Οι Έλληνες «Νονοί» λειτουργούσαν κάτω από την ομπρέλα της παντοδύναμης ιταλικής Μαφίας με ειδικότητα σε τοκογλυφία, παράνομο τζόγο, στημένα παιχνίδια, ναρκωτικά και στριπτιζάδικα
Στα βιβλία και τα περισσότερα δημοσιεύματα χαρακτηρίζονται ως οι «αόρατοι νονοί», αυτοί που κινούνται στις σκιές εδώ και δεκαετίες δρώντας κάτω από την ομπρέλα διαβόητων ιταλικών οικογενειών της αμερικάνικης μαφίας. Από τη Νέα Υόρκη, τη Φιλαδέλφεια, το Σικάγο και τη Βοστόνη μέχρι το Λας Βέγκας ομογενείς μαφιόζοι έκαναν κουμάντο και δεν αστειεύονταν.
Τοκογλυφία, παράνομος τζόγος, στημένα παιχνίδια, ναρκωτικά και στριπτιζάδικα ήταν οι αγαπημένες ασχολίες των «σιωπηλών συνεταίρων» (silent partners), όπως χαρακτηρίζει τους Ελληνες μαφιόζους στο βιβλίο του «Mafia Ties – The Greek Syndicates» ο συγγραφέας Νικ Κρίστοφερς. Ηταν αυτοί που κινούσαν τα νήματα χωρίς να φαίνονται σε έναν χώρο που σπάνια συγχωρεί λάθη, αβλεψίες και παραλείψεις. «Εχουμε υποστεί πλύση εγκεφάλου για να πιστέψουμε ότι η μαφία έχει δημιουργηθεί μόνο από τους Ιταλούς, αλλά αυτός ο μύθος αποδείχτηκε όχι και τόσο αληθινός» γράφει, επισημαίνοντας: «Πολλά γκρουπ από διάφορες εθνικότητες είτε κατάφεραν να ταιριάξουν με τη μαφία είτε δούλεψαν παρασκηνιακά. Μετά υπήρξε η πιο “λαθραία” ομάδα, για την οποία οι περισσότεροι δεν ήξεραν καν ότι υπήρχε, οι Ελληνες». Ο συγγραφέας τονίζει ότι η κοινή γνώμη συνέδεε πάντα τους Ελληνες ως μαγαζάτορες, ιδιοκτήτες εστιατορίων ή ακόμη και στριπτιζάδικων, «όμως όπως συμβαίνει σε κάθε εθνικότητα, υπήρχε μια μερίδα που προτιμούσε να ζήσει στην παρανομία». Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του ξεδιπλώνονται ιστορίες για μικρές ομάδες ή άτομα που δούλευαν κάτω από την ομπρέλα της παντοδύναμης ιταλικής μαφίας.
Κάποιοι ζουν, κάποιοι είναι στη φυλακή, οι περισσότεροι όμως δολοφονήθηκαν όταν επιχείρησαν να πετάξουν πιο ψηλά ή μπήκαν στο μάτι μαφιόζων όπως ο Αντονι Σπιλότρο, που ήταν αδίστακτος και οι οικογένειες τον είχαν τοποθετήσει στο Λας Βέγκας για να προστατεύει τα συμφέροντα και τις παχυλές εισπράξεις. Τον χαρακτήρα του Σπιλότρο είχε ερμηνεύσει στην ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε «Καζίνο» ο Τζο Πέσι, ως Νίκι Σαντόρο, με ατάκες και σκηνές βίας που έγραψαν κινηματογραφική ιστορία. Οι αληθινές ιστορίες γύρω από τους Ελληνες μαφιόζους πάντως και τη δράση τους στις ΗΠΑ είναι το ίδιο συναρπαστικές και γεμάτες από επεισόδια που παραπέμπουν σε ταινία.
Ο «Σακαφλιάς» της Νέας Υόρκης
Ηταν μια ηλιόλουστη μέρα στις αρχές της δεκαετίας του ’80 όταν ο Τζον Γκότι, αρχηγός της διαβόητης οικογένειας Γκαμπίνο, μίας από τις πέντε που διοικούσαν τη μαφία στην Αμερική, περπάταγε στο Κουίνς μαζί με δύο «συνεργάτες» του. Οταν ο ένας τον ρώτησε τι θα κάνουν με κάποιους επίδοξους νεαρούς συμμορίτες που κυκλοφορούσαν στην Αστόρια και ζητάνε λεφτά για προστασία από μαγαζιά και μικρές επιχειρήσεις ο Νονός ήταν κάθετος: «Να μην κάνετε τίποτε. Θα ασχοληθούν οι Ελληνες μαζί τους», προφανώς επειδή ήξερε ότι οι «Ελληνες», ειδικά ένας που γνώριζε πολύ καλά, δεν αστειεύονται. Αυτός ο ένας ήταν ο Σπύρος Βελέντζας, κολλητός του φίλος από τότε που ήταν έφηβοι και μεγάλωναν στο Κουίνς και στην Αστόρια για να γίνουν τελικά μαφιόζοι.
Ο καβγάς με τον Γκότι
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Σπύρος Βελέντζας είναι ο Ελληνας Δον της Αστόρια που αρχίζει να ενοχλεί κάποιους με την άνοδό του. Θα το διαπιστώσει ένα βράδυ που θα δεχθεί επίθεση καθώς γυρίζει σπίτι του, εκεί που τον περίμενε η σύζυγός του Παναγιώτα, η γυναίκα που αγάπησε και παντρεύτηκε. Στην ενέδρα που του στήνουν θα πληγωθεί ελαφρά, αλλά θα γλιτώσει ανταποδίδοντας τους πυροβολισμούς, ενώ έκτοτε προσέχει παρά πολύ σε κάθε του έξοδο. Η εντολή για το χτύπημα είχε δοθεί από την οικογένεια Γκαμπίνο για τη διεκδίκηση μιας χαρτοπαικτικής λέσχης στο Κουίνς από τον Βελέντζα, που δεν μέτρησε σωστά ότι «ενοχλούσε» μια πολύ ισχυρή φαμίλια.
Το πόσο υπολογίσιμος στους κύκλους της μαφίας ήταν ο Ελληνας «νονός» φάνηκε από μια τηλεφωνική συνομιλία ανάμεσα στον Τζον Γκότι και τον «υπολοχαγό» των Γκαμπίνο, Σάμι Γκραβάνο, την οποία υπέκλεψε το FBI στα μέσα της δεκαετίας του ’80. «Τον ξέρω καλά τον Σπύρο», λέει ο Γκότι. «Είναι το αφεντικό των Ελλήνων», συμπληρώνει, και ο Γκραβάνο συναινεί απαντώντας με μια λέξη: «Αδιαμφισβήτητα».
Μόνο που όσο καλά κι αν τον ήξερε, όσο φίλοι κι αν ήταν, ο Γκότι, που είχε πλέον βγάλει από τη μέση τον Πολ Καστελάνο και ήταν ο «αρχηγός των αρχηγών», έγινε έξαλλος όταν ο Βελέντζας μπήκε στα χωράφια του. Με την καθοδήγηση του Τσιόντο άνοιξε μια λέσχη για ζάρια και άλλα τυχερά παιχνίδια λίγα μέτρα μακριά από ένα κλαμπ του Γκότι για μπακαρά. Ο «νονός» έγινε έξαλλος με τον Ελληνα και εκστόμισε την περίφημη φράση: «Να πείτε σε αυτόν τον αλήτη ότι εγώ, ο Τζον Γκότι, θα του κόψω το γαμ….ο του κεφάλι!». Ο Γκραβάνο ξεκαθάρισε την κατάσταση όταν μετά από έρευνα διαπίστωσε ότι ο Πιτ Τσιόντο είχε ρίξει τον Βελέντζα στην παγίδα και τον έβαλε να ζητήσει συγγνώμη από τον Γκότι.
Η γιορτή και η δολοφονία
Στη μία και μοναδική συνέντευξη που παραχώρησε ποτέ ο Ελληνας μαφιόζος, τον Οκτώβριο του 1994, μέσα από τη φυλακή παραδέχθηκε πολλά για τη δράση του. «Ημουν ο βασιλιάς με τον δικό μου τρόπο ανάμεσα στους Ελληνες», θα πει στον Τζέρι Καπίσι, τον πιο ειδικευμένο δημοσιογράφο σε θέματα που αφορούν τις πέντε μεγάλες οικογένειες της μαφίας στη Νέα Υόρκη. «Με ήξεραν όλοι, έδινα τις εντολές και ήμουν το αφεντικό της Αστόρια. Εκανα business στις κατασκευές, άνοιξα εστιατόρια, ενεχυροδανειστήρια, αλλά τα πολλά λεφτά τα έβγαλα από τον τζόγο». Κατά τη διάρκεια της πορείας του στον κόσμο της μαφίας ο Βελέντζας συνελήφθη τουλάχιστον τρεις φορές από την Αστυνομία για αδικήματα όπως λαθρεμπόριο πετρελαίου, κλοπές και φοροδιαφυγή. Τουλάχιστον δύο Ελληνες θυμούνται ακόμη το γλέντι για την ονομαστική του γιορτή κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν ταξίδεψαν από την Ελλάδα στην Αμερική για συγκεκριμένη δουλειά. Αμφότεροι έδωσαν το «παρών» στη γιορτή του Βελέντζα, μαζί με τον Τζον Γκότι, τον Σάμι Γκραβάνο, τον Πιτ Τσιόντο και τον Σάμι Νάλο, έναν διάσημο κλέφτη που είχε «γδύσει» από κοσμήματα και χρήματα το διαμέρισμα της Σοφία Λόρεν στη Νέα Υόρκη. Κάποια στιγμή ο Βελέντζας χορεύει ζεϊμπέκικο και οι Ιταλοί μαφιόζοι φίλοι πετάνε ρολά με εκατοδόλαρα στην πίστα, κάποια από τα οποία ο ένας εκ των δύο προαναφερθέντων Ελλήνων πατάει και τραβάει προς το μέρος του με… τρόπο. Λίγα χρόνια έπειτα από εκείνο το βράδυ, στις 26 Οκτωβρίου του 1988, την εποχή της παντοδυναμίας του Βελέντζα στην Αστόρια, στο Κουίνς και το Μπρούκλιν, θα λάβει χώρα η δολοφονία του Νάλο που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή του και θα τον στείλει ισόβια.
Ο «Nick the Greek»
Ο Κρίστοφερς περιγράφει διεξοδικά στο βιβλίο του αλλά και σε άρθρα που έχει γράψει κατά καιρούς τον βίο και την πολιτεία Ελλήνων μαφιόζων σε διάφορες Πολιτείες των ΗΠΑ. Εξέχουσα θέση κατέχει ο Νικ «Τhe Greek» Σιμπόνις που έδρασε στο Λος Αντζελες υπό την καθοδήγηση του Τζίμι -«Νυφίτσα»- Φρατιάνο, που ήταν ο τοπικός αρχηγός της μαφίας. Οταν κάποιος χαμηλόβαθμος μαφιόζος ενόχλησε τον Ελληνα φίλο του ζητώντας προμήθεια από τη χαρτοπαικτική λέσχη που είχε ο Νικ, αυτός του το είπε και ο τύπος εξαφανίστηκε από προσώπου γης.
Ωστόσο ο «Nick the Greek» έμελλε να γίνει κολλητός με τον Αντονι Σπιλότρο, μαζί με τον οποίο φέρεται να έλαβε μέρος σε ουκ ολίγα «χτυπήματα» με σημαδεμένες τράπουλες -ο Νικ Σιμπόνις ήταν μέγας χαρτοπαίκτης-, εκβιασμούς και κλοπές, έχοντας πάντα τον ρόλο που του επέτρεπε να κινείται στη σκιά. Κάποια στιγμή ο Φατιάνο θέλησε να ανοίξει το δικό του καζίνο στο Λας Βέγκας, για την ακρίβεια είχε πάθει εμμονή, και ο Σιμπόνις προσφέρθηκε να βοηθήσει το παλιό του αφεντικό.
Παρόλο που o Ελληνας μίλησε στα μεγάλα αφεντικά, αυτά δεν δέχτηκαν να χρηματοδοτήσουν με 2 εκατ. δολάρια το φιλόδοξο σχέδιο του «Νυφίτσα», που ναυάγησε πριν καν αρχίσει. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η τύχη του Σιμπόνις, που είχε αρχίσει να του γυρίζει την πλάτη, στέρεψε όταν συνελήφθη και έπειτα από δίκη φυλακίστηκε. Τα ίχνη του έχουν χαθεί έκτοτε, ενώ και ο φίλος του Αντονι Σπιλότρο, που σκόρπισε τον τρόμο στο Λας Βέγκας, αποχαιρέτησε τα εγκόσμια μαζί με τον αδερφό του Μάικλ.
Ως είθισται στον χώρο, τα μεγάλα αφεντικά αποφάσισαν να τον κάνουν παράδειγμα προς αποφυγή και τον σκότωσαν μαζί με τον αδερφό του Μάικλ στις 14 Ιουνίου του 1986, χτυπώντας τα δύο αδέρφια μέχρι θανάτου με μεταλλικά μπαστούνια του μπέιζμπολ. Τους έθαψαν ενώ ξεψυχούσαν σε ένα καλαμποκοχώραφο της Ιντιάνα και τα πτώματά τους βρέθηκαν στις 22 του μήνα από έναν αγρότη που παρατήρησε το φρέσκο χώμα. Τα νέα δεν άργησαν να φτάσουν στον ελεύθερο τότε «Nick the Greek», που κατάλαβε ότι οι μέρες του στην πόλη της αμαρτίας έφταναν στο τέλος τους.
Τζόνι Πάπας και Γκας Αλεξ
Την 1η Μαΐου του 2022, ένα γκρουπ από χαρούμενους τουρίστες ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί σε ένα μικρό πλοίο για μια κρουαζιέρα στη Λίμνη Μιντ μέχρι το φράγμα του Χούβερ. Οι φωνές και οι συζητήσεις διακόπηκαν ξαφνικά από μια κραυγή που ήρθε από την παρακείμενη παραλία και όταν ένας μπάρμαν από το πλοίο έφτασε στο σημείο, είδε μια παρέα ανθρώπων να κοιτάζει ένα σάπιο βαρέλι πετρελαίου. Μέσα υπήρχαν τα απομεινάρια ενός ανθρώπου, ο σκέλετός του και κάποια ξέφτια που κάποτε ήταν τα ρούχα που φορούσε. Τον εν λόγω άνδρα αφού κάποιοι τον εκτέλεσαν με μια σφαίρα στο κεφάλι, μετά σφράγισαν το σώμα του σε ένα βαρέλι και το πέταξαν στη λίμνη. Τα φρικτά αποκαλυπτήρια του πτώματος έγιναν λόγω της πτώσης της στάθμης του νερού στη λίμνη που βρίσκεται 30 χιλιόμετρα μακριά από τη Νεβάδα, την Πολιτεία του Τζόγου, όπου τα φώτα του Λας Βέγκας δεν σβήνουν ποτέ. Το συγκεκριμένο πτώμα δεν έχει αναγνωριστεί ακόμη, αλλά τα δημοσιεύματα εικάζουν ότι ανήκει στον Τζόνι Πάπας, έναν Ελληνα μαφιόζο που εξαφανίστηκε από προσώπου γης στις 18 Αυγούστου του 1976 και έκτοτε δεν τον ξαναείδε κανείς, με τις έρευνες της Αστυνομίας να μην αποδίδουν τίποτε, επιβεβαιώνοντας σε μεγάλο βαθμό τη φράση «ό,τι γίνεται στο Βέγκας, μένει στο Βέγκας».
Ο Πάπας (Γιάννης Παναγιωτάκος) έδρασε στο Λας Βέγκας κάτω από την ομπρέλα του Chicago Outfit, ενός οργανωμένου συνδικάτου εγκλήματος που είχε απλώσει τα πλοκάμια του στην Πόλη του Τζόγου. Hξερε προσωπικά τον διαβόητο Γκας Aλεξ, με καταγωγή από το Αλεποχώρι Αχαΐας, που μεγαλούργησε στους κόλπους της ιταλικής μαφίας, φτάνοντας να είναι consigliere των «νονών» του Σικάγο.
Η φιλία του Τζόνι Πάπας με τον Αλεξ του άνοιξε πολλές πόρτες στο Λας Βέγκας, αφού τη δεκαετία του ’70 η μία διευθυντική θέση διαδεχόταν την άλλη σε διάσημα καζίνο, όπως το «Stardust», αλλά και 5άστερα ξενοδοχεία. Το 1978 ο ομογενής είχε τα πάντα, ακόμη και δικό του σκάφος για να πηγαίνει τους πολύ καλούς πελάτες κρουαζιέρα στη Λίμνη Μιντ προκειμένου να δουν το φράγμα του Χούβερ. Στις 16 Αυγούστου το βράδυ ο Πάπας χαιρέτησε τη γυναίκα του και πήγε στο ραντεβού που είχε με δύο άτομα που ενδιαφέρονταν να αγοράσουν τη θαλαμηγό του. Ωστόσο, δεν επέστρεψε ποτέ σπίτι του, ενώ το αυτοκίνητό του βρέθηκε στο πάρκινγκ ενός ξενοδοχείου με τα κλειδιά πάνω τρεις ημέρες μετά την εξαφάνισή του. Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά, τον Μάιο του 2022, ο σκελετός μέσα στο βαρέλι που ξεβράστηκε από τον πάτο της Λίμνης Μιντ εικάζεται ότι ανήκει τον Πάπας, αλλά η αναγνώριση είναι πλέον μια πολύ δύσκολη υπόθεση γα τους ερευνητές. Ο Γκας Αλεξ, από την άλλη, καταδικάστηκε για πρώτη φορά στη ζωή του σε ηλικία 76 ετών, το 1993, και οδηγήθηκε στις φυλακές του Λέξινγκτον για να εκτίσει την ποινή του. Εχοντας αρνηθεί να μιλήσει 39 φορές σε διάφορες επιτροπές για τη μαφία, δεν υποπτεύτηκε ότι ο μαφιόζος Λένι Πάτρικ, με τον οποίο μίλησε στις 23 Ιουλίου του 1998 μέσα στη φυλακή, ήταν καλωδιωμένος από το FBI. Οταν την επομένη το έμαθε, υπέστη καρδιακή προσβολή από το σοκ και πέθανε ακαριαία χωρίς το προσωπικό να προλάβει να κάνει τίποτε.
Πίτρος – Μπούρας: Νεκροί με μία μέρα διαφορά!
Η «χάρη» των Ελλήνων μαφιόζων έφτασε σε αρκετές πόλεις της Αμερικής, όπως η Βοστόνη και η Φιλαδέλφεια. Στην τελευταία, σύμφωνα με τον Νικ Κρίστοφερς, δύο ήταν τα βαριά ονόματα στα μέσα του ’70: ο πρώτος ήταν ο Χάρι Πίτρος που ανδρώθηκε στο Upper Darby, ένα προάστιο της Δυτικής Φιλαδέλφειας, και μπήκε νεαρός ακόμη στον δρόμο της παρανομίας, πιθανότατα κάτω από την εποπτεία του Στιβ Μπούρα, ο οποίος ήταν υπαρχηγός του Ελληνα «νονού» της Φιλαδέλφεια Στιβ Κοντογιάννη, ο οποίος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, δίνοντας τις ευλογίες του στον Μπούρα να αναλάβει την ηγεσία.
Η ελληνική μαφία της Φιλαδέλφειας έδινε λόγο όχι μόνο στην οικογένεια Σκάρφο αλλά και στους Ιρλανδούς μαφιόζους και στην αρχή της συνεργασίας όλα κυλούσαν ιδανικά. Ο Πίτρος έμπλεξε με τοκογλυφία, προστασία, παράνομα παιχνίδια και πιθανότατα εμπόριο ναρκωτικών, ωστόσο, σύμφωνα με τους νόμους της Κόζα Νόστρα, ξεπέρασε τα όρια και πίστευε ότι δεν έχει να δώσει λόγο για το τι κάνει. Στις 26 Μαΐου του 1981, λοιπόν, γύρω στις 4 το πρωί ένας τροχονόμος πρόσεξε μια Cadillac που ήταν στον δρόμο και όχι στην περιοχή σήμανσης για παρκάρισμα, πλησίασε και δεν άργησε να ανακαλύψει το πτώμα του 53χρονου Eλληνα ομογενή. Hταν μέσα στο μισάνοιχτο πορτμπαγκάζ γαζωμένο από σφαίρες περιστρόφων και σαφώς η ενέργεια παρέπεμπε σε ξεκαθάρισμα μαφιόζων – και δη από την οικογένεια Σκάρφο.
Ο Μπούρας έμαθε το πρωί τα μαντάτα, αφού τους τελευταίους μήνες είχε σταματήσει να πληρώνει στους Σκάρφο τους φόρους για τους δρόμους της πόλης που χρησιμοποιούσε για τις ποικίλες δραστηριότητές του, επιλέγοντας να κρατάει όλες τις εισπράξεις γι’ αυτόν και τους ανθρώπους του. Ο Νικόντιμο Σκάρφο, όμως, ο αρχινονονός της Φιλαδέλφειας, δεν ήταν από τους άντρες που αγνοείς και λες έτσι απλά «δεν σε πληρώνω πλέον» χωρίς να δικαιολογείς την πράξη σου. Ο Μπούρας δεν ανησυχούσε τόσο πολύ για τον εαυτό του. Διατηρούσε δεσμό όμως με την Τζάνετ Κούρο, θεία του soldato Τζον Κούρο, που ήταν δίπλα στον Σκάρφο και πίστευε ότι ήταν ασφαλής.
Το βράδυ της 27ης Μαΐου, μία μέρα μετά τη δολοφονία του Πίτρος, ο Μπούρας μαζί με την Κούρο, τον Ρέι Μαρτοράνο, γνωστό μέλος της οικογένειας Σκάρφο, και τον ραδιοφωνικό παραγωγό Τζέρι Μπράβατ πήγαν να δειπνήσουν στο ελληνικό εστιατόριο «Meletis», χωρίς ο Ελληνας «νονός» να φαντάζεται ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο του δείπνο. Αγνοούσε επίσης ότι ο Μαρτοράνο ήταν αυτός που είχε διαταχθεί από τον Σκάρφο να σχεδιάσει τη δολοφονία του και γι’ αυτό ήταν εφησυχασμένος και με σχετικά καλή διάθεση.
Οι εκτελεστές που μπήκαν στο εστιατόριο κατευθύνθηκαν στο τραπέζι του Μπούρα και άνοιξαν πυρ στοχεύοντας τον Μπούρα και την Τζάνετ Κούρος με κοντόκαννες καραμπίνες.
Οι φωνές και ο πανικός δεν τους απασχόλησαν καθόλου, ενώ παρόλο που έσπρωξαν τον Μαρτοράνο, αυτός όπως και ο παραγωγός Τζέρι Μπράβατ τραυματίστηκαν ελαφρά. Οι εκτελεστές του Μπούρα εξαφανίστηκαν μέσα στα στενά της πόλης όπου ο Ελληνας μαφιόζος πίστευε ότι δεν θα κινδύνευε ποτέ. Τόσο η διαδρομή του όσο και η ματωμένη της κατάληξη ήρθαν να επιβεβαιώσουν με τον καλύτερο τρόπο ένα αγαπημένο μότο των μαφιόζων: «Αν αφήσεις τους εχθρούς σου ή και τους φίλους σου να πιστέψουν ότι είστε ίσια και όμοια, τότε αμέσως θα σκεφτούν ότι είναι ανώτεροι από σένα».