Το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου εν Ολύμπω θεωρείται ένα σπάνιας αρχιτεκτονικής ομορφιάς μνημείο με πλούσια ιστορία που συμπληρώνεται από εμπρησμούς, διωγμούς και καταστροφές. Η μεγαλύτερη προήλθε από τους ναζί, στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο Karl Faber. Λίγο πριν πεθάνει ο Γερμανός στρατιώτης έστειλε μια επιστολή στο μοναστήρι η οποία τελειώνει με μια ευχή που σήμερα ακούγεται σχεδόν ουτοπική: την παγκόσμια ειρήνη. Μιλήσαμε με τον ιερονόναχο του μοναστηριού, πατέρα Πορφύριο ο οποίος και μας διηγήθηκε όλη την ιστορία:
“Ήρθα στο μοναστήρι το 1989. Ήμουν τότε 18 χρονών” μας είπε ξεκινώντας την αφήγησή του. Το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1543. Κτήτορας και ιδρυτής είναι ο Άγιος Διονύσιος εν Ολύμπω, ένας τοπικός άγιος. Γεννήθηκε στην Καρδίτσα στο χωριό Σκλάτενα Μουζακίου. Από πολύ νωρίς θέλησε να ασπαστεί τον μοναχισμό και μπήκε στη μονή του Μεγάλου Μετέωρο, στα Μετέωρα, με το όνομα Δανιήλ. Στη συνέχεια, επειδή ήθελε περισσότερη ησυχία και να αφοσιωθεί στην προσευχή, πήγε στο Άγιον Όρος όπου έγινε ηγούμενος στη Μονή Φιλοθέου.
Από την ημέρα που έφυγε χτύπησε τους πρόποδες του Ολύμπου λιμοκτονία, ζώα και άνθρωποι πέθαιναν. Οι κάτοικοι θεώρησαν ότι το κακό οφείλεται στην απουσία του μετέπειτα Αγίου Διονυσίου. Τότε πήγαν στον Αγά και τον παρακάλεσαν να φέρει στέλνοντας αντιπροσώπους του, τον Άγιο πίσω. Κι έτσι έγινε. Με το που γύρισε ε ο Άγιος άρχισε να βρέχει και πάλι μετά από μεγάλο διάστημα ξηρασίας. Έτσι πείστηκε ο Αγάς και του έδωσε την άδεια να χτίσει και να ιδρύσει το μοναστήρι στον Όλυμπο, στο φαράγγι του Ενιπέα. Το έχτισε εκεί γιατί την ώρα που προσεύχονταν τρεις ακτίνες του ηλίου έπεσαν πάνω στο σημείο που χτίστηκε το μοναστήρι. Από τότε καιγόταν κάθε πενήντα χρόνια είτε από φυσικές πυρκαγιές, είτε από πειρατές είτε από πολέμους. Το 1878 στην επανάσταση του Ολύμπου, είχε διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Παραβίασε το Άβατο και άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του στα γυναικόπαιδα για να τα προστατέψει από τον πόλεμο. Ο Βελή Πασάς τότε πήρε 12 μοναχούς και τον ηγούμενο και τους κρέμασε στην πλατεία της Λάρισας. Η κοινοβιακή μορφή του μοναστηριού διήρκησε παρόλα αυτά στους αιώνες.
Η επιστολή του Φάμπερ στο μοναστήρι
Η πιο μεγάλη καταστροφή του μοναστηριού έγινε από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής το 1943. Η Μονή Αγίου Διονυσίου είχε μπει στο στόχαστρο των δυνάμεων κατοχής επειδή υπήρχαν πληροφορίες ότι παρείχε υποστήριξη στους αντάρτες. “Προσπαθούσαν να το βομβαρδίσουν με αεροπλάνα αλλά ένα σύννεφο κάλυπτε πάντα το μοναστήρι και δεν το κατάφερναν” μας είπε ο Πατέρας Πορφύριος. Έτσι μια ομάδα επίλεκτων καταδρομέων ανέβηκε το βουνό με μουλάρια φορτωμένα με δυναμίτη. Ένας στρατιώτης, ο Καρλ Φάμπερ, ζήτησε από τον λοχαγό του να ενταχτεί στην ομάδα που θα έβαζε τους δυναμίτες. Του το επέτρεψαν και εκείνος, όπως αναφέρει ο ίδιος στην επιστολή που μας έστειλε πριν το θάνατο του, είχε και μια φωτογραφική μηχανή Leica με την οποία απαθανάτισε το μοναστήρι πριν καταστραφεί.
“Από έναν Αυστριακό φίλο του που υπηρέτησαν μαζί, πολύ αργότερα το 1986, έμαθε την ύπαρξη της κατεστραμμένης μονής και έτσι πήρε την πρωτοβουλία και μας έστειλε το γράμμα με τις φωτογραφίες. Αυτές οι εικόνες ήταν πολύ σημαντικές για εμάς γιατί βοηθούσαν στο σωστό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του μοναστηριού, που θα χτίζαμε εκ νέου. Το γράμμα του ήταν πολύ συγκινητικό και τελείωνε με την ευχή να μην γίνονται πόλεμοι και να μην καταστρέφονται τέτοιου είδους μνημεία. Το 2003 τον καλέσαμε για να έρθει να μας μιλήσει αλλά δυστυχώς είχε πεθάνει και αντί αυτού ήλθαν η γυναίκα με την κόρη του οι οποίες και έφεραν όλο το ημερολόγιο του από την Ελλάδα. Κατέγραφε τι γινόταν με εικόνες”, συμπλήρωσε ο πρεσβύτερος της μονής. Ο Καρλ Φάμπερ, μισό αιώνα μετά την καταστροφή, έστειλε στους μοναχούς τις εικόνες, προσδοκώντας ότι «ίσως να είναι χρήσιμες στην ανακαίνιση του μοναστηριού». Και πραγματικά βοήθησαν τα μέγιστα γιατί χωρίς αυτές θα ήταν σχεδόν αδύνατη η αναστήλωση του.
Το μοναστήρι, που από το 2017 οργανώνει ιεραποστολές στην κεντρική Τανζανία, αναστηλώνεται με χρηματοδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού. Ακόμα, έπειτα από δικαστική απόφαση δικαιούται αποζημίωσης από τη Γερμανική κυβέρνηση, την οποία και διεκδικεί.