Πολύ βιάστηκαν να μιλήσουν για «σεισμό Λεπέν» (εφ. «Δημοκρατία») ή για την «κατάρρευση της γερμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη» (εφ. «Kontranews») οι εγχώριοι θαυμαστές της γαλλικής Ακροδεξιάς, αλλά το αποτέλεσμα των προχθεσινών εκλογών δεν τους δικαιώνει.
Καθώς φαίνεται ξεχνούν ότι ακριβώς πριν από δεκαπέντε χρόνια ο «σκληρός» πατέρας Λεπέν είχε υπολειφθεί μόλις 3% του Ζακ Σιράκ (16,86% έναντι 19,88%) καταλαμβάνοντας και πάλι τη δεύτερη θέση.
Η επίδοση του Λεπέν υπήρξε μάλιστα συγκριτικά πιο μεγάλη από της κόρης του, αν συνυπολογιστεί το 2,34% του Μπρούνο Μεγκρέ, ο οποίος μέχρι το 1998 ήταν υπαρχηγός του λεπενικού Εθνικού Μετώπου.
Μόνο που τότε θεωρήθηκε προφανές από όλα τα κόμματα του «συνταγματικού τόξου» ότι οφείλουν να προστρέξουν στην υπερψήφιση του Σιράκ κατά τον δεύτερο γύρο, επιτυγχάνοντας έτσι μια πρωτοφανή συσπείρωση.
Το ποσοστό του Λεπέν αυξήθηκε λιγότερο από 1%, ενώ ο Σιράκ θριάμβευσε με 82,21%.
Τότε ο γαλλικός Τύπος είχε μιλήσει πράγματι για «σεισμό» και είχε συμβάλει στην αντιμετώπιση της ακροδεξιάς απειλής με αποφασιστικό τρόπο.
Στις δυτικές Δημοκρατίες της κρίσης δεν είναι όμως όλα αυτά αυτονόητα.
Το είδαμε στις ΗΠΑ με τον Τραμπ και ορισμένοι ελπίζουν ότι θα το δούμε και στην Ευρώπη με τη Λεπέν.
Ανέλπιστη βοήθεια προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να παρέχει η δήλωση «ουδετερότητας» του Ζαν-Λικ Μελανσόν, ο οποίος απέφυγε να τοποθετηθεί εναντίον της Λεπέν μετά τα αποτελέσματα.
Με τη στάση αυτή, δυστυχώς, ο εκπρόσωπος της Αριστεράς κινδυνεύει να γκρεμίσει όσα έχτισε με τόσο κόπο κατά την προεκλογική περίοδο, με μια εξαιρετική καμπάνια και μια πειστική προσωπική παρουσία.
Ο Μελανσόν υπήρξε ο τρίτος «νικητής» των εκλογών, εφόσον έφτασε τόσο κοντά στη διεκδίκηση της εισόδου του στον δεύτερο γύρο, κάτι που φαινόταν πριν από λίγο καιρό αδιανόητο.
Δυσκολίες…
Η σιωπή του, τώρα, μοιάζει να δικαιώνει όλους τους δεξιούς πολιτικούς του αντιπάλους, οι οποίοι σκόπιμα τον τσουβάλιαζαν με τη Λεπέν, και αφήνει τους υποστηρικτές του έκθετους στη συκοφαντική κριτική των «δύο άκρων», την οποία γνωρίσαμε και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.
Δυστυχώς η γαλλική Αριστερά, μαζί με την παράδοση της αντιφασιστικής αντίστασης, σέρνει πίσω της και μια σκοτεινή ιστορία που πηγάζει από τη δυσκολία της να αντιμετωπίσει στο επίπεδο των λαϊκών στρωμάτων την ανερχόμενη Ακροδεξιά του Εθνικού Μετώπου.
Ηταν το μακρινό 1981, όταν ο κομμουνιστής δήμαρχος του προαστίου Βιτρί σιρ Σεν (Vitry-sur-Seine) του Παρισιού έβαλε μπουλντόζες για να γκρεμίσει έναν ξενώνα που φιλοξενούσε 300 μετανάστες από το Μάλι.
Η υπόθεση αυτή, που έχει μείνει στην ιστορία ως το επεισόδιο της «μπουλντόζας του Βιτρί», περιγράφτηκε από τον φιλόσοφο Ετιέν Μπαλιμπάρ σ’ ένα έξοχο άρθρο στο περιοδικό «Νουβέλ Ομπσερβατέρ» (De Charonne à Vitry, 9.3.1981) και του στοίχισε τη διαγραφή από το ΚΚΓ, του οποίου ήταν στέλεχος από το 1962.
Από εκείνη την εποχή οι προσπάθειες της γαλλικής Αριστεράς να ανταγωνιστεί το Εθνικό Μέτωπο στο δικό του πεδίο, υιοθετώντας τη συνθηματολογία υπέρ των «Γάλλων εργατών» και τηρώντας εχθρική στάση έναντι της μετανάστευσης, με το επιχείρημα ότι πρόκειται για «προϊόν του ιμπεριαλισμού» και πιο πρόσφατα της «παγκοσμιοποίησης», οδήγησαν στο εντελώς αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα: στη νομιμοποίηση της ρατσιστικής ρητορικής, τη γιγάντωση του Εθνικού Μετώπου στις εργατικές γειτονιές και τελικά στην περιθωριοποίηση του ΚΚΓ.
Σε μια παρόμοια παγίδα καθώς φαίνεται πέφτει σήμερα ο Μελανσόν. Στη φούρια του να εμφανιστεί ως διαφορετικός από όλους τους άλλους, αποφεύγει να πάρει θέση μεταξύ του Μακρόν και της Λεπέν.
Θεωρεί την επιλογή «ψευτοδίλημμα». Και έτσι, άθελά του, γίνεται ο πρώτος πολιτικός ηγέτης που νομιμοποιεί την ψήφο στο Εθνικό Μέτωπο, έστω και ως μία «εξίσου κακή» επιλογή όπως θα ήταν η υποστήριξη στον νεοφιλελεύθερο Μακρόν.
Το ίδιο σφάλμα έκανε και το χθεσινό πρωτοσέλιδο της «Εφ.Συν.» εξισώνοντας τους δύο μονομάχους του δεύτερου γύρου.
Πλειοψηφικό
Αλλά το εκλογικό σύστημα στη Γαλλία είναι πλειοψηφικό.
Οποιος μπαίνει σ’ αυτή τη διαδικασία γνωρίζει ότι νικητής θα είναι τελικά μόνον ένας, ενώ στον δεύτερο γύρο θα βρίσκονται δύο. Είναι προφανές ότι υπάρχει δίλημμα.
Οποιος θεωρεί ότι είναι ακριβώς το ίδιο η Λεπέν και οποιοσδήποτε άλλος υποψήφιος, όσο «νεοφιλελεύθερος» κι αν είναι, παρέχει μια πρώτης τάξεως υπηρεσία στην ηγερία του Εθνικού Μετώπου.
Και δεν είναι καθόλου σοβαρό το επιχείρημα ότι όποιος καλεί σε καταψήφισή της, αυτομάτως υιοθετεί το πολιτικό πρόγραμμα του αντιπάλου της.
Οι εκλογές είναι μια μόνο στιγμή στην πολιτική διαπάλη και το πλειοψηφικό σύστημα υποχρεώνει σ’ αυτή τη διλημματική επιλογή.
Εδώ υποκρύπτεται ένα δεύτερο ζήτημα που αναδείχτηκε στις προχθεσινές εκλογές.
Για πρώτη φορά οι υποψήφιοι ήταν τόσο απαλλαγμένοι από κομματική στήριξη.
Τα παραδοσιακά κόμματα είχαν απλώς καταρρεύσει (κυρίως το Σοσιαλιστικό).
Η Λεπέν έκρυψε το δικό της κόμμα για να ξεχαστεί η δράση του πατέρα της. Ο Μακρόν τρέχει τώρα να δημιουργήσει κόμμα.
Αλλά και ο Μελανσόν αυτοπροβλήθηκε ως «πρόσωπο», ενώ και το πρόγραμμά του υπήρξε επίσης αυστηρά «προσωπικό».
Ομως, με την υποβάθμιση των κομμάτων δεν χάνει μόνον η Αριστερά. Χάνει και η δημοκρατία.
Γιατί αυτή η υποβάθμιση ανοίγει τον δρόμο στους «σωτήρες».
Και «σωτήρες» δεν υπάρχουν παρά μόνο στην Ακροδεξιά.