Οταν ο Κένεθ Τζάρεκ φωτογράφισε έναν Ιρακινό που κάηκε ζωντανός, σκέφτηκε ότι θα άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί έβλεπαν τον Πόλεμο του Κόλπου. Τα μέσα ενημέρωσης, όμως, δεν θα δημοσίευαν την εικόνα (στη φωτογραφία του Patrick de Noirmont/Reuters, επάνω, αντιαεροπορικά τροχιοδεικτικά βλήματα φωτίζουν το κέντρο της Βαγδάτης, σε μια φωτογραφία της 17ης Ιανουαρίου 1991).
Ο ιρακινός στρατιώτης έχασε με φρικτό τρόπο τη ζωή του, προσπαθώντας ν’ ανέβει πάνω από το ταμπλό του φορτηγού του. Οι φλόγες τύλιξαν τ’ όχημά του κι έκαψαν το σώμα του, μετατρέποντάς το σε γκρίζα τέφρα και κατάμαυρο σκελετό.
Ο Κένεθ Τζάρεκ στάθηκε μπροστά από τον καρβουνιασμένο άνδρα και τον φωτογράφισε
Στη φωτογραφία που τραβήχτηκε λίγο αργότερα, το χέρι του στρατιώτη απλώνεται έξω από το διαλυμένο παρμπρίζ, το οποίο πλαισιώνει το πρόσωπο και το στήθος του. Τα χρώματα και η υφή του χεριού και των ώμων του μοιάζουν μ’ εκείνα του καμένου και σκουριασμένου μετάλλου γύρω του.
Η φωτιά έχει καταστρέψει τα περισσότερα χαρακτηριστικά του, αφήνοντας πίσω της ένα σκελετωμένο πρόσωπο, με τον τελευταίο μορφασμό αβάσταχτου πόνου αποτυπωμένο πάνω του. Κοιτάζει επίμονα, χωρίς μάτια.
Ο στρατιώτης είχε ένα όνομα
Στις 28 Φεβρουαρίου 1991, ο Κένεθ Τζάρεκ στάθηκε μπροστά από τον καρβουνιασμένο άνδρα, στάθμευσε ανάμεσα στ’ απανθρακωμένα σώματα των συναδέλφων του στρατιωτών και τον φωτογράφισε.
Σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, πριν πεθάνει μ’ αυτόν τον τραγικό τρόπο εν μέσω της υποχώρησης, ο στρατιώτης είχε ένα όνομα. Είχε πολεμήσει στον στρατό του Σαντάμ Χουσεΐν και είχε έναν βαθμό, μια αποστολή και μια μονάδα.
Ισως να ήταν αφοσιωμένος στον δικτάτορα που τον έστειλε να καταλάβει το Κουβέιτ και να πολεμήσει τους Αμερικανούς. Ή μπορεί να ήταν ένας άτυχος νεαρός χωρίς προοπτικές, στρατολογημένος από τους δρόμους της Βαγδάτης.
Ο Τζάρεκ τράβηξε τη φωτογραφία λίγο πριν η κατάπαυση του πυρός τερματίσει επίσημα την Καταιγίδα της Ερήμου – τη στρατιωτική επιχείρηση υπό την ηγεσία των ΗΠΑ που ανάγκασε τον Σαντάμ Χουσεΐν και τα στρατεύματά του ν’ αποχωρήσουν από το Κουβέιτ, το οποίο είχαν καταλάβει και προσαρτήσει τον προηγούμενο Αύγουστο.
Η εικόνα, και το ανώνυμο θέμα της, θα μπορούσαν να συμβολίζουν τον Πόλεμο του Κόλπου. Αντ’ αυτού, έμεινε αδημοσίευτη στις Ηνωμένες Πολιτείες, όχι λόγω στρατιωτικής παρεμπόδισης αλλά λόγω εκδοτικών επιλογών.
«Χειρουργικά χτυπήματα»
Είναι δύσκολο να υπολογίσεις τις συνέπειες από την απουσία μιας φωτογραφίας. Ωστόσο, οι λογοκριμένες πολεμικές εικόνες, υποστηρίζει ο δημοσιογράφος Κόνορ Φρίντερσντορφ του The Atlantic, κάνουν «πιο εύκολη… την αποδοχή μια αναίμακτης γλώσσας», όπως αυτής του 1991 με αναφορές σε «χειρουργικά χτυπήματα» ή της σύγχρονης για τον «κινητικό πόλεμο».
Το Βιετνάμ, αντίθετα, ήταν αξιοσημείωτο για τον κατάλογό του με τα ανατριχιαστικά και εμβληματικά πολεμικά στιγμιότυπα.
Μερικές φωτογραφίες, όπως του Ρόναλντ Χέμπερλ από τη σφαγή στο Μι Λάι, αρχικά κρατήθηκαν μακριά από το κοινό, άλλες βίαιες εικόνες, ωστόσο, – του Νικ Ουτ με παιδιά θύματα ναπάλμ και του Εντι Ανταμς με την εκτέλεση ενός Βιετκόνγκ – κέρδισαν βραβεία Πούλιτζερ και είχαν τεράστιο αντίκτυπο στην έκβαση του πολέμου.
Δεν αποκαλύπτει κάθε φρικιαστική φωτογραφία μια σημαντική αλήθεια για τις συγκρούσεις και τη μάχη. Οι New York Times αποφάσισαν τον Ιούλιο του 2014 — για έγκυρους ηθικούς λόγους — ν’ αφαιρέσουν τις εικόνες νεκρών επιβατών από ένα διαδικτυακό θέμα για την πτήση MH17 στην Ουκρανία και να τις αντικαταστήσουν με φωτογραφίες συντριμμιών.
«Πόλεμος-βιντεοπαιχνίδι»
Μερικές φορές, όμως, η παράλειψη μιας εικόνας στοχεύει στο να κρύψει από το κοινό τις άβολες, ανακριβείς, συνέπειες ενός πολέμου – καθιστώντας την κάλυψη ελλιπή, ακόμη και παραπλανητική.
Στην περίπτωση του απανθρακωμένου ιρακινού στρατιώτη, η άκρως επιδραστική και αποτρόπαια φωτογραφία ερχόταν σ’ αντίθεση με τον δημοφιλή μύθο για τον Πόλεμο του Κόλπου ως τον «πόλεμο-βιντεοπαιχνίδι» – μια σύγκρουση που την εμφάνισαν ως ανθρώπινη μέσω βομβαρδισμών ακριβείας και εξοπλισμού νυχτερινής όρασης.
Αποφασίζοντας να μην τη δημοσιεύσουν, το περιοδικό Time και το Associated Press, στέρησαν από το κοινό τη δυνατότητα να έρθει αντιμέτωπο μ’ αυτόν τον άγνωστο εχθρό και ν’ αναλογιστεί τις βασανιστικές τελευταίες στιγμές του.
Η εικόνα δεν χάθηκε εντελώς. Ο Observer στο Ηνωμένο Βασίλειο και η Libération στη Γαλλία τη δημοσίευσαν μετά την άρνηση των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης. Επειτα από πολλούς μήνες, εμφανίστηκε επίσης στο American Photo, και πυροδότησε ορισμένες αντιπαραθέσεις, αλλά ήταν πολύ αργά για να έχει σημαντικό αντίκτυπο.
Ολα αυτά άφησαν άφωνο τον φωτογράφο, ο οποίος είχε θεωρήσει ότι τα μέσα ενημέρωσης με μεγάλη ικανοποίηση θα προθυμοποιούνταν ν’ αμφισβητήσουν τη δημοφιλή αφήγηση ενός καθαρού, απλού πολέμου. «Οταν έχεις μια εικόνα που καταρρίπτει αυτόν τον μύθο», λέει σήμερα, «τότε νομίζεις ότι θα δημοσιευτεί ευρέως».
«Δεν συμπαθώ τον Τύπο»
«Επιτρέψτε μου να πω εκ των προτέρων ότι δεν συμπαθώ τον Τύπο», δήλωσε ένας αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, ξεκινώντας με ωμό τρόπο μια συνέντευξη Τύπου τον Ιανουάριο του 1991.
Η πικρία του στρατού προς τα μέσα ενημέρωσης αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό κληρονομιά της κάλυψης του πολέμου στο Βιετνάμ πριν από δεκαετίες.
Μέχρι την έναρξη του Πολέμου του Κόλπου, το Πεντάγωνο είχε χαράξει παρεμβατικές πολιτικές που στόχευαν στον περιορισμό του Τύπου, και οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν στους πολέμους των ΗΠΑ στη Γρενάδα και στον Παναμά τη δεκαετία του 1980.
Υπό αυτό το ελεγχόμενο σύστημα, ο στρατός ομαδοποιούσε τους δημοσιογράφους των εντύπων, των τηλεοπτικών καναλιών και του ραδιοφώνου μαζί με τους εικονολήπτες και τους φωτορεπόρτερ, στέλνοντας αυτές τις μικρές ομάδες σε καθοδηγούμενες αποστολές, υπό την επίβλεψη αξιωματικών δημοσίων σχέσεων (PAO) που παρακολουθούσαν στενά τη δουλειά τους.
«Εξουσίαζαν τη ζωή σου»
Οταν ξεκίνησε η Επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου στα μέσα Ιανουαρίου 1991, ο Κένεθ Τζάρεκ είχε αποφασίσει ότι δεν ήθελε πλέον να είναι πολεμικός φωτογράφος – ένα επάγγελμα στο οποίο «εξουσίαζαν τη ζωή σου».
Αλλά μετά την εισβολή του Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ τον Αύγουστο του 1990, του έκανε πολύ άσχημη εντύπωση το φωτορεπορτάζ που ερχόταν προς δημοσίευση από την Ασπίδα της Ερήμου, την προπολεμική επιχείρηση για τη συγκέντρωση στρατευμάτων και εξοπλισμού στον Κόλπο.
«Ηταν η μία φωτογραφία μετά την άλλη ενός ηλιοβασιλέματος με καμήλες κι΄ ένα τανκ», λέει. Ο πόλεμος πλησίαζε και ο ίδιος διέκρινε μια σαφή ανάγκη για ένα διαφορετικό είδος κάλυψης. Ενιωσε ότι μπορούσε ν’ αναπληρώσει αυτό το κενό.
Αφού το τελεσίγραφο του ΟΗΕ στις 15 Ιανουαρίου 1991 για την αποχώρηση του Ιράκ από το Κουβέιτ έληξε, ο Τζάρεκ, βέβαιος πλέον ότι θα έπρεπε να φύγει, έπεισε το περιοδικό Time να τον στείλει στη Σαουδική Αραβία.
Μάζεψε τις κάμερές του και αναχώρησε από την αεροπορική βάση Αντριους στις 17 Ιανουαρίου — την πρώτη ημέρα έναρξης των αεροπορικών βομβαρδισμών εναντίον του Ιράκ.
«Στη μέση της ερήμου»
Εξω, στο πεδίο με τα στρατεύματα, αφηγείται, «ο καθένας θα μπορούσε να σε προκαλέσει», εντελώς παράλογα και χωρίς αιτία. Θυμάται ότι απομακρύνθηκε σχεδόν δέκα μέτρα από τον επιτηρητή του κι ένας στρατιώτης του φώναξε αγριεμένος: «Τι κάνεις»; Ο Τζάρεκ του απάντησε νευριασμένος: «Τι εννοείς τι κάνω;»
Περιγράφοντας τη σκηνή δύο δεκαετίες αργότερα, εξακολουθεί ν’ ακούγεται εξοργισμένος: «Ενας ανθυπολοχαγός μου είπε, “ξέρεις πού θα σημαδέψω. Στη μέση της ερήμου”».
Καθώς ο πόλεμος άρχισε στις αρχές Φεβρουαρίου, οι επιτηρητές συνόδευαν τον Τζάρεκ και αρκετούς άλλους δημοσιογράφους καθώς προσκολλήθηκαν στο 18ο Αερομεταφερόμενο Σώμα και πέρασαν δύο εβδομάδες στα σύνορα Σαουδικής Αραβίας – Ιράκ χωρίς να κάνουν σχεδόν τίποτα. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν γεγονότα – απλώς, δεν είχαν πρόσβαση σ’ αυτά.
Την ίδια περίοδο, ο στρατιωτικός φωτορεπόρτερ Λι Κρόκραν ενσωματωνόταν στην 614η Μοίρα Τακτικών Μαχητικών της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ στην Ντόχα του Κατάρ και απαθανάτιζε τις εναέριες εκστρατείες βομβαρδισμών.
Βρισκόταν εκεί για να τραβήξει φωτογραφίες τις οποίες θα χρησιμοποιούσε το Πεντάγωνο όπως θα έκρινε σκόπιμο — αλλά πάνω απ’ όλα όχι για χρήση από τα μέσα ενημέρωσης.
Οι βόμβες κρέμονται από τα φτερά
Στις εικόνες του, πιλότοι κοιτάζουν πάνω από τους ώμους τους για να ελέγξουν άλλα αεροπλάνα. Οι βόμβες κρέμονται από τα φτερά των μαχητικών, με τις αιχμηρές σκοτεινές άκρες τους να έρχονται σ’ αντίθεση με τα απαλά χρώματα των σύννεφων και της ερήμου από κάτω. Στο βάθος φαίνεται η καμπυλότητα της γης.
Στις αποστολές, το αεροπλάνο του Κόρκραν συχνά γύριζε ανάποδα με μεγάλη ταχύτητα, καθώς οι πιλότοι απέφευγαν πυραύλους, αφήνοντας ασημένιες γραμμές στον ουρανό.
Οι βαρυτικές δυνάμεις πολλαπλασίαζαν το βάρος των φωτογραφικών μηχανών του — τόσο που αν χρειαζόταν ποτέ να εκτιναχθεί από το αεροσκάφος, ο εξοπλισμός του θα μπορούσε να του είχε σπάσει τον λαιμό.
Αυτός ήταν ο εναέριος πόλεμος που αποτέλεσε το μεγαλύτερο μέρος της μάχιμης αποστολής στον Κόλπο εκείνον τον χειμώνα.
Οι σκηνές που είδε ο Κόρκραν δεν ήταν απαγορευμένες μόνο για τον Τζάρεκ. Ηταν επίσης αόρατες στους τηλεθεατές των ΗΠΑ, παρά την αύξηση σε 24ωρη βάση του ρεπορτάζ από τον πόλεμο.
«Θυγατρική της τηλεόρασης»
Η τηλεοπτική κάλυψη της Καταιγίδας της Ερήμου, όπως έγραφε τότε ο σκηνοθέτης Κεν Μπερνς, προσέφερε την κινηματογραφική, συχνά συναρπαστική, αίσθηση με τα «θεατρικά στοιχεία που αποσπούν την προσοχή» και τα «νέα, έντονα, μουσικά μοτίβα», λες και «ο ίδιος ο πόλεμος θα μπορούσε ν’ είναι εξ ολοκλήρου μια θυγατρική της τηλεόρασης».
Μερικές από τις πιο ευρέως διαδεδομένες εικόνες των αεροπορικών επιχειρήσεων δεν τραβήχτηκαν από φωτογράφους, αλλά από μη επανδρωμένες κάμερες συνδεδεμένες σε αεροπλάνα και βόμβες που καθοδηγούνται με λέιζερ.
Κοκκιώδη πλάνα και βίντεο με τις στοχευμένες στέγες κτιρίων, λίγο πριν την έκρηξη, έγιναν η οπτική υπογραφή ενός πολέμου που συνδέθηκε βαθιά με φράσεις όπως «έξυπνες βόμβες» και «χειρουργικά χτυπήματα».
Οι εικόνες τραβήχτηκαν από υψόμετρο που διέγραφε την ανθρώπινη παρουσία στο έδαφος. Επρόκειτο για ασπρόμαυρες λήψεις, μερικές με γαλαζωπή ή πρασινωπή απόχρωση.
«Χωρίς ενσυναίσθηση»
Μια, από τον Φεβρουάριο του 1991, που δημοσιεύτηκε στο φωτογραφικό άλμπουμ In The Eye of Desert Storm, από το ανενεργό πλέον φωτογραφικό πρακτορείο Sygma, έδειχνε μια γέφυρα που χρησιμοποιούνταν ως οδός ανεφοδιασμού του Ιράκ.
Σε μια άλλη, μαύρα σύννεφα καπνού από γαλλικές βόμβες κάλυπταν μια βάση της ιρακινής δημοκρατικής φρουράς σαν κηλίδες μελανιού. Καμία δεν φαινόταν ιδιαίτερα βίαιη.
Η εστιασμένη στο υλικό στοιχείο κάλυψη του πολέμου αφαίρεσε την ενσυναίσθηση, η οποία, λέει ο Τζάρεκ, είναι καίριας σημασίας στη φωτογραφία, ιδιαίτερα σ’ αυτήν που προορίζεται να καταγράψει τον θάνατο και τη βία.
«Ενας φωτογράφος χωρίς ενσυναίσθηση», παρατηρεί, «απλώς καταλαμβάνει χώρο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καλύτερα».
Στα τέλη Φεβρουαρίου, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ωρών του πολέμου, ο ίδιος και η υπόλοιπη ομάδα του Τύπου διέσχισαν την έρημο, με τον καθένα τους να εναλλάσσεται πίσω από το τιμόνι. «Δεν είχαμε ιδέα πού βρισκόμασταν. Ημασταν σ’ ένα κονβόι», περιγράφει. Είχαν μείνει ξάγρυπνοι για αρκετές μέρες συνεχόμενα και κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε.
Μια τρομακτική σκηνή
Οταν ξύπνησε, είχαν σταματήσει και ο ήλιος κόντευε ν’ ανατείλει. Ηταν σχεδόν 6 η ώρα το πρωί. Η ομάδα ενημερώθηκε ότι σε λίγες ώρες θα ετίθετο σε ισχύ η κατάπαυση του πυρός και ένα μέλος της ομάδας κατάφερε και έπεισε τον υπεύθυνο Τύπου να τους επιτρέψει να εγκαταλείψουν τη συνοδεία και να κατευθυνθούν προς την πόλη του Κουβέιτ.
Υπολόγισαν ότι βρίσκονταν στο νότιο Ιράκ, κάπου στην έρημο, περίπου 70 μίλια μακριά από την πόλη του Κουβέιτ. Αρχισαν να οδηγούν προς τα κει, πήραν τον αυτοκινητόδρομο 8 και σταμάτησαν για να τραβήξουν φωτογραφίες και βίντεο.
Ξαφνικά, έπεσαν πάνω σε μια τρομακτική σκηνή: καμένες ιρακινές στρατιωτικές φάλαγγες και αποτεφρωμένα πτώματα. Ο Τζάρεκ καθόταν στο φορτηγό, μόνος με τον Πάτρικ Χέρμανσον, έναν αξιωματικό δημοσίων σχέσεων.
Κινήθηκε για να βγει από το όχημα με τις κάμερές του. Ο Χέρμανσον θεώρησε προσβλητική την ιδέα να φωτογραφίσει τη σκηνή. Τον ρώτησε: «Γιατί χρειάζεσαι να το φωτογραφήσεις αυτό»;
Η ερώτησή του εξέφραζε σιωπηρά μια άποψη: υπήρχε κάτι ντροπιαστικό στη φωτογράφιση των νεκρών. «Ούτε που μ’ ενδιαφέρει αυτό», απάντησε ο Τζάρεκ, τονίζοντας ότι δεν ήθελε η μητέρα του να δει τ’ όνομά του δίπλα σε φωτογραφίες πτωμάτων.
«Σαν να συνέβη χθες»
«Αλλά αν δεν τραβήξω τέτοιες φωτογραφίες, άνθρωποι σαν τη μητέρα μου θα πιστεύουν ότι ο πόλεμος είναι αυτό που βλέπουν στις ταινίες», είπε. Και συμπλήρωσε: «Είναι αυτό για το οποίο ήρθα εδώ. Είναι αυτό που πρέπει να κάνω».
«Μ’ άφησε να φύγω», αφηγείται ο Τζάρεκ. «Δεν προσπάθησε να με σταματήσει. Θα μπορούσε να το κάνει γιατί, κυριολεκτικά μιλώντας, δεν επιτρεπόταν, σύμφωνα με τους κανόνες της ομάδας. Αλλά δεν μ’ εμπόδισε και πήγα εκεί».
Πάνω από δύο δεκαετίες αργότερα, ο Χέρμανσον σημειώνει ότι το αποτέλεσμα που προέκυψε από τη φωτογράφιση του Τζάρεκ ήταν «εξαιρετικά εκπληκτικό». Δεν χρειάζεται να δει τη φωτογραφία για να ζωντανέψει τη σκηνή στο μυαλό του. «Εχει αποτυπωθεί στη μνήμη μου», λέει, «σαν να συνέβη χθες».
Ο αποτεφρωμένος άνδρας κοιτούσε επίμονα τον Τζάρεκ μέσα από το σκόπευτρο της κάμερας, με το μαυρισμένο χέρι του να φτάνει στην άκρη του παρμπρίζ.
Θυμάται ότι μπορούσε «να δει καθαρά πόσο πολύτιμη ήταν η ζωή γι’ αυτόν τον άνθρωπο, επειδή πάλευε γι’ αυτήν. Αγωνίστηκε να σώσει τη ζωή του μέχρι το τέλος, ώσπου κάηκε ολοσχερώς. Προσπαθούσε να βγει απ’ αυτό το φορτηγό».
Ο ήλιος φώτισε το θέμα του
Ο Τζάρεκ έγραψε αργότερα το ίδιο έτος στο περιοδικό American Photo ότι «δεν σκεφτόταν καθόλου τι υπήρχε εκεί. Αν είχα σκεφτεί πόσο τρομακτικός έμοιαζε ο τύπος, δεν θα μπορούσα να κάνω τη φωτογράφιση».
Αντίθετα, διατήρησε τη συναισθηματική του αποστασιοποίηση, επικεντρώνοντας στα πιο πεζά και τεχνικά στοιχεία της φωτογραφίας. Κρατούσε τον εαυτό του σταθερό. Συγκεντρώθηκε στην εστίαση. Ο ήλιος έλαμψε από το πίσω μέρος του κατεστραμμένου φορτηγού και φώτισε το θέμα του.
Ενα άλλο καμένο σώμα βρισκόταν ακριβώς μπροστά από το όχημα, εμποδίζοντας μια κοντινή λήψη, έτσι χρησιμοποίησε τον πλήρη φακό ζουμ των 200 mm στην EOS-1 Canon του.
Σε άλλα πλάνα του από την ίδια σκηνή, καθίσταται προφανές το γεγονός ότι ο στρατιώτης δεν θα μπορούσε ποτέ να επιζήσει, ακόμα κι αν είχε καταφέρει να βγει από τη θέση του οδηγού, περνώντας μέσα από το παράθυρο. Η άμμος της ερήμου γύρω από το φορτηγό ήταν καμένη.
Πτώματα στοιβάζονταν πίσω από το όχημα, που δεν διακρίνονταν μεταξύ τους. Ενας απανθρακωμένος άντρας ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα μπροστά στο φορτηγό, απομονωμένος, μ’ όλο το σώμα του καμένο εκτός από τα πέλματα των γυμνών ποδιών του.
Με το σώμα του καρβουνιασμένο…
Σε μια άλλη φωτογραφία, ένας άντρας κείτονταν στην άμμο με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά, με το σώμα του καρβουνιασμένο σε σημείο αποσύνθεσης, αλλά το πρόσωπό του ως επί το πλείστον άθικτο και, παραδόξως, γαλήνιο. Δίπλα στο κορμί του υπήρχε ένα ζευγάρι καλά παπούτσια.
Η ομάδα συνέχισε να διασχίζει την έρημο, περνώντας από περισσότερα τμήματα του αυτοκινητοδρόμου γεμάτα με τα ίδια απανθρακωμένα πτώματα και οχήματα που είχαν καταστραφεί από τη φωτιά.
Ο Τζάρεκ και η ομάδα του ήταν πιθανώς τα πρώτα μέλη των δυτικών μέσων ενημέρωσης που αντίκρυσαν αυτές τις σκηνές, οι οποίες εμφανίστηκαν κατά μήκος αυτής που τελικά έγινε γνωστή ως η Λεωφόρος του Θανάτου, και μερικές φορές αναφέρεται ως ο Δρόμος προς την Κόλαση.
Οι ιρακινοί στρατιώτες που υποχωρούσαν είχαν παγιδευτεί. Ακινητοποιημένοι σ’ ένα μποτιλιάρισμα, μπλοκαρίστηκαν από τους Αμερικανούς στις παρυφές του λόφου Mutla, σε μια κόλαση.
Το ραδιόφωνο έπαιζε ακόμα…
Ορισμένοι τράπηκαν σε φυγή, πεζή, οι υπόλοιποι βομβαρδίστηκαν από αμερικανικά αεροπλάνα που εφόρμησαν πάνω από τα κεφάλια τους, περνώντας ξανά και ξανά για να καταστρέψουν όλα τα οχήματα.
Φορτηγά μεταφοράς γάλακτος, πυροσβεστικά, λιμουζίνες και μια μπουλντόζα εμφανίστηκαν στα συντρίμμια μαζί με τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και φορτηγά καθώς και άρματα μάχης T-55 και T-72.
Στα περισσότερα οχήματα οι χώροι αποσκευών ήταν πλήρως γεμάτοι με διάφορες, αλλά σκουριασμένες, εκδόσεις όπλων Καλάσνικοφ.
Σύμφωνα με περιγραφές δημοσιογράφων όπως ο Ρέιμοντ Γουόλτερ Εϊπλ των New York Times και ο Κόλιν Σμιθ του Observer, ανάμεσα στις πλαστικές νάρκες, τις χειροβομβίδες, τα πυρομαχικά και τις μάσκες αερίων, ένα τετράκαννο αντιαεροπορικό όπλο στεκόταν χωρίς πλήρωμα, στραμμένο προς τον ουρανό.
Προσωπικά αντικείμενα, όπως μια φωτογραφία από το πάρτι γενεθλίων ενός παιδιού και σπασμένα κραγιόν, όλα απλωμένα στο έδαφος, δίπλα σε όπλα και ανθρώπινα μέλη. Ο αριθμός των πτωμάτων δεν φαίνεται να έχει προσδιοριστεί ποτέ, αν και το BBC τον τοποθετεί σε «χιλιάδες».
«Σ’ ένα φορτηγό», έγραψε ο Κόλιν Σμιθ, στη διάρκεια μιας αποστολής στις 3 Μαρτίου για τον Observer, «το ραδιόφωνο είχε βγει από το ταμπλό, αλλά παρέμενε καλωδιωμένο, παίζοντας σιγανά μια λυπητερή αραβική μελωδία η οποία ακουγόταν τόσο θλιμμένη ώστε στην αρχή νόμιζα πως επρόκειτο για μια φωνή που καλούσε βοήθεια».
Ο δρόμος της επιστροφής
Μετά την κατάπαυση του πυρός την 28η Φεβρουαρίου που σήμανε το τέλος της Καταιγίδας της Ερήμου, το φιλμ του Τζάρεκ με την εικόνα του αποτεφρωμένου στρατιώτη έφτασε στο Κοινό Γραφείο Πληροφοριών στο Νταχράν της Σαουδικής Αραβίας, όπου ο στρατός συντόνισε και συγκέντρωσε τον Τύπο και όπου οι συντάκτες της ομάδας ενημέρωσαν και κατέθεσαν ιστορίες και φωτογραφίες.
Σ’ εκείνο το σημείο, με την ολοκλήρωση της επιχείρησης, η φωτογραφία δεν θα χρειαζόταν να περάσει από έλεγχο ασφαλείας, λέει η Μαριάν Γκολόν, αρχισυντάκτρια φωτογραφιών για το Time στη Σαουδική Αραβία και αργότερα διευθύντρια φωτογραφίας της Washington Post.
Παρά το ολοφάνερα σοκαριστικό περιεχόμενο, λέει ότι αντέδρασε σαν συντάκτρια εν ώρα εργασίας. Το επέλεξε χωρίς συζήτηση ή διαμάχη μεταξύ των συντακτών της ομάδας, για να σκαναριστεί και να μεταδοθεί. Η εικόνα πήρε τον δρόμο της για τα γραφεία των διευθυντών στη Νέα Υόρκη.
Ο Τζάρεκ πήρε επίσης τον δρόμο της επιστροφής από τη Σαουδική Αραβία προς τη Νέα Υόρκη. Κάνοντας στάση στο αεροδρόμιο του Χίθροου, αγόρασε ένα αντίγραφο της έκδοσης του Observer της 3ης Μαρτίου.
Το άνοιξε και βρήκε τη φωτογραφία του στη σελίδα 9, τυπωμένη στην κορυφή, σε οκτώ στήλες, με τον τίτλο «Το πραγματικό πρόσωπο του πολέμου».
Η λογοκρισία
Εκείνο το Σαββατοκύριακο του Μαρτίου, όταν οι συντάκτες του Observer πήραν την τελική απόφαση να τυπώσουν την εικόνα, κάθε περιοδικό στη Βόρεια Αμερική έκανε την αντίθετη επιλογή.
Η φωτογραφία του δεν εμφανίστηκε καν στα γραφεία των περισσότερων διευθυντών εφημερίδων στις ΗΠΑ (μ’ εξαίρεση τους New York Times, οι οποίοι είχαν συνδρομή στην υπηρεσία συλλογής φωτογραφιών, αλλά παρ’ όλα αυτά αρνήθηκαν να δημοσιεύσουν την εικόνα).
Επίσης, απουσίαζε εντελώς από τ’ αμερικανικά μέσα ενημέρωσης μέχρι την εποχή που τα επίγεια ρεπορτάζ από το Ιράκ και το Κουβέιτ δεν ήταν πλέον επίκαιρα.
Η Γκολόν είπε ότι δεν την εξέπληξε αυτό, παρόλο που είχε επιλέξει να προωθήσει την εικόνα στον αμερικανικό Τύπο. «Δεν πίστευα ότι υπήρχε πιθανότητα να το δημοσιεύσουν», παραδέχεται.
Εκτός από τον Observer, το μόνο σημαντικό ειδησεογραφικό μέσο που δημοσίευσε τη φωτογραφία του ιρακινού στρατιώτη εκείνη την εποχή ήταν η παριζιάνικη ειδησεογραφική εφημερίδα Libération, στο φύλλο της 4ης Μαρτίου.
Και οι δύο εφημερίδες απέφυγαν να βάλουν την εικόνα στο πρωτοσέλιδο, αν και μέσα ήταν αρκετά προβεβλημένη.
Ο Αϊνταν Σάλιβαν, ωστόσο, ο διευθυντής φωτογραφιών των βρετανικών Sunday Times, δήλωσε στο British Journal of Photography στις 14 Μαρτίου ότι είχε επιλέξει, αντί της ευρείας κάλυψης της σφαγής, να προβάλει έναν αυτοκινητόδρομο της ερήμου γεμάτο συντρίμμια, αμφισβητώντας τον Observer:
«Γιατί έπρεπε να τους το δείξεις»;
«Σκεφτήκαμε πως οι αναγνώστες μας μπορούσαν ν’ αντιληφθούν ότι πολλοί άνθρωποι είχαν πεθάνει σ’ αυτά τα οχήματα. Γιατί έπρεπε να τους το δείξεις»;
«Υπήρχαν 1.400 [ιρακινοί στρατιώτες] σ’ αυτήν τη φάλαγγα και κάθε φωτογραφία που μεταδόθηκε μέχρι να εμφανιστεί αυτή, δύο ημέρες μετά το συμβάν, ήταν από συντρίμμια, κομμάτια εξοπλισμού», είπε ο Τόνι Μακγκράθ, διευθυντής φωτογραφίας του Observer. Και τόνισε: «Καμία ανθρώπινη ανάμειξη σ’ αυτό. θα μπορούσε να ήταν μια μάντρα σκραπ. Επρόκειτο για τρομερή λογοκρισία».
Τα μέσα ενημέρωσης ανέλαβαν να «κάνουν ό,τι δεν έκανε η στρατιωτική λογοκρισία», λέει ο Ρόμπερτ Πλέτζε, επικεφαλής του πρακτορείου φωτορεπορτάζ Contact Press Images που εκπροσωπεί τον Τζάρεκ από τη δεκαετία του 1980.
Το βράδυ που έλαβαν την εικόνα, λέει ο Πλέτζε, οι συντάκτες στα γραφεία του Associated Press στη Νέα Υόρκη την αφαίρεσαν εξ ολοκλήρου από το ειδησεογραφικό πρακτορείο, κρατώντας τη μακριά από τα γραφεία σχεδόν όλων των διευθυντών εφημερίδων της Αμερικής. Είναι άγνωστο πώς ακριβώς, γιατί ή ποιος πήρε αυτήν την απόφαση.
«Σκληρή» για δημοσίευση
Ο Βίνσεντ Αλαμπίσο, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν ο εκτελεστικός διευθυντής φωτογραφιών του AP, αποστασιοποιήθηκε αργότερα από τη γραμμή του ειδησεογραφικού πρακτορείου.
Το 2003, παραδέχτηκε στο American Journalism Review ότι η φωτογραφία θα έπρεπε να είχε κυκλοφορήσει και υποστήριξε πως σήμερα αυτό θα έκανε.
Την ίδια στάση με το AP κράτησαν το Time και το Life. Και τα δύο περιοδικά εξέτασαν εν συντομία τη φωτογραφία, την οποία ανεπίσημα χαρακτήρισαν ως «σκληρή» για δημοσίευση.
Τα φωτογραφικά τμήματα συνέταξαν ακόμη και προσχέδια. Το Time, που είχε στείλει από την αρχή τον Τζάρεκ στον Κόλπο, προγραμμάτισε η εικόνα να συνοδεύεται από μια ιστορία για τη Λεωφόρο του Θανάτου.
«Παλέψαμε σαν τρελοί για να πείσουμε τους διευθυντές μας να μας αφήσουν να δημοσιεύσουμε αυτήν τη φωτογραφία», λέει ο η πρώην διευθύντρια φωτογραφίας Μισέλ Στίβενσον. Οπως θυμάται, ο Χένρι Μιούλερ, διευθυντής σύνταξης, της ξεκαθάρισε: «Το Time είναι ένα οικογενειακό περιοδικό».
«Ο απόλυτος εφιάλτης»
Και το στιγμιότυπο ήταν επί της ουσίας πολύ ενοχλητικό για να το δημοσιεύσει. Επρόκειτο, όπως επισημαίνει η Στίβενσον, για τη μοναδική περίπτωση κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου που το τμήμα φωτογραφίας πολέμησε αλλά δεν κατάφερε να τυπώσει μια εικόνα.
Ο Τζέιμς Γκέινς, υπεύθυνος σύνταξης του Life, ανέλαβε την ευθύνη για την τελική απόφαση να μην προβληθεί η φωτογραφία του Τζάρεκ στις σελίδες του περιοδικού του, παρά την πίεση του διευθυντή φωτογραφίας, Πίτερ Χάου, να παραχωρηθεί ένα δισέλιδο.
«Σκεφτήκαμε ότι ήταν ο απόλυτος εφιάλτης», είπε ο Γκέινς στον Ιαν Μπιουκάναν του British Journal of Photography τον Μάρτιο του 1991. «Εχουμε έναν αρκετά σημαντικό αριθμό παιδιών που διαβάζουν το περιοδικό Life», πρόσθεσε.
Παρόλα αυτά, η φωτογραφία δημοσιεύτηκε αργότερα τον ίδιο μήνα σ’ ένα από τα ειδικά τεύχη του Life αφιερωμένο στον Πόλεμο του Κόλπου – όχι και τόσο αντιπροσωπευτικό ως υλικό ανάγνωσης για το δημοτικό σχολείο.
Η Στέλλα Κρέιμερ, η οποία εργάστηκε ως ανεξάρτητη συντάκτρια φωτογραφιών για το Life σε τέσσερα τεύχη ειδικής έκδοσης για τον Πόλεμο του Κόλπου, ισχυρίζεται ότι η απόφαση να μην δημοσιεύσω τη φωτογραφία του Τζάρεκ αφορούσε λιγότερο την προστασία των αναγνωστών και περισσότερο τη διατήρηση της κυρίαρχης αφήγησης του καλού, καθαρού πολέμου.
«Απλώς προπαγάνδα»
Ξεφυλλίζοντας τεύχη 23 ετών, η Κρέιμερ εκφράζει ξεκάθαρη αποστροφή για τη συντακτική ποιότητά τους, για την οποία και η ίδια συνέβαλε. Τα περιοδικά «ήταν πολύ λογοκριμένα», τονίζει. «Γι’ αυτό, όλα τα θέματα είναι βασικά απλώς προπαγάνδα».
Επιδεικνύει την εικόνα στο εξώφυλλο του τεύχους της 25ης Φεβρουαρίου: ένα νεαρό, ξανθό αγόρι επισκιάζεται από την αμερικανική σημαία που κρατά. «Οσον αφορά τους Αμερικανούς», σχολιάζει, «κανείς δεν πέθανε ποτέ».
«Αν οι εικόνες αποκαλύπτουν ιστορίες», λέει ο Λι Κόρκραν , «η ιστορία θα πρέπει να έχει ένα νόημα. Αν το νόημα είναι η απόλυτη εξόντωση των ανθρώπων που βρίσκονταν σε υποχώρηση και όλων των καρβουνιασμένων σωμάτων… αν αυτό είναι το νόημά σας, τότε είναι αληθινό. Κι έτσι είναι. Εννοώ, ο πόλεμος είναι βίαιος. Είναι αποκρουστικός».
Στον Κόρκραν, ο οποίος τιμήθηκε με το Χάλκινο Αστέρι για την πολεμική φωτογραφία του στον Πόλεμο του Κόλπου, εικόνες όπως του Τζάρεκ αφηγούνται σημαντικές ιστορίες για τις συνέπειες της αμερικανικής και της συμμαχικής αεροπορίας.
Οι σημερινές διαμάχες
Ακόμη και ο Πάτρικ Χέρμανσον, ο αξιωματικός δημοσίων σχέσεων που αρχικά διαμαρτυρήθηκε για την ιδέα της λήψης φωτογραφιών από τη σκηνή, τώρα λέει ότι τα μέσα ενημέρωσης δεν έπρεπε να λογοκρίνουν τη φωτογραφία.
Ο στρατός των ΗΠΑ έχει πλέον εγκαταλείψει το σύστημα των ομάδων του Τύπου που χρησιμοποιούσε το 1990 και το 1991 και το Διαδίκτυο άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο φτάνουν οι φωτογραφίες στο κοινό.
Ακόμα κι αν το AP αρνιόταν να στείλει μια φωτογραφία, σίγουρα θα δημοσιευόταν στο Διαδίκτυο και κανένας υπεύθυνος σύνταξης δεν θα μπορούσε ν’ αποτρέψει τον διαμοιρασμό της σε διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή τον εκτεταμένο σχολιασμό της σε πλατφόρμες και ιστολόγια.
Αν μη τι άλλο, οι σημερινές διαμάχες συχνά επικεντρώνονται στην τεράστια αφθονία των σοκαριστικών φωτογραφιών και στη δυσκολία να τεθούν σ’ ένα ουσιαστικό πλαίσιο.
Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι η επανειλημμένη φρικιαστική και τραυματική προβολή αιματοχυσίας μπορεί ν’ αμβλύνει τη συναισθηματική κατανόηση. Αλλά το να μην εμφανιστούν αυτές οι εικόνες εξαρχής εγγυάται ότι μια τέτοια κατανόηση δεν θα υπάρξει ποτέ.
«Να τον εμπλέκει»
«Προσπαθήστε να φανταστείτε, έστω και για μια στιγμή, πώς θα ήταν ο πνευματικός, πολιτικός και ηθικός σας κόσμος αν δεν είχατε δει ποτέ φωτογραφία», επισημαίνει η συγγραφέας Σούζι Λίνφιλντ στο The Cruel Radiance (Η Βάναυση Ακτινοβολία), το βιβλίο της για τη φωτογραφία και την πολιτική βία.
Φωτογραφίες όπως του Τζάρεκ δεν δείχνουν μόνο ότι οι βόμβες πέφτουν σε πραγματικούς ανθρώπους, κάνουν επίσης το κοινό να αισθάνεται υπεύθυνο. Ο Ντέιβιντ Καρ σημείωσε στους New York Times το 2003 ότι η πολεμική φωτογραφία έχει «την ικανότητα όχι απλώς να γίνεται δυσάρεστη στον θεατή, αλλά και να τον εμπλέκει».
Οπως έγραψε ένας θυμωμένος 28χρονος Τζάρεκ στο American Photo το 1991: «Αν είμαστε αρκετά δυνατοί για να πολεμήσουμε σ’ έναν πόλεμο, θα έπρεπε να είμαστε αρκετά δυνατοί και για να τον δούμε».
Η συνενοχή του Τζορτζ Μπους
Μια «πολιτική προσωπικότητα» και «αμερικανός ήρωας»; Τι ψέμα! Οταν ο Τζορτζ Μπους ήταν πρόεδρος, διέταξε τη σφαγή των ιρακινών στρατιωτών μετά την κατάπαυση του πυρός το 1991, και αφού τους είχε υποσχεθεί ασφαλή διέλευση από το Κουβέιτ.
Ετσι ξεκινάει το άρθρο, που έγινε viral μετά τον πόλεμο, και εξέθεσε τον Μπους ως μαζικό δολοφόνο και εγκληματία πολέμου, καθώς εμπλέκεται άμεσα στη «Λεωφόρο του Θανάτου». Είναι «ήρωας» μόνο για τους πετρελαϊκούς κολοσσούς (Big Oil) και την οικονομική αυτοκρατορία της Wall Street.
Οι καταγραφές συγκεντρώθηκαν από τη συγγραφέα Τζόυς Τσέντιακ και παρουσιάστηκαν κατά την εξέτασή της από την Επιτροπή Ερευνας για το Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου του ΟΗΕ, στις 11 Μαΐου 1991, που ερευνούσε τα εγκλήματα των ΗΠΑ.
«Θέλω να καταθέσω τη μαρτυρία μου γι’ αυτές που ονομάζονται “Λεωφόροι του Θανάτου”. Είναι οι δύο αυτοκινητόδρομοι του Κουβέιτ, γεμάτοι με τα υπολείμματα 2.000 κατεστραμμένων ιρακινών στρατιωτικών οχημάτων και τ’ απανθρακωμένα και διαμελισμένα σώματα δεκάδων χιλιάδων ιρακινών στρατιωτών, που αποσύρονταν από το Κουβέιτ στις 26 και 27 Φεβρουαρίου 1991, σε συμμόρφωση με τις αποφάσεις του ΟΗΕ.
«Ηταν πανεύκολο»
Τα αμερικανικά αεροπλάνα ακινητοποίησαν τις μεγάλες φάλαγγες εξουδετερώνοντας τα οχήματα στην αρχή και στο τέλος τους, και στη συνέχεια σφυροκόπησαν ανελέητα επί ώρες τους εγκλωβισμένους. “Ηταν πανεύκολο (σαν να πυροβολείς ψάρια σε βαρέλι)”, είπε ένας αμερικανός πιλότος. Η φρίκη παραμένει ακόμα εκεί και μπορεί οποιοσδήποτε να τη διαπιστώσει.
Στον εσωτερικό αυτοκινητόδρομο προς τη Βασόρα υπάρχουν σε απόσταση πάρα πολλών μιλίων καμένα, κομματιασμένα, διαλυμένα οχήματα κάθε είδους – τανκς, τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, φορτηγά, επιβατικά, πυροσβεστικά, σύμφωνα με το περιοδικό Time της 18ης Μαρτίου 1991.
Στα εξήντα μίλια του παράκτιου αυτοκινητόδρομου, οι ιρακινές στρατιωτικές μονάδες παραμένουν σε μια φρικιαστική γαλήνη, καμένοι σκελετοί οχημάτων και ανδρών, ολόιδιοι, μαύροι, προκαλώντας δέος κάτω από τον ήλιο, γράφουν οι Los Angeles Times της 11ης Μαρτίου 1991.
Ενώ 450 άνθρωποι παραδόθηκαν και επέζησαν από τον βομβαρδισμό στην ενδοχώρα, αυτό δεν συνέβη στα 60 μίλια της παραλιακής οδού. Εκεί, για 60 ολόκληρα μίλια, κάθε όχημα καταστράφηκε ή βομβαρδίστηκε, κάθε παρμπρίζ είναι εξαϋλωμένο, κάθε τανκ έχει καεί, κάθε φορτηγό είναι γεμάτο με θραύσματα οβίδων. Δεν είναι γνωστή έστω η πιθανότητα να υπάρχουν επιζώντες.
Η μονόπλευρη σφαγή
Οι καμπίνες των φορτηγών βομβαρδίστηκαν τόσο πολύ που βυθίστηκαν στο έδαφος και είναι αδύνατο να διακρίνουμε αν μέσα υπάρχουν οδηγοί. Τα παρμπρίζ έλιωσαν και τεράστια άρματα μάχης μετατράπηκαν σε παλιοσίδερα.
“Ακόμη και στο Βιετνάμ δεν είδα κάτι τέτοιο. Είναι τρισάθλιο”, είπε ο ταγματάρχης Μπομπ Νούτζεντ, αξιωματικός των πληροφοριών του στρατού.
Αυτή η μονόπλευρη σφαγή, αυτή η ρατσιστική μαζική δολοφονία Αράβων, συνέβη παρότι ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Μάρλιν Φιτζγουότερ υποσχέθηκε ότι οι ΗΠΑ και οι εταίροι τους στον συνασπισμό δεν θα επιτεθούν στις ιρακινές δυνάμεις που εγκατέλειπαν το Κουβέιτ.
Αυτό είναι σίγουρα ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου στη σύγχρονη ιστορία. Τα στρατεύματα των ΗΠΑ δεν εκδίωξαν τα ιρακινά από το Κουβέιτ, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση Μπους.
Δεν υποχωρούσαν για ν’ ανασυνταχθούν και να πολεμήσουν ξανά. Μάλιστα, αποσύρονταν, πήγαιναν σπίτια τους, ανταποκρίνονταν σε εντολές που εξέδιδε η Βαγδάτη, ανακοινώνοντας ότι συμμορφωνόταν με το ψήφισμα 660 και έφευγε από το Κουβέιτ.
Στις 5:35 μ.μ. (Ανατολική Ζώνη Ωρας) το ραδιόφωνο στην πρωτεύουσα του Ιράκ ανακοίνωσε ότι ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας είχε αποδεχθεί τη σοβιετική πρόταση κατάπαυσης του πυρός και εξέδωσε εντολή ν’ αποσυρθούν όλα τα ιρακινά στρατεύματα στις θέσεις που κατείχαν πριν τις 2 Αυγούστου 1990, σε συμμόρφωση με το ψήφισμα 660 του ΟΗΕ.
Η δολοφονία στρατιωτών
Ο πρόεδρος Μπους απάντησε αμέσως από τον Λευκό Οίκο, λέγοντας (μέσω του εκπροσώπου Μάρλιν Φιτζγουότερ) ότι «δεν υπήρχαν στοιχεία που να υποδηλώνουν πως ο ιρακινός στρατός αποσύρεται. Στην πραγματικότητα, οι ιρακινές μονάδες συνεχίζουν να πολεμούν. . . Συνεχίζουμε για να ολοκληρώσουμε τον πόλεμο».
Την επόμενη μέρα, 26 Φεβρουαρίου 1991, ο Σαντάμ Χουσεΐν ανακοίνωσε στο ραδιόφωνο της Βαγδάτης ότι τα ιρακινά στρατεύματα είχαν πράγματι αρχίσει ν’ αποσύρονται από το Κουβέιτ και ότι η αποχώρηση θα ολοκληρωνόταν εκείνη την ημέρα.
Και πάλι ο Μπους αντέδρασε, χαρακτηρίζοντας την ανακοίνωση του Χουσεΐν «απαράδεκτη» και «άγρια εξαπάτηση». Κουβεϊτιανοί αυτόπτες μάρτυρες βεβαιώνουν ότι η αποχώρηση ξεκίνησε το απόγευμα της 26ης Φεβρουαρίου 1991 και ο ραδιοφωνικός σταθμός της Βαγδάτης ανακοίνωσε στις 2:00 (τοπική ώρα), εκείνη τη νύχτα, ότι η κυβέρνηση είχε διατάξει όλα τα στρατεύματα ν’ αποσυρθούν.
Η σφαγή των ιρακινών στρατιωτών που αποσύρονταν παραβιάζει τις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949, Κοινό Αρθρο ΙΙΙ, το οποίο απαγορεύει τη δολοφονία στρατιωτών που βρίσκονται εκτός μάχης.
Εγκλημα πολέμου
Το σημείο της διαφωνίας αφορά τον ισχυρισμό της κυβέρνησης Μπους ότι τα ιρακινά στρατεύματα υποχωρούσαν για ν’ ανασυνταχθούν και να πολεμήσουν ξανά. Ενας τέτοιος ισχυρισμός, όμως, χρησιμοποιείται μόνο για να θεωρηθεί νόμιμο το μακελειό με βάση το διεθνές δίκαιο. Αλλά είναι ξεκάθαρα ψευδής.
Τα στρατεύματα αποσύρονταν και απομακρύνονταν από το πεδίο με άμεσες αναφορές από τη Βαγδάτη ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει και ότι το Ιράκ παραιτήθηκε και θα συμμορφωνόταν πλήρως με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Το να επιτεθείς στους στρατιώτες που επιστρέφουν στο σπίτι υπό αυτές τις συνθήκες συνιστά έγκλημα πολέμου.
Το Ιράκ αποδέχτηκε το ψήφισμα 660 των Ηνωμένων Εθνών και προσφέρθηκε ν’ αποσυρθεί από το Κουβέιτ με τη σοβιετική μεσολάβηση στις 21 Φεβρουαρίου 1991. Μια δήλωση που έκανε ο Τζορτζ Μπους στις 27 Φεβρουαρίου 1991, ότι κανένα έλεος δεν θα επιδειχθεί στους εναπομείναντες ιρακινούς στρατιώτες παραβιάζει ακόμη και το Εγχειρίδιο Πολέμου των ΗΠΑ του 1956.
Η Σύμβαση της Χάγης του 1907 που διέπει τον χερσαίο πόλεμο καθιστά επίσης παράνομη τη δήλωση ότι δεν θα υπάρξει κανένας οίκτος σε αποσυρόμενους στρατιώτες. Στις 26 Φεβρουαρίου 1991, καταχωρήθηκε η ακόλουθη ενημέρωση από το κατάστρωμα του αμερικανικού αεροπλανοφόρου Ranger, με την υπογραφή του συντάκτη Ράνταλ Ρίτσαρντ στο Providence Journal:
«Οποια βόμβα τύχαινε…»
«Αεροπορικές επιδρομές εναντίον ιρακινών στρατευμάτων που υποχωρούσαν από το Κουβέιτ εξαπολύονταν με τέτοια μανία απ’ αυτό το αεροπλανοφόρο σήμερα που οι πιλότοι είπαν ότι έπαιρναν όποια βόμβα τύχαινε να βρίσκεται πιο κοντά στο κατάστρωμα προσαπονήωσης. Τα πληρώματα, που εργάζονταν με τον ρυθμό του μουσικού θέματος του Lone Ranger, συχνά απέρριπταν το βλήμα της επιλογής τους… γιατί χρειάζονταν πολύ χρόνο για να φορτωθεί».
Η δημοσιογράφος των New York Times Μορίν Ντόουντ έγραψε: «Με τον ιρακινό ηγέτη ν’ αντιμετωπίζει στρατιωτική ήττα, ο κ. Μπους αποφάσισε ότι προτιμούσε να ποντάρει σ’ έναν βίαιο και δυνητικά αντιδημοφιλή χερσαίο πόλεμο παρά να ρισκάρει την εναλλακτική λύση: μια ημιτελή διευθέτηση που επιτεύχθηκε από τους Σοβιετικούς και τους Ιρακινούς και την οποία η παγκόσμια κοινή γνώμη ενδέχεται να αποδεχτεί ως υποφερτή».
Εν ολίγοις, αντί να δεχτούν την προσφορά του Ιράκ να παραδοθεί και να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης, ο Μπους και οι στρατηγοί των ΗΠΑ αποφάσισαν απλώς να εξοντώσουν όσους περισσότερους Ιρακινούς μπορούσαν για όσο διάστημα είχαν αυτήν την ευκαιρία.
«Να τελειώσουν τη δουλειά»
Σε άρθρο του Newsweek για τον Νόρμαν Σβάρτσκποφ, με τίτλο «Ενας Στρατιώτης της Συνείδησης» (11 Μαρτίου 1991), σημειωνόταν ότι πριν τον χερσαίο πόλεμο ο στρατηγός ανησυχούσε μόνο για το «πόσο καιρό ο κόσμος θα στεκόταν και θα έβλεπε τις Ηνωμένες Πολιτείες να μετατρέπουν σε ζωντανή κόλαση το Ιράκ χωρίς να πει, «Για μια στιγμή – φτάνει πια». Αυτός [ο Σβάρτσκποφ] δεν κρατιόταν να στείλει χερσαία στρατεύματα για να τελειώσουν τη δουλειά».
Το πρόσχημα για τη μαζική εξόντωση των ιρακινών στρατιωτών ήταν η λαχτάρα των ΗΠΑ να καταστρέψουν τον ιρακινό εξοπλισμό. Αλλά στην πραγματικότητα το σχέδιο ήταν ν’ αποτραπεί ολοκληρωτικά η υποχώρηση των ιρακινών στρατιωτών.
Ο Κόλιν Πάουελ είχε τονίσει, ακόμη και πριν την έναρξη του πολέμου, ότι οι ιρακινοί στρατιώτες γνώριζαν πως είχαν σταλεί στο Κουβέιτ για να πεθάνουν.
Ο Ρικ Ατκινσον της Washington Post υποστήριξε ότι «η θηλιά έχει σφιχτεί» γύρω από τις ιρακινές δυνάμεις τόσο αποτελεσματικά που «η διαφυγή είναι αδύνατη» (27 Φεβρουαρίου 1991). Ολα αυτά δεν ισοδυναμούν με πόλεμο, αλλά με σφαγή.
Παλαιστίνιοι και ιρακινοί πολίτες
Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι ορισμένοι από αυτούς που βομβαρδίστηκαν κατά την αποχώρηση ήταν παλαιστίνιοι και ιρακινοί πολίτες. Σύμφωνα με το περιοδικό Time της 18ης Μαρτίου 1991, δεν χτυπήθηκαν μόνο στρατιωτικά οχήματα, αλλά και αυτοκίνητα, λεωφορεία, φορτηγά. Σε πολλές περιπτώσεις, στα οχήματα επέβαιναν οικογένειες Παλαιστινίων και ήταν φορτωμένα με όλα τα υπάρχοντά τους.
Οι περιγραφές του αμερικανικού Τύπου έκαναν τα καμένα και βομβαρδισμένα οικιακά είδη που εντοπίστηκαν να φαίνονται ως τα ιρακινά στρατεύματα να λεηλατούσαν ακόμη και αυτήν την τελευταία στιγμή το Κουβέιτ. Οι επιθέσεις κατά αμάχων απαγορεύονται συγκεκριμένα από τις Συμφωνίες της Γενεύης και τις Συνθήκες του 1977.
Πώς πραγματικά συνέβη; Στις 26 Φεβρουαρίου 1991 το Ιράκ είχε ανακοινώσει ότι συμφωνούσε με τη σοβιετική πρόταση και τα στρατεύματά του θ’ αποχωρούσαν από το Κουβέιτ.
Σύμφωνα με κουβεϊτιανούς αυτόπτες μάρτυρες που μιλούν στην Washington Post της 11ης Μαρτίου 1991, η απόσυρση ξεκίνησε από τους δύο αυτοκινητόδρομους και βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη μέχρι το βράδυ.
Βόμβες των 500 λιβρών
Κοντά στα μεσάνυχτα εξαπολύθηκε ο πρώτος βομβαρδισμός των ΗΠΑ. Εκατοντάδες Ιρακινοί πήδηξαν από τα αυτοκίνητά τους και τα φορτηγά τους, αναζητώντας καταφύγιο.
Οι αμερικανοί πιλότοι έπαιρναν όσες βόμβες τύχαινε να βρίσκονται πιο κοντά στο κατάστρωμα προσαπονήωσης, από βόμβες διασποράς έως βόμβες των 500 λιβρών. Μπορείτε να φανταστείτε να πέφτουν αυτές πάνω σ’ αυτοκίνητο ή φορτηγό;
Οι αμερικανικές δυνάμεις συνέχισαν να βομβαρδίζουν τα κονβόι μέχρι να ξεψυχήσουν όλοι οι άνθρωποι. Τόσα πολλά μαχητικά αεροπλάνα ξεχύθηκαν πάνω από τον εσωτερικό αυτοκινητόδρομο που προκλήθηκε εναέρια κυκλοφοριακή συμφόρηση, κάνοντας τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας των πολεμικών αεροσκαφών να φοβηθούν για συγκρούσεις μεταξύ τους.
Τα θύματα δεν πρόβαλαν αντίσταση. Δεν οπισθοχωρούσαν πολεμώντας σκληρά, ούτε προσπαθούσαν ν’ ανασυνταχθούν για να συμμετάσχουν σ’ άλλη μάχη. Απλώς, ήταν εύκολη λεία, σύμφωνα με τον διοικητή Φρανκ Σουίγκερτ, τον αρχηγό της μοίρας βομβαρδισμού του αεροπλανοφόρου Ranger.
Η συνωμοσία των ΗΠΑ
Σε άρθρο της Washington Post την 11η Μαρτίου 1991, με τον τίτλο «Οι Η.Π.Α. τρέχουν να συμμαζέψουν τις εντυπώσεις από τη Λεωφόρο του Θανάτου», αναφέρεται ότι η αμερικανική κυβέρνηση συνωμότησε και στην πραγματικότητα έκανε ό,τι μπορούσε για να κρύψει αυτό το έγκλημα πολέμου από τους ανθρώπους στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον υπόλοιπο κόσμο.
Το σχέδιό της αποτέλεσε τον κορμό της εκστρατείας δημοσίων σχέσεων που διηύθυνε η Κεντρική Διοίκηση των ΗΠΑ στο Ριάντ, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο.
Η κεντρική γραμμή ήταν ότι τα κονβόι συμμετείχαν σε «κλασικές μάχες με τανκς», σαν να υποδήλωναν ότι τα ιρακινά στρατεύματα προσπάθησαν ν’ αντεπιτεθούν ή ακόμη και ότι είχαν την ευκαιρία να το πράξουν.
Η αλήθεια είναι ότι απλώς επρόκειτο για μια μονόπλευρη σφαγή δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που δεν είχαν καμία δυνατότητα ν’ αντεπιτεθούν ή ν’ αμυνθούν.
Η Washington Post αναφέρει ότι ανώτεροι αξιωματικοί της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ στο Ριάντ ανησυχούσαν καθώς διαπίστωσαν μιαν αυξανόμενη δημόσια αντίληψη που ήθελε τις ιρακινές δυνάμεις να εγκαταλείπουν οικειοθελώς το Κουβέιτ και τους πιλότους των ΗΠΑ να τις βομβαρδίζουν ανελέητα, που ήταν και η αλήθεια.
Σχεδιασμένη εικόνα
Ετσι, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, σημειώνει η Post, έκανε το παν ώστε να μη θεωρούνται σημαντικά τα στοιχεία που αποκάλυπταν ότι τα ιρακινά στρατεύματα εγκατέλειπαν πράγματι το Κουβέιτ.
Οι διοικητές πεδίου των ΗΠΑ μετέφεραν στα μέσα ενημέρωσης μια προσεκτικά σχεδιασμένη και ανακριβή εικόνα των ταχέως μεταβαλλόμενων γεγονότων.
Η ιδέα ήταν να παρουσιαστεί η ισχυριζόμενη απόσυρση του Ιράκ ως μια μαχητική υποχώρηση που κατέστη απαραίτητη εξαιτίας της μεγάλης συμμαχικής στρατιωτικής πίεσης.
Θυμάστε όταν ο Μπους μετέβη στον Κήπο των Ρόδων και είπε ότι δεν θα δεχόταν την υποχώρηση του Σαντάμ Χουσεΐν; Αυτό ήταν επίσης μέρος της συγκάλυψης στην οποία συμμετείχε ο αμερικανός πρόεδρος.
Τη δήλωσή του ακολούθησε γρήγορα μια τηλεοπτική στρατιωτική ενημέρωση από τη Σαουδική Αραβία για να εξηγήσει ότι οι ιρακινές δυνάμεις δεν υποχώρησαν αλλά απωθήθηκαν από το πεδίο της μάχης.
Το δικαίωμα των πολιτών να γνωρίζουν
Στην πραγματικότητα, δεκάδες χιλιάδες ιρακινοί στρατιώτες γύρω από το Κουβέιτ είχαν αρχίσει ν’ αποσύρονται περισσότερες από τριάντα έξι ώρες πριν οι συμμαχικές δυνάμεις φτάσουν στην πρωτεύουσα, την πόλη του Κουβέιτ.
Δεν κινήθηκαν κάτω από καμία άμεση πίεση των συμμαχικών αρμάτων μάχης και του πεζικού, τα οποία απείχαν ακόμη μίλια από την πόλη του Κουβέιτ.
Η εσκεμμένη εκστρατεία παραπληροφόρησης σχετικά μ’ αυτήν τη στρατιωτική ενέργεια και το έγκλημα πολέμου, που τέτοιο ήταν στην πραγματικότητα, η χειραγώγηση στις ενημερώσεις του Τύπου για την εξαπάτηση του κοινού και την απόκρυψη της σφαγής από τον κόσμο, συνιστά, επίσης, παραβίαση της Πρώτης Τροπολογίας του Συντάγματος των ΗΠΑ, που ορίζει το δικαίωμα των πολιτών να γνωρίζουν».