Φτάνει μόνο η εμβάθυνση σε ένα ρόλο για να πραγματοποιηθεί η ενσάρκωση ενός χαρακτήρα ή χρειάζεται και κάτι άλλο, εκτός από το ταλέντο; Ένα μάλλον παραγνωρισμένο χαρακτηριστικό είναι αυτό που μπορεί να χαρακτηρίσει έναν καλό ηθοποιό, αλλά και να βοηθήσει τον καθέναν από εμάς στην καθημερινότητά του
Τα βραβεία των Όσκαρ του 2024 επιβράβευσαν για ακόμα μια φορά εξαιρετικές ερμηνείες στους πρώτους ρόλους που είχαν ήδη ξεχωρίσει, όπως εκείνη της Emma Stone ως Bella Baxter και του Cillian Murphy ως φυσικός Robert Oppenheimer. Εκτός όμως από σκληρή προσωπική δουλειά και διαφορετικές τεχνικές, όπως εκείνη που ανέπτυξε ο Konstantin Stanislavski – το method acting- και θέλει τον ηθοποιό να γίνεται ένα με τον χαρακτήρα του ρόλου, ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που κρύβεται πίσω από κορυφαίες ερμηνείες;
Σύμφωνα με την Δρα Valerie van Mulukom, Επισκέπτρια Λέκτορας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Coventry, πίσω από την καθηλωτική ανάπτυξη ενός χαρακτήρα από έναν ηθοποιό, βρίσκεται επίσης και η ίδια η διαίσθηση. Το ίδιο χαρακτηριστικό κρύβεται πίσω από οποιαδήποτε κορυφαία επίδοση, όπως και στον αθλητισμό αντίστοιχα. Το βασικό, όμως ερώτημα, που αναλύει η ίδια με άρθρο της στο The Conversation, είναι εάν αυτό το χαρακτηριστικό, αν και σε πολλές περιπτώσεις έμφυτο, μπορεί να εκπαιδευτεί, εκπαιδεύοντας τη σκέψη του νου.
Όπως ανέδειξε και η πιο πρόσφατη έρευνά της, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Psychology of Aesthetics, Creativity, and the Arts, η διαίσθηση μπορεί πράγματι να εκπαιδευτεί και να γίνει καλύτερα κατανοητή ως μια «σωματική κατάσταση του νου» που υποστηρίζεται από τις γνωστικές ικανότητες της επίγνωσης του εαυτού μας και του περιβάλλοντός μας μαζί με την εμβάθυνση σε μια εμπειρία. Η διαίσθησή μας βασίζεται σε πολλές ασυνείδητες διεργασίες που υποστηρίζουν όλη τη γνωστική ικανότητα, την αντίληψη και την αλληλεπίδρασή μας με τον κόσμο. Παράλληλα, όμως, δε θα πρέπει να χάνουμε τον εαυτό μας. Τελικά, η διαίσθηση συμβαίνει όταν είμαστε συντονισμένοι τόσο με όσα συμβαίνουν στο σώμα μας όσο και με όσα συμβαίνουν γύρω μας.
Αν το σκεφτούμε, φαίνεται προφανές: εάν δεν γνωρίσουμε τον εαυτό μας, πώς μπορούμε να φτάσουμε στο σημείο να υποδυθούμε κάποιον άλλον; Σύμφωνα με τον William James, τον ιδρυτή της σύγχρονης ψυχολογίας, υπάρχουν δύο πλευρές επίγνωσης: ο «βιωματικός εαυτός» που βιώνει το εδώ και τώρα και η πιο παθητική εκδοχή, που παρατηρεί ή αναλογίζεται τις πράξεις, ο «σκεπτόμενος εαυτός». Αυτή η διάκριση έχει αναγνωριστεί εδώ και καιρό στη νευροεπιστημονική έρευνα, ενώ αντίστοιχα, έχει αποδειχθεί πως ενσυνείδητες πρακτικές, όπως ο διαλογισμός και η ίδια η πρακτική της ενσυνειδητότητας, μπορεί να μας βοηθήσει να μετακινηθούμε από την αναστοχαστική αυτογνωσία στη βιωματική αυτογνωσία μέσω της εκπαίδευσης της προσοχής μας.
Παρόλα αυτά, είναι δύσκολο να διατηρήσουμε την επίγνωσή μας αν ασχοληθούμε πλήρως με κάποια συγκεκριμένη εργασία που χρησιμοποιεί τη διαίσθηση. Γι’ αυτό απαιτείται μια άλλη ικανότητα: την ικανότητα της εμβάθυνσης. Αν μιλήσουμε για τους ηθοποιούς, αυτοί ενεργούν διαισθητικά όταν εμβαθύνουν σε έναν ρόλο με πλήρη προσοχή και επίγνωση της φαντασίας, καθώς και πλήρη επίγνωση του εαυτού τους αλλά και του περιβάλλοντος τους. Βυθίζονται πλήρως στην επίγνωση της εμπειρίας – έχουν δηλαδή βιωματική επίγνωση.
Τελικά, οι ασκήσεις για την τόνωση της καταβύθισης σε κόσμους ιστοριών μέσω του παιχνιδιού ρόλων και της φανταστικής εξερεύνησης αλλά και ο διαλογισμός ήταν εκείνες οι πρακτικές που βοήθησαν τους ηθοποιούς, που έλαβαν μέρος στη μελέτη της ειδικού, να ενισχύσουν την προσοχή και την εστίαση. Αν και η παρατήρηση αυτή αφορούσε ηθοποιούς, η ειδικός προτείνει πως αντίστοιχες πρακτικές θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να είμαστε καθημερινά εστιασμένοι.