Μιλώντας στη Sun, o 17χρονος σήμερα νεαρός χαρακτήρισε τη φερόμενη απαγωγέα του, Μέλανι Μπάτι, ως «σπουδαίο άνθρωπο», λέγοντας ότι την αγαπάει, αλλά δεν πιστεύει ότι είναι «και η καλύτερη μητέρα». «Δεν έκανε πράγματα που κάνουν οι μητέρες. Δεν ήταν πολύ τρυφερή και ανοιχτή μαζί μου», λέει χαρακτηριστικά.
Ο έφηβος αποκάλυψε ότι η 48χρονη Μέλανι Μπάτι, που πίστευε ότι το κράτος θέλει να κρατά «σκλάβους» τους ανθρώπους, άφηνε συχνά μόνο τον γιο της για μεγάλα χρονικά διαστήματα – έως και εφτά μήνες.
Μέσα στα έξι χρόνια που ζούσε με τη μητέρα και τον παππού του ο έφηβος κατάφερε να κάνει μόνο μια φίλη της ηλικίας του, μια Ισπανίδα που γνώρισε σε ένα καφέ. Τον περισσότερο καιρό η παράξενη οικογένεια ταξίδευε από τόπο σε τόπο, δουλεύοντας όπου έβρισκαν, με αντάλλαγμα φαγητό και στέγη.
Το αγόρι είχε την ευκαιρία να μάθει μόνος του ορισμένες γλώσσες και μελετούσε μαθηματικά και υπολογιστές, ωστόσο δεν πήγαινε σχολείο. «Συνειδητοποίησα ότι αυτή η ζωή δεν ήταν και η καλύτερη για το μέλλον μου… Δεν ήξερα πώς θα ήταν το μέλλον μου αν παρέμενα με τη μητέρα μου, αλλά κρίνοντας από τα περασμένα χρόνια είχα μια εικόνα για το πώς θα ζούσα. Θα γυρνούσα από εδώ και από εκεί, χωρίς φίλους, χωρίς κοινωνική ζωή. Μόνο δουλειά, δουλειά χωρίς σπουδές. Έτσι φαντάζομαι ότι θα ήταν η ζωή μου αν έμενα μαζί με τη μαμά μου. Πάνω στα βουνά, στην ερημιά. Χωρίς άτομα στην ηλικία μου. Έτσι όταν έφτασα τα 16 μίλησα στον παππού μου για την επιθυμία μου να γυρίσω στην Αγγλία».
Αν και ο παππούς του, Ντέιβιντ, έδειξε κατανόηση, η μητέρα του Άλεξ ήταν τελείως αντίθετη στην ιδέα. «Ήταν πολύ κατά της κυβέρνησης, κατά των εμβολίων. Ανησυχούσε ότι αν γυρνούσα πίσω στην πατρίδα και ανακτούσα την ταυτότητά μου θα με αναλάμβανε η Πρόνοια. Το σλόγκαν της ήταν ότι δεν ήθελε να γίνουμε “σκλάβοι του συστήματος”».
Θέλοντας να βάλει λίγη σταθερότητα στη ζωή τους, το αγόρι έπεισε τη μητέρα του πριν κάμποσο καιρό να νοικιάσουν μια αγροικία στη νότια Γαλλία ώστε να μη ζουν πλέον στα βουνά.
Από εκείνο το σπίτι τελικά το έσκασε τα μεσάνυχτα της 11ης Δεκεμβρίου, ενώ η μητέρα του κοιμόταν, έχοντας αποφασίσει ότι δεν ήθελε πλέον να ζει με αυτόν τον τρόπο, χωρίς την ευκαιρία να μορφωθεί ή να αποκτήσει φίλους.
O Άλεξ με τη μητέρα και τον παππού του πριν από έξι χρόνια
Όταν έφυγε από την αγροικία εκείνο το βράδυ, ο Άλεξ πήρε μαζί του μόνο ένα σκέιτμπορντ και ένα σακίδιο με ορισμένα ρούχα και βασικά είδη. Στη μητέρα του άφησε ένα σημείωμα που της έγραφε τα εξής: «Μην ανησυχείς για εσάς, είμαι σίγουρος ότι δεν θα σας βρουν. Μην ανησυχείς ούτε και για εμένα. Ξέρω να φροντίζω τον εαυτό μου. Σε αγαπώ πάρα πολύ. Μη μου θυμώσεις πολύ. Άλεξ».
Το σχέδιό του ήταν να κατευθυνθεί προς την Τουλούζη, γύρω στα 110 χλμ μακριά.
Για τις επόμενες δύο ημέρες περπατούσε μέχρι που τον εντόπισε ένας οδηγός ντελίβερι στις 3 τα ξημερώματα σε μια γέφυρα και σταμάτησε να τον πάρει μαζί του. Αυτός ο άνθρωπος τον βοήθησε τελικά να επικοινωνήσει με τη γιαγιά του και να ζητήσει τη βοήθεια των Αρχών προκειμένου να μπορέσει να επιστρέψει στην πατρίδα.
Το αγόρι έλεγε αρχικά ψέματα σε όποιον συναντούσε μετά την «απόδρασή» του, θέλονταν να προστατέψει τη μητέρα και τον παππού του από τη σύλληψη. Ισχυριζόταν ότι περπατούσε επί τέσσερις μέρες πάνω στα βουνά, ενώ συστηνόταν με το ψευδώνυμο Ζακ Έντουαρντ, το οποίο χρησιμοποιούσε στη Γαλλία.