Πώς επηρεάζει αυτό τις εξελίξεις στη χώρα;
Το καλοκαίρι του 2007, η έντονα προσκείμενη στον Ούγκο Τσάβες δημοσιογράφος και δικηγόρος Eva Golinger, εμφανίστηκε στην κρατική τηλεόραση της Βενεζουέλας και με τη βοήθεια ενός χειρόγραφου διαγράμματος σε έναν πρόχειρο πίνακα ανακοινώσεων ονόμασε αρκετούς συναδέλφους της δημοσιογράφους, οι οποίοι υποτίθεται ότι είχαν δεχτεί χρηματοδότηση από τις ΗΠΑ για να βοηθήσουν στην κατάρρευση του περιβόητα αριστερού αντιαμερικανού προέδρου της χώρας.
«Οι δημοσιογράφοι αυτοί είναι παράγοντες αποσταθεροποίησης», είπε η Golinger και εξήγησε ότι είχαν συμμετάσχει σε πληρωμένα από τις ΗΠΑ προγράμματα που έχουν σχεδιαστεί για την προώθηση μιας φιλοαμερικανικής ατζέντας, στόχος της οποίας ήταν η δημιουργία ενός αντισοσιαλιστικού κλίματος στη Βενεζουέλα.
Η κατηγορία δεν προκάλεσε τον σάλο στον οποίο ήλπιζε η Golinger. Οι δημοσιογράφοι διερευνήθηκαν ελαφρώς από μια επιτροπή της κυβέρνησης, αλλά αυτό προκάλεσε την άμεση δημόσια κατακραυγή – στην πραγματικότητα , πολλοί οπαδοί του Τσάβες απέρριψε αυτές τις Μακαρθικές τακτικές, υποστηρίζοντας ότι έβλαπταν την εικόνα τους.
Το περιστατικό όμως, προκάλεσε ανησυχία στην πρεσβεία των ΗΠΑ στο Καράκας. Σε μια αποκάλυψη που κυκλοφόρησε από το Wikileaks με τίτλο «IV Participants and USAID Partners Outed, Again», που περιγράφει την τηλεοπτική εμφάνιση της Golinger και τα επακόλουθα της, ένας υπάλληλος της πρεσβείας έγραψε ότι ο κόσμος έχει αρχίσει να γίνεται επιφυλακτικός προς τις επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται από τις ΗΠΑ. «Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να πειστούν οι υποστηρικτές του Τσάβες να συμμετάσχουν σε ένα πρόγραμμα που αντιλαμβάνονται ως δυνητικά απειλητικό προς την καριέρα τους», έγραψε ο αξιωματούχος. Με άλλα λόγια, αν και η Golinger ντροπιάστηκε φέρνοντας στο προσκήνιο την ιστορία, οι ΗΠΑ πραγματικά προσπαθούσαν να ρίξουν τον Τσάβες διοχετεύοντας χρήματα στους αντιπάλους του.
Από τότε, οι ΗΠΑ συνέχισαν την πάγια πρακτική τους, αυτή της χρηματοδότησης προγραμμάτων τα οποία συχνά ισχυρίζεται ότι αποσκοπούν στην προώθηση των δίκαιων εκλογών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά ταυτόχρονα ενισχύουν τις ομάδες της αντιπολίτευσης της Βενεζουέλας – και αυτά τα χρήματα ίσως επηρεάζουν τις συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες που έχουν βοηθήσει να τεθεί τη χώρα σε μια πολιτική κρίση.
Τα προγράμματα αυτά έχουν διάφορα ονόματα και στόχους. Μερικά έχουν σαφώς καλοπροαίρετους στόχους. Ένα από αυτά για παράδειγμα, στοχεύει στην αποθάρρυνση της βίας κατά των γυναικών. Όμως και άλλες προσπάθειες των ΗΠΑ στη Βενεζουέλα είναι προκλητικά πολιτικές, όπως ένα πρόγραμμα USAID του 2004, το οποίο σύμφωνα με το Wikileaks, θα δαπανούσε $450,000 για «την παροχή κατάρτισης στα πολιτικά κόμματα σχετικά με το σχεδιασμό, τον προγραμματισμό και την εκτέλεση των εκλογικών εκστρατειών». Το πρόγραμμα επίσης θα δημιουργούσε «σχολές εκπαίδευσης για εκστρατείες» που θα προσλάμβανε campaign managers και τόνιζε «την ανάπτυξη βιώσιμων στρατηγικών σχεδιασμού εκστρατείας και την αποτελεσματική επικοινωνία των ιδεολογιών του κόμματος στους ψηφοφόρους».
Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ακριβώς πόσα χρήματα έχουν ξοδέψει οι ΗΠΑ σε αυτά τα πολιτικά προγράμματα στη Βενεζουέλα από τότε που εξελέγη για πρώτη φορά ο Τσάβες το 1998, αλλά μερικές εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό στα περίπου $50 έως $60 εκατ. δολάρια. Μόνο φέτος, ο Πρόεδρος Ομπάμα προέβλεψε τη χρήση 5 εκατομμυρίων δολαρίων για να «στηρίξει τις προσπάθειες οικοδόμησης πολιτικών ανταγωνισμού» στη Βενεζουέλα.
Είναι κατανοητό, λοιπόν, το γεγονός ότι ορισμένοι επικριτές της αντιπολίτευσης της Βενεζουέλας υποστήριξαν ότι οι διαδηλώσεις οφείλονται εν μέρει στην ανάμιξη των ΗΠΑ.
«Σίγουρα υπάρχει κάποια βιολογική κίνηση ενάντια στην κυβέρνηση. Υπάρχουν ανησυχίες για την εγκληματικότητα και άλλα πράγματα», δήλωσε ο Roberto Lovato, ένας δημοσιογράφος που κάλυψε τον πόλεμο των ναρκωτικών και των κοινωνικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική. «Αλλά αν δεν υπολογιστούν τα εκατομμύρια των δολαρίων που έχουν ήδη δαπανηθεί για την αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης και τη στήριξη των ηγετών της αντιπολίτευσης, η ιστορία δεν είναι ολοκληρωμένη».
Ο Lovato πρόσθεσε ότι αυτή η μορφή χρηματοδότησης από την κορυφή προς τα κάτω, ενός κινήματος διαμαρτυρίας, είναι παρόμοια με το πώς το αμερικανικό Τea Party ισχυρίζεται ότι είναι μια λαϊκή κινητοποίηση των καθημερινών ανθρώπων, αλλά ταυτόχρονα είναι σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτούμενο από λίγους πλούσιους ιδιώτες, όπως οι δισεκατομμυριούχοι αδελφοί Koch.
Αν και υπάρχουν διαφωνίες σχετικά με τις βασικές αιτίες για την υψηλή εγκληματικότητα, τις ελλείψεις αγαθών και την πολιτική καταπίεση που τροφοδοτεί τις διαδηλώσεις εναντίον του προέδρου Nicolas Maduro, κανείς δεν αρνείται ότι οι κάτοικοι της Βενεζουέλας υποφέρουν. Υπάρχουν όμως αναμφίβολα πολλά διεθνή συμφέροντα που διακυβεύονται εδώ και τόσο οι πλούσιοι στη Βενεζουέλα όσο και οι πολυεθνικές εταιρείες θα είναι στην ευχάριστη θέση να δουν για παράδειγμα, την ιδιωτικοποίηση της πετρελαϊκής βιομηχανίας της χώρας.
«Αυτή δεν είναι απαραιτήτως μια περίπτωση όπου οι ΗΠΑ εκτελούν χρέη μαριονετίστα, λέγοντας στην αντιπολίτευση τι να κάνει, αλλά η κυβέρνηση των ΗΠΑ επιθυμεί να ρίξει την κυβέρνηση Maduro από την εξουσία, όπως ακριβώς ήθελαν να κάνουν με τον Τσάβες», δήλωσε ο George Ciccariello – Maher, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Drexel και συγγραφέας ενός βιβλίου για τον Τσάβες. «Υπάρχουν επίσης να πολλοί πλούσιοι επιχειρηματίες στη Βενεζουέλα, που έχουν στηρίξει οικονομικά την αντιπολίτευση. Αλλά το ενδιαφέρον τους δεν είναι μόνο πολιτικό – θέλουν να πάρουν στα χέρια τους τα χρήματα από το πετρέλαιο».
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πολλοί από τους αντιπάλους του Maduro είναι πλούσιοι και προέρχονται από οικογένειες της ελίτ που έχουν σημαντικούς δεσμούς με επιχειρηματικά συμφέροντα και αντιτίθενται εδώ και καιρό στην κυβέρνηση του Τσάβες. Ένα παράδειγμα είναι ο φυλακισμένος ηγέτης της αντιπολίτευσης Leopoldo López, ο οποίος προέρχεται από μια πλούσια οικογένεια της Βενεζουέλας, σπούδασε στο Χάρβαρντ, είναι ξαδέρφια με τον ιδιοκτήτη της μεγαλύτερης εταιρείας τροφίμων στη Βενεζουέλα και του οποίου η μητέρα είναι αντιπρόεδρος εταιρικών υποθέσεων στον Όμιλο Cisneros, τον μεγαλύτερο όμιλο μέσων μαζικής ενημέρωσης στη Λατινική Αμερική. (Ο δισεκατομμυριούχος Gustavo Cisneros, ιδρυτής της εταιρείας, είναι δεινός επικριτής του κινήματος του Τσάβες, ο οποίος διατηρεί στενούς δεσμούς με την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ένα έγγραφο των Wikileaks από το 2004 περιγράφει μια συνάντηση που είχε με τον Αμερικανό πρέσβη για να συζητήσουν τρόπους για την σταδιακή απομάκρυνση του Τσάβες από την εξουσία.)
Ναι λοιπόν, η αντιπολίτευση αποτελείται από τα πολιτικά κόμματα που έχουν λάβει σημαντική χρηματοδότηση από τις ΗΠΑ και οδηγούνται από τον καλά δικτυωμένο López. Μήπως αυτό σημαίνει ότι οι διαμαρτυρίες δεν γίνονται για να βοηθήσουν τους φτωχούς, αλλά αντ ‘αυτού μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των πλούσιων της Βενεζουέλας;
Ένας από τους διευθυντές του πολιτικού κόμματος του Lopez, του Voluntad Popular (Λαϊκή Θέληση ), είναι ο Juan Andrés Mejía, ένα 27χρονος ακτιβιστής ο οποίος συνεργάζεται με τον Lopez από το 2009 και που τώρα κάνει master στο Χάρβαρντ. Παραδέχεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των διαδηλωτών της αντιπολίτευσης προέρχεται από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα και καθοδηγείται από την ελίτ της Βενεζουέλας. Ωστόσο, ισχυρίζεται ότι η υποστήριξη μεταξύ των φτωχών αυξάνεται.
«Αυτό που έκανε σωστά ο Τσάβες ήταν να δώσει φωνή στους φτωχούς. Πριν από το 1999, δεν το είχαν αυτό, δήλωσε ο Mejía, αναφερόμενος στη χρονιά που ανέλαβε την εξουσία ο Τσάβες. «Αλλά οι ηγέτες της αντιπολίτευσης σήμερα δεν συμφωνούν με την κυβέρνηση πριν από τον Τσάβες, έτσι αυτό δεν θα αλλάξει. Και είναι αλήθεια ότι πολλοί από τους φτωχούς εξακολουθούν να υποστηρίζουν τον Μαδούρο, αλλά αυτό αλλάζει επειδή οι πολιτικές της σημερινής κυβέρνησης προκαλούν προβλήματα για όλους».
Ό,τι αφορά στη χρηματοδότηση των ΗΠΑ, ο Mejía πιστεύει ότι δεν πρέπει να έχει σημασία. «Εφ ‘όσον δεν είναι παράνομο, αν μια άλλη χώρα θέλει να μας βοηθήσει να κάνουμε τις εκλογές πιο διαφανείς και να συμβάλει στην ενίσχυση ενός πολιτικού κόμματος, δεν βλέπω πού είναι το κακό», είπε . «Εκτός αυτού, οι οπαδοί του Τσάβες έχουν στο πλευρό τους, τους Κουβανούς και τους Ρώσους.
Και παρόλο που το Voluntad Popular συχνά αναφέρεται ως το πιο δεξιό και καπιταλιστικό από τα κόμματα της αντιπολίτευσης της Βενεζουέλας, ο Mejia κολλάει στην περιγραφή. «Το μόνο που θέλουν να κάνουν είναι να ανοίξουν τις αγορές της Βενεζουέλας, πράγμα που θα βοηθήσει τους φτωχούς.»
«Οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι απαραίτητες για την ενίσχυση της οικονομίας της Βενεζουέλας», είπε, «αλλά δεν νομίζω ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις από μόνες τους είναι αρκετές για να οδηγήσουν τον κόσμο προς την πρόοδο».
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης όπως το Voluntad Popular θέλουν ένα δραστικά διαφορετικό οικονομικό μοντέλο από αυτό που έχει σήμερα η Βενεζουέλα. Ο Mejía όμως μου είπε ότι δεν θέλουν να εξαλειφθεί εντελώς το σοσιαλιστικό στοιχείο από την κυβέρνηση της Βενεζουέλας. Ο Mejía υποστηρίζει ότι θα εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τα χρήματα από το πετρέλαιο για την παροχή κοινωνικών προγραμμάτων για τους φτωχούς, όπως κάνει η σημερινή κυβέρνηση, αλλά θα εξετάσουν επίσης τις δυνατότητες να κάνουν κάτι παρόμοιο με αυτό που έχει κάνει η Νορβηγία με τα κέρδη της από το πετρέλαιο και να επενδύσουν σε μετοχές για να δημιουργήσουν ένα κυβερνητικό συνταξιοδοτικό ταμείο.
Με την εξέλιξη όμως των πραγμάτων στη Βενεζουέλα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σοσιαλιστική κυβέρνηση έχει αποδυναμωθεί και ότι τα εταιρικά συμφέροντα έχουν λάβει μια ώθηση, κάτι το οποίο ήταν από την αρχή ο λόγος των προγραμμάτων χρηματοδότησης από τις ΗΠΑ.