Τρεις ενήλικες σήμερα, περιγράφουν την φρίκη που έζησαν όταν ήταν παιδιά σε ανάδοχο ίδρυμα της Καλιφόρνια που έχει μείνει στην ιστορία ως κολαστήριο παιδικών ψυχών.
Η Μαίρη Άλις Ασμπρουκ θυμάται τη βροχή τη νύχτα που η αστυνομία του Λος Άντζελες την περισυνέλλεξε,. Ήταν το 8χρονο παιδί μιας μητέρας εθισμένης στα χάπια, και την πήγε στο MacLaren ίδρυμα της κομητείας όπου την κακοποίησαν.
Η Σίρλει Μπότκιν θυμάται τη μυρωδιά του μέλους του προσωπικού εκεί, ο οποίος την έβαζε στα γόνατά του και την έβαζε να κρατάει μια κούκλα, την ώρα που την κακοποιούσε.
Ο Τζέι Ράιτ θυμάται τους κοινωνικούς λειτουργούς που τον κατηγόρησαν, σε ηλικία 7 ετών, ότι «κατασκευάζει σενάρια» όταν προσπάθησε να τους πει τι του είχε κάνει ένας γιατρός εκεί.
Αυτές οι αναμνήσεις είναι δεκαετιών. Η Μαίρη Άλις είναι 65 ετών τώρα, συνταξιούχος λογιστής στη Γιούμα της Αριζόνα. Η Σίρλει είναι 58 ετών, μητέρα δύο μεγάλων γιων στην παραλιακή πόλη Dana Point της Νότιας Καλιφόρνιας. Ο κ. Ράιτ είναι 42 ετών, οδηγός φορτηγού και πατέρας τεσσάρων παιδιών στα προάστια του Λος Άντζελες.
Το Κέντρο Παιδιών MacLaren στο Ελ Μόντε της Καλιφόρνιας, στο οποίο είχαν τοποθετηθεί η Μαίρη Άλις και η Σίρλει τη δεκαετία του 1960 και ο κ. Ράιτ τη δεκαετία του 1990, έκλεισε το 2003 με συσσωρευμένες δεκάδες καταγγελίες για κακοποίηση και με το πόρισμα του σώματος ενόρκων ότι είχε προσλάβει υπαλλήλους με ποινικό μητρώο.
Κολαστήριο για 7.000 παιδιά
Ολόκληρα κεφάλαια της ζωής τους έχουν περάσει – γάμοι, παιδιά, καριέρες – αλλά οι αναμνήσεις δεν έχουν πάψει ποτέ να τους βασανίζουν. Η Μαίρη Άλις δοκίμασε θεραπεία με ηλεκτροσόκ. Η Σίρλει αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ο κ. Ράιτ ζούσε στους δρόμους για χρόνια, καταλήγοντας στη φυλακή. Δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από τους εφιάλτες, είπαν σε συνεντεύξεις την Κυριακή. Έτσι στράφηκαν στα δικαστήρια για κάποια ανακούφιση.
Την περασμένη εβδομάδα, έφτασε, για αυτούς και σχεδόν 7.000 άλλους ενάγοντες που λένε ότι κακοποιήθηκαν σεξουαλικά ως παιδιά στα συστήματα κράτησης ανηλίκων και ανάδοχης φροντίδας της κομητείας του Λος Άντζελες, μια «καλή είδηση».
Η κομητεία του Λος Άντζελες δέχθηκε να καταβάλει αποζημίωση τεσσάρων δισ. δολαρίων για να τους αποζημιώσει.

Η Μαίρη Άλις είναι 65 ετών σήμερα Πηγή φωτο: John Francis Peters for The New York Times
Σε έναν διακανονισμό που οι δικηγόροι λένε ότι είναι ο μεγαλύτερος του είδους του στη χώρα, η κομητεία ζήτησε δημόσια συγγνώμη και συμφώνησε να καταβάλει το ποσό ρεκόρ των 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων, επισκιάζοντας προηγούμενους διακανονισμούς σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.
Το συμβούλιο των εποπτών της κομητείας αναμένεται να εγκρίνει επίσημα την πληρωμή στις 29 Απριλίου.
«Απλώς – ήθελα – να το σταματήσουν»
«Λυπάμαι, αλλά εύχομαι απλώς να υπήρχε αυτή η ανησυχία για όλα αυτά όταν συνέβαιναν», δήλωσε την Κυριακή ο κ. Ράιτ, μιλώντας μέσω βιντεοκλήσης από το Nissan SUV του 2010 με τη σύζυγό του, Έστερ, στη θέση του συνοδηγού δίπλα του.
«Επειδή είπα στους ανθρώπους. Και το είπα στους συμβούλους μου – το MacLaren Hall, ολόκληρος ο δεύτερος όροφος, δεν ήταν τίποτα άλλο από συμβούλους, ανθρώπους που λένε ότι είναι εκεί για να σε προστατεύουν – και πας να τους το πεις. Και σου λένε ότι λες ψέματα. Ή ότι χρειάζεσαι προσοχή».
Εκείνη την ώρα ο κ. Ράιτ ξέσπασε με λυγμούς.
«Απλώς – ήθελα – να το σταματήσουν», είπε, με την γυναίκα του να προσπαθεί να τον παρηγορήσει.
Οι περιπτώσεις του Ράιτ, της Σίρλει και της Μαίρη Άλις προέρχονται όλες από τη θητεία τους στο κολαστήριο του MacLaren
Το MacLaren άνοιξε το 1961 ως προσωρινό καταφύγιο για παιδιά που περίμεναν να τοποθετηθούν στο σύστημα αναδοχής, και ήταν διαβόητο μέχρι το κλείσιμό του, γερασμένο και υπερπλήρες με παιδιά που είχαν κακοποιηθεί, ήταν ψυχικά άρρωστα ή είχαν προβλήματα συμπεριφοράς. Ορισμένα έμεναν εκεί για μήνες. Η βία ήταν συνηθισμένη, τα παιδιά συχνά το έσκαγαν, και η εγκατάσταση μαστιζόταν από την εναλλαγή του προσωπικού και τις νομικές καταγγελίες.
«Αν δεν κάναμε αυτό που ήθελαν, το σαπούνι έμπαινε στο στόμα μας»
Η Μαίρη έμεινε εκεί το 1968, είπε, σε μια περίοδο που εκείνη και η μητέρα της ζούσαν μια εφήμερη ζωή, μετακινούμενοι μεταξύ ξενοδοχείων, διαμερισμάτων και σπιτιών συγγενών από τη Σάντα Μπάρμπαρα μέχρι τις σκιές της Disneyland. «Η μητέρα μου είχε εθισμό στα χάπια», είπε.
«Συνήθιζα να αδειάζω τα συστατικά μέσα στα χάπια της και να τα γεμίζω με αλεύρι για να προσπαθήσω να την κάνω φυσιολογική».
Μια μέρα, όταν ζούσαν στο Ενσίνο, είπε, γύρισε σπίτι χτυπημένη από έναν καυγά στο σχολείο και η γιαγιά της, που ζούσε δύο ώρες μακριά, κάλεσε την αστυνομία για να καταγγείλει τη μητέρα της. Στο MacLaren, είπε, αυτή και άλλα παιδιά κακοποιήθηκαν σεξουαλικά από έναν φύλακα που τους χορηγούσε αντιψυχωσικά φάρμακα και τα πήγαινε σε ένα «ειδικό δωμάτιο».

«Θυμάμαι τα ουρλιαχτά και θυμάμαι την ντουλάπα» είπε η Σίρλει. Πηγή φωτό: Mark Abramson για τους New York Times
Ήταν στο MacLaren για περίπου δύο εβδομάδες, είπε, όταν γνώρισε την Σίρλει, ένα νήπιο με ανοιχτόχρωμα ξανθά μαλλιά, το οποίο έσωσε μια μέρα από μια ντουλάπα.
«Άκουσα γρατζουνιές και κλάματα και κραυγές για βοήθεια», είπε. «Άνοιξα την πόρτα και εκεί ήταν αυτό το κοριτσάκι, τρομαγμένο από το φόβο του».
Η Σίρλει είπε ότι οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν ξανά μόλις δεκαετίες αργότερα. Η δική της μητέρα, είπε, ήταν ψυχικά άρρωστη και οι πρώτες της αναμνήσεις ήταν από το MacLaren, όπου ζούσε κατά διαστήματα μέχρι τα 9 της χρόνια.
Μίλησε σε μια ξεχωριστή βιντεοκλήση από το κρεβάτι του διαμερίσματός της, με τα λουλουδάτα μαξιλάρια διάσπαρτα γύρω της. Είπε ότι είχε δύο ενήλικες γιους, 29 και 39 ετών, στους οποίους είχε πει ελάχιστα για τα παιδικά της χρόνια, επειδή δεν ήθελε να τους σοκάρει ή να τους ανησυχήσει.
«Θυμάμαι ότι κοιμόμουν κοντά στο πάτωμα», είπε η Σίρλει. «Θυμάμαι τα ουρλιαχτά και θυμάμαι την ντουλάπα. Και θυμάμαι τις μπανιέρες. Υπήρχαν δύο άνδρες. Αν δεν κάναμε αυτό που ήθελαν, το σαπούνι έμπαινε στο στόμα μας».
«Φοβάμαι τόσο πολύ ότι μια μέρα τα παιδιά μου θα μάθουν τι συνέβη στον μπαμπά τους»
Ο Ράιτ βρέθηκε αργότερα, γύρω στο 1990, σε νομαρχιακή φροντίδα, αφού οι γονείς του – μια εθισμένη στο κρακ κοκαΐνη και ο έμπορος της – τον εγκατέλειψαν στη φροντίδα μιας γιαγιάς που ήταν υπεύθυνη για δώδεκα άλλα παιδιά. Αρχικά τοποθετήθηκε σε μια διαφορετική εγκατάσταση, όπως είπε, γρονθοκόπησε μια έγκυο κοινωνική λειτουργό που δεν τον άφηνε να τηλεφωνήσει στο σπίτι και μεταφέρθηκε στο MacLaren.
Εκεί, όπως είπε, ήταν «ένα προβληματικό παιδί» το οποίο ξυλοκοπούσαν τακτικά και, με την πάροδο του χρόνου, ναρκωνόταν και κακοποιούνταν σεξουαλικά από μέλη του ιατρικού προσωπικού. Είπε ότι βρισκόταν στο MacLaren μέχρι τα 11 του χρόνια περίπου, όταν τον έστειλαν σε μια ομαδική ανάδοχη οικογένεια, από την οποία έφυγε.
Για χρόνια μετά από αυτό, είπε, ζούσε στο δρόμο. Τελικά, είπε, κατέληξε στη φυλακή αφού καταδικάστηκε για απόπειρα δολοφονίας- είπε ότι ήταν μια απόπειρα αυτοάμυνας. Εκεί, είπε, επιτέθηκε αντανακλαστικά σε όποιον υπαινίχθηκε σεξουαλική επαφή, ακόμη και αστειευόμενος.
Μετά την αποφυλάκισή του το 2013, είπε, βρήκε δουλειά πουλώντας ηλιακούς συλλέκτες και παράθυρα βινυλίου από πόρτα σε πόρτα, στη συνέχεια οδηγώντας περονοφόρο ανυψωτικό μηχάνημα και στη συνέχεια οδηγώντας μεγάλο φορτηγό. Τώρα ζει στο προάστιο Covina του Λος Άντζελες, περίπου 15 λεπτά από το συγκρότημα που κάποτε φιλοξενούσε τον MacLaren.

Ο Ραίτ δήλωσε ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά στο MacLaren από το ιατρικό προσωπικό. «Ακόμα και σήμερα, δεν μπορώ να πάω στον οδοντίατρο χωρίς η γυναίκα μου να μου κρατάει το χέρι», είπε. Πηγή φωτό: Eric Thayer για τους New York Times
Η σύζυγός του, Esther, δήλωσε ότι όταν τον γνώρισε, ο μόνος της στόχος ήταν «να δείξει σε αυτόν τον πληγωμένο άνθρωπο ότι κάποιος μπορεί πραγματικά να τον αγαπήσει».
Με την πάροδο του χρόνου, είπαν, έχτισαν μια καλή ζωή. Στην καμπίνα του φορτηγού του, είπε, βρίσκει γαλήνη, ακούγοντας μουσική κάντρι.
«Ακόμα και σήμερα, δεν μπορώ να πάω στον οδοντίατρο χωρίς η γυναίκα μου να μου κρατάει το χέρι. Δεν μπορώ να πάω σε γιατρό. Είμαι 42 ετών και δεν μπορώ να κάνω εξετάσεις», είπε. Ακόμη χειρότερα, φοβάται ότι όταν τα παιδιά του μάθουν τι του συνέβη, θα τον απορρίψουν.
«Φοβάμαι τόσο πολύ ότι μια μέρα θα μάθουν τι συνέβη στον μπαμπά τους», είπε, «και δεν θα είμαι πια ο μπαμπάς τους».
«Η φωνή μου ακούστηκε»
Οι δικηγόροι και των δύο πλευρών αναγνώρισαν ότι οι καταγγελίες που έγιναν βάσει του νέου νόμου ήταν επώδυνες και έντονα δύσκολες για όλα τα μέρη. Έχουν περάσει χρόνια. Μάρτυρες έχουν πεθάνει. Οι ζωές προχώρησαν.
Πολλοί που εργάστηκαν επί γενεές στο εκτεταμένο σύστημα παιδικής πρόνοιας και δικαιοσύνης ανηλίκων της κομητείας το έκαναν με τις καλύτερες προθέσεις. Οι αξιωματούχοι δήλωσαν ότι ήλπιζαν ότι το εύρος του διακανονισμού θα καταδείκνυε τη δέσμευση της κομητείας να διασφαλίσει ότι αυτό που φέρεται να έγινε στον Ράιτ, στην Μαίρη Άλις και τη Σίρλει δεν θα συνέβαινε ποτέ ξανά.

Το Κέντρο Παιδιών MacLaren έκλεισε το 2003. Πηγή φωτό: Robert Gauthier / Los Angeles Times
«Εκ μέρους της κομητείας, ζητώ ολόψυχα συγγνώμη από όλους όσοι ζημιώθηκαν από αυτές τις καταδικαστέες πράξεις», ανέφερε σε δήλωσή της η Fesia Davenport, διευθύνουσα σύμβουλος της κομητείας.
Οι τρεις ενάγοντες δήλωσαν ότι δεν γνώριζαν αν ο διακανονισμός θα ανακουφίσει τον πόνο τους. Αλλά από τότε που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα, είπαν, τουλάχιστον ένα πράγμα είχε αλλάξει.
«Όταν το άκουσα, νομίζω ότι ούρλιαξα, ήμουν τόσο συγκλονισμένη», είπε κλαίγοντας η Σίρλει. «Η φωνή μου ακούστηκε. Η γ@μημένη η φωνή μου. Ακούστηκε. Εμένα. Ακούστηκε επιτέλους η φωνή μου…»
Πηγή: TA NEA – World