To βουλγαρικό ροδέλαιο, με τις ιδιαίτερες συνθήκες συγκομιδής του, αποτελεί πλέον ένα από τα πιο πολύτιμα συστατικά της βιομηχανίας της ομορφιάς.
Τι κοινό έχουν τα αρώματα Café Rose του Tom Ford, το Forever and Ever της Dior, το Rose Goldea Blossom Delight της Bulgari ή το The Alchemist’s Garden της Gucci; Εκτός από την υψηλή τιμή τους, αυτά τα brand names μοιράζονται την ίδια αγάπη προς ένα υλικό που μεταμορφώνει τα αρώματά τους. Το Bulgarian Rose oil, ή αλλιώς Rosa Damascena. Πολλοί οίκοι χρησιμοποιούν το έλαιο που βγαίνει από το ρόδο αυτό, εμπλουτίζοντας τις μοναδικές συλλογές αρωμάτων τους με αυτό και φθάνοντας να πληρώνουν 15.000 δολάρια μόλις για ένα κιλό του. “Αξίζει οπωσδήποτε την τιμή του, είναι μοναδικό.” αναφέρει η ιδρύτρια της Gloss Moderne, Kuen Rameson στο Business Insider.
Πληθώρα μελετών μάλιστα, έχει ανακαλύψει και πιστοποιήσει περισσότερες από 300 ενώσεις στο Βουλγαρικό ροδέλαιο, καθιστώντας το ως το πιο σύνθετο ρόδο, σε σχέση με άλλες ποικιλίες, ενώ η εξαγωγή του χρονολογείται από τον 7ο αιώνα της Μέσης Ανατολής. Πώς όμως έφτασε αυτός ο αγκαθωτός θάμνος από τα χωράφια μιας μικρής βαλκανικής χώρας, στα εργαστήρια των πιο ακριβών και εξεζητημένων αρωματοποιών;
Το αιώνιο ταξίδι ενός πολύτιμου τριαντάφυλλου
Ο θρύλος λέει ότι κατά τη διάρκεια μιας από τις τελευταίες Σταυροφορίες, Γάλλοι ιππότες που περνούσαν από τη Βαλκανική Χερσόνησο καθ’ οδόν από τη Συρία, έφεραν μαζί τους το αρωματικό τριαντάφυλλο Δαμασκηνιάς. Χάρη στο ήπιο κλίμα -θερμότεροι χειμώνες και δροσερότερα καλοκαίρια- και τα αμμώδη εδάφη της περιοχής Kazanlak στη Βουλγαρία -γνωστή σήμερα ως “η κοιλάδα του τριαντάφυλλου”- αυτό το ελαιοφόρο φυτό βρήκε εκεί ένα ιδανικό οικοσύστημα.
Ιστορικά έγγραφα δείχνουν ότι ο τοπικός πληθυσμός άρχισε να καλλιεργεί και να αποστάζει τη Rosa Damascena τον 17ο αιώνα, όταν η Βουλγαρία βρισκόταν ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα μέρη με τα πιο εύφορα εδάφη δίνονταν συνήθως στους Οθωμανούς για την καλλιέργεια σοδειών σιταριού και καλαμποκιού. Οι Βούλγαροι, οι οποίοι έπρεπε να γίνουν δημιουργικοί για να επιβιώσουν, άρχισαν να καλλιεργούν αυτό το φυτό στα αμμώδη, άγονα εδάφη της κοιλάδας τους. Σχεδόν τέσσερις αιώνες αργότερα, η μικρή βαλκανική χώρα είναι σήμερα ο μεγαλύτερος παραγωγός λαδιού Rosa Damascena στον κόσμο.
Το βουλγαρικό ροδέλαιο κατέχει πλέον τις υψηλότερες τιμές στην αγορά. Το 2019, ένα κιλό ροδέλαιο άξιζε μεταξύ 8.200 και 9.400 δολαρίων, γεγονός που το καθιστούσε ακριβότερο από τον χρυσό. Σήμερα οι τιμές του για την ίδια ποσότητα κυμαίνονται στα 10 με 15 χιλιάδες δολάρια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το υλικό αποκαλείται “υγρός χρυσός της Βουλγαρίας”. Η αγορά ροδέλαιου εκτιμάται μάλιστα, ότι θα διογκωθεί με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 6,8 %, μεταξύ του 2019 και 2025. Ο λόγος αυτής της μεγέθυνσης είναι η ποιότητά του, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο συγκομιδής και απόσταξής του, καθώς και από την τεράστια ποσότητα ανθών τριαντάφυλλου που απαιτείται για την παραγωγή του λαδιού – ένα κιλό απαιτεί περίπου πέντε τόνους ανθών τριαντάφυλλου.
Από την Βουλγαρική κοιλάδα, στο γυάλινο μπουκάλι της Louis Vuitton
Από πολλές απόψεις, ο τρόπος με τον οποίο εξάγεται το ροδέλαιο δεν έχει αλλάξει εδώ και αιώνες. Η διαδικασία αν και έχει εξελιχθεί με τη βοήθεια της τεχνολογίας, δεν παύει να στηρίζεται κυρίως στον ανθρώπινο παράγοντα. Έτσι, καθώς η μέρα ξεκινά να αχνοφαίνεται στην κοιλάδα της Βουλγαρίας, οι εργάτες ξεκινούν στις 5 το πρωί για να συλλέξουν με το χέρι, ένα-ένα, όσο περισσότερα άνθη του λουλουδιού μπορούν. Έχουν μέχρι τις 10 π.μ. το αργότερο και λίγες εβδομάδες μόνο μέσα στον χρόνο – πριν τα τριαντάφυλλα μαραθούν και καταστούν άχρηστα -, για να συγκεντρώσουν περίπου 450 τόνους μπουμπουκιών και να ικανοποιήσουν τη ζήτηση της βιομηχανίας πολυτελών αρωμάτων.
Επειδή τα βουλγαρικά τριαντάφυλλα έχουν ιδιαίτερα χαμηλή περιεκτικότητα σε λάδι, σε σύγκριση με άλλες ποικιλίες τριαντάφυλλων, είναι ζωτικής σημασίας να εξαχθεί όσο το δυνατόν περισσότερο έλαιο από αυτά. Η πρωινή συγκομιδή είναι απαραίτητη, καθώς όσο περισσότερα λουλούδια συλλέγονται τις πρωινές ώρες τόσο το καλύτερο, γιατί τότε τα πέταλα έχουν την υψηλότερη συγκέντρωση ελαίου. Αυτή είναι και η βασική παράμετρος που λαμβάνουν υπόψη τους οι υπεύθυνοι και το προσωπικό της παραγωγικής διαδικασίας. Οι σακούλες με τα ρόδα βιάζονται στο αποστακτήριο, εκεί όπου οι εργάτες πρέπει να κινηθούν γρήγορα. Ζυγίζουν τα πέταλα και τα βάζουν στη σακούλα απόσταξης. Χιλιάδες μαλακά ροζ πέταλα αναμειγνύονται με νερό και βράζουν. Κάθε μέρος αυτής της διαδικασίας ελέγχεται. Ο ατμός είναι ακριβώς εκατόν πέντε βαθμούς και η πίεση στα 5,5 ατμ, παράγοντες που βελτιστοποιούν την ποιότητα του ροδέλαιου. Το μείγμα περνάει από διάφορες διαδικασίες απόσταξης πριν το έλαιο διαχωριστεί τελικά από το νερό. Στο τέλος, για την παραγωγή ενός μόνο κιλού ροδέλαιου πρέπει να συγκομιστούν και να επεξεργαστούν έως και 5.000 κιλά πέταλα βουλγαρικού τριαντάφυλλου.
Μετά την παλαίωση του ελαίου για τουλάχιστον τρεις μήνες, το υλικό μπορεί τελικά να ενσωματωθεί σε αρώματα, με το μοναδικό αρωματικό προφίλ του, να το καθιστά αντάξιο της υψηλής τιμής του. Καθιερωμένοι στην αγορά, οίκοι πολυτελών αρωμάτων, όπως ο Tom Ford και η Louis Vuitton, συνεχίζουν να το χρησιμοποιούν για την δημιουργία των αρωμάτων τους, με τη ζήτησή του να αυξάνεται συνεχώς.