δεν σε αφήνουν σε χλωρό κλαρί. Ο μικρός με ήθελε μαζί του, έστω για μισή μέρα. Ενέδωσα. Η σταγόνα της ανοχής μου, όμως, για τη Disneyland είχε από καιρό ξεχειλίσει. Πήγα αλλά με το που πήγα πάτησα και όπισθεν. Δεν μπορούσα να ενθουσιαστώ με τίποτα: ούτε με το ροζ κάστρο, ούτε με την παρέλαση Hallowen, ούτε με τα τρενάκια του τρόμου. Προσπαθούσα να συνδεθώ με το δικό μου εσωτερικό παιδί αλλά αυτό δεν ανταποκρινόταν. -Τι θέλει η μικρή Τζούλη με ρωτούσα -Να σηκωθείς να φύγεις από εδώ, απαντούσε. Έψαχνα χειρολαβές κανονικότητας και δεν τις έβρισκα πουθενά.

Σε αυτό το σημείο να πούμε ότι δεν έχω δει άλλο μέρος στον κόσμο με τόσο άκυρο ερωτισμό. Στη Disneyland αν προσπαθήσεις να φλερτάρεις, μπορείς να ελπίζεις μόνο στον έρωτα του Γκούφυ που όταν βγάλει την στολή μπορεί να σου προκύψει Κουασιμόδος. Ερωτισμός ώρα μηδέν. Ηρεμία ώρα μηδέν. Ξεκούραση ώρα μηδέν. Δίαιτα ώρα μηδέν. Οικονομία ώρα μηδέν.

Τα κοιτούσα όλα από απόσταση σαν να μου είχαν σερβίρει «μια από τα ίδια». Το ρεπερτόριο πάντα σταθερό. Παιδικά γέλια, παιδικές τσιρίδες, μασκαρεμένα παιδάκια κυκλοφορούν με καραμούζες, σφυρίχτρες και κάθε λογής άλλο εκνευριστικό αξεσουάρ. Πορτοφόλι ανοίγει, πορτοφόλι κλείνει, πορτοφόλι ξανα-ανοίγει, δεν κλείνει ποτέ.

«Μαμά θέλω αυτό, μαμά θέλω το άλλο, μαμά πάμε εδώ, μαμά πάμε εκεί. Παιδάκια μαζεμένα, πολλά παιδάκια. Όλοι οι μεγάλοι προσπαθούμε να σταθούμε στη κλίμακα της χαράς των παιδιών μας και προχωράμε με παγωμένο χαμόγελο οδοντόπαστας, σαν να μην έχουμε επίγνωση του γέλιου, ούτε καν της ίδια της κατάστασης. Οι ενήλικες εκεί μέσα μοιάζουμε πραγματικά «θλιβερό-γελοίοι». Κυκλοφορούμε με κάτι στέκες-αυτάκια Μίκυ, τρώμε τον αγλέουρα και ανεβάζουμε την αδρεναλίνη μας, τσιρίζοντας και εμείς, μαζί με τα πανικόβλητα μικρά που θα χρειαστούν πέντε χρόνια ψυχοθεραπείας για να ξεπεράσουν το τραύμα.

Αυτή είναι η ανακεφαλαίωση, τουλάχιστον μετά από πέντε φορές που την επισκέφτηκα. Και ενώ πάσχιζα να δείχνω κανονική, το φρύδι μου με πρόδιδε και ήταν μόνιμα ανασηκωμένο. Κάποια στιγμή γυρίζει ο γιος μου με κοιτάει και μου λέει σοβαρά: «Μαμά είναι οκέι να μην σ’αρέσει η Disneyland».
Αυτή η φράση του με ξεκλείδωσε. Σαν να πήρα άφεση. Σαν συγχωροχάρτι. Είναι οκέι, να μην είσαι οκέι. Είναι οκέι να μην βρίσκεις την Disneyland ειδυλλιακό παράδεισο. Η Disneyland ανήκει στα παιδιά, άντε και στους εφήβους. Τέλος. Όλοι οι άλλοι περαστικά μας και καλό κουράγιο και κυρίως καλό κατευόδιο. Goodbye, Disneyland (δεν θα μου λείψεις)!

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις