Με 46 ευρώ θα μπορούσε κανείς να αγοράσει μερικές δωδεκάδες από το αγαπημένο του αναψυκτικό. Ή δύο μπουκάλια ουίσκι. Ή ακόμα και μία αξιοπρεπή σαμπάνια. Κάποιοι όμως επιλέγουν να δώσουν αυτό το ποσό για να αγοράσουν… ένα λίτρο νερό. Αλλά όχι οποιοδήποτε νερό.
Γράφει ο Σπύρος Πιστικός
Είναι το καπνιστό νερό της Halen Mon, μίας μικρής ουαλικής εταιρείας η οποία είναι περισσότερο γνωστή για το εξαιρετικής ποιότητας αλάτι που παράγει, το οποίο προμηθεύει σε κάποια από τα κορυφαία εστιατόρια του κόσμου. Και ήταν χάρη στη στενή συνεργασία της με ένα εξ αυτών που οδήγησε στην ιδέα του καπνιστού νερού.
Η «Χοντρή Πάπια» του Μπρέι
Ο διακεκριμένος σεφ Heston Blumenthal αναζητούσε έναν απλό τρόπο για να προσδώσει ένα άρωμα καπνού στο ριζότο που θα σέρβιρε στο βραβευμένο με τρία αστέρια Michelin εστιατόριο Fat Duck (Χοντρή Πάπια) στο Μπρέι της Αγγλίας. Ο πιο προφανής τρόπος, σκέφτηκε, ήταν να ξεκινήσει από το νερό. Όμως δεν υπήρχε τίποτα σχετικό στην αγορά. Κι έτσι απευθύνθηκε στον David και την Alison Lea-Wilson, το ζευγάρι που ίδρυσε και «τρέχει» την Halen Mon, ζητώντας τους να φτιάξουν ένα καπνιστό νερό.
«Για οποιονδήποτε άλλο θα έλεγες όχι, κανονικά δεν καπνίζεται το νερό. Αλλά για τον Heston Blumenthal; Σκέφτεσαι: αυτός ο τύπος ξέρει περισσότερα από μένα από φαγητό. Ας αποδεχθούμε την πρόκληση», δήλωσε στο Bloomberg ο David Lea-Wilson.
Και πράγματι, τα κατάφεραν. Μετά από εκατοντάδες δοκιμές, το καπνιστό νερό ήταν γεγονός, με τον Blumenthal να ενθουσιάζεται. Σήμερα το εστιατόριό του, όπου ένα γεύμα με fixed μενού στοιχίζει περίπου 300 ευρώ, χρησιμοποιεί το καπνιστό νερό σε αρκετά πιάτα.
«Μας βοηθά να πετύχουμε ένα συνεπές επίπεδο καπνιστού αρώματος στο πιάτο, ώστε να μην υπερισχύει ποτέ. Το χρησιμοποιούμε στα περισσότερα πιάτα μας που έχουν ένα στοιχείο καπνιστού μέσα τους», εξηγεί στο Bloomberg ο επικεφαλής σεφ του Fat Duck, Jonny Lake.
Η πορεία προς τη λιανική αγορά
Έχοντας παρασκευάσει μερικά λίτρα καπνιστού νερού για λογαριασμό του Blumenthal, οι Lea-Wilson το πήραν μαζί τους σε πλαστικές σακούλες στο φεστιβάλ τροφίμων του Abergavenny στην Ουαλία. Το 2013 άρχισαν να το πωλούν, όμως οι πωλήσεις άρχισαν να «παίρνουν μπρος» το 2015, ξεπερνώντας πλέον το 1 εκατομμύριο λίρες ετησίως.
Τον περασμένο Ιούνιο η Halen Mon παρουσίασε το καπνιστό νερό της στο Fancy Food Show της Νέας Υόρκης, και σχεδιάζει να το προωθήσει στις ΗΠΑ μαζί με το αλάτι της.
Φυσικά, και τα δύο αυτά προϊόντα δεν είναι ακριβώς φτηνά: το καπνιστό νερό πωλείται σε συσκευασίες των 100 ml που στοιχίζουν 4,10 λίρες η καθεμιά – περίπου 4,60 ευρώ, δηλαδή 46 ευρώ το λίτρο! Ωστόσο, στο Διαδίκτυο μπορεί κανείς να το βρει και φθηνότερα, στις 3,95 λίρες (4,42 ευρώ). Όσο για το αλάτι της Halen Mon, αυτό κοστίζει online 3,75 λίρες ανά 100 γραμμάρια (4,20 ευρώ), όμως για την καπνιστή του εκδοχή θα πρέπει να πληρώσετε κάτι παραπάνω, ήτοι 5,5 λίρες ανά 100 γραμμάρια (6,15 ευρώ).
Το μυστικό του καπνίσματος και οι πολλές χρήσεις του
Πώς όμως φτιάχνεται το καπνιστό νερό; Για 10 μέρες, οι Lea-Wilson περνούν φιλτραρισμένο νερό βρύσης μέσα από φίλτρα που περιέχουν ψημένα κομμάτια και ροκανίδια βελανιδιάς. Το αποτέλεσμα είναι ένα υγρό πορτοκαλί χρώματος, παρόμοιο με αυτό του ουίσκι, με ένα καθαρό άρωμα καμένου ξύλου. Η γεύση του είναι πολύ δυνατή, κι έτσι συνιστάται σε όσους το αγοράζουν να βάζουν πρώτα μία μικρή ποσότητα, και κατόπιν αν χρειαστεί να προσθέσουν περισσότερο.
Όπως αναφέρει στην ιστοσελίδα της η εταιρεία, ο τρόπος με τον οποίο «καπνίζεται» το νερό είναι εντελώς φυσικός και δεν περιλαμβάνει χημικά.
Μεταξύ άλλων, το καπνιστό νερό μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σάλτσες, ριζότα, σούπες, ή στην παρασκευή μαγιονέζας, ή μπορεί ακόμα κανείς να φτιάξει με αυτό παγάκια που χρησιμεύουν στην παρασκευή πρωτότυπων κοκτέιλ.
Επίσης, η Marks & Spencer χρησιμοποιεί το καπνιστό νερό στη ζύμη με την οποία παρασκευάζει κάποια είδη ψωμιού, ενώ τα βρετανικά σούπερ μάρκετ Iceland το έχουν χρησιμοποιήσει σε διάφορες μαρινάδες και σάλτσες τους.
Βέβαια, δεν ενθουσιάζονται όλοι με αυτό το προϊόν. «Απλά είναι πολύ καινούργιο. Ο κόσμος δυσκολεύεται με την ιδέα αυτού του προϊόντος. Λένε ‘στο τέλος θα καπνίζετε και τον αέρα’», σημειώνει στο Bloomberg η Allison Lea-Wilson.