Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τσάντα είναι ένα από βασικότερα και αγαπημένα αξεσουάρ των γυναικών. Αποτελεί το κινητό θησαυροφυλάκιο τους, αφού εκεί κουβαλούν όλα τα απαραίτητα της καθημερινότητας τους, από το πορτοφόλι μέχρι το νεσεσέρ των καλλυντικών και χίλια δυο άλλα μικροσκοπικά σύμβολα θηλυκότητας και «ασφάλειας». Για τις περισσότερες γυναίκες μια τσάντα δεν είναι ποτέ αρκετή. Αντιθέτως η δημιουργία μιας συλλογής, μικρής ή μεγάλης, από τσάντες διαφόρων χρωμάτων και μεγεθών θεωρείται σημαντικό γυναικείο επίτευγμα, καθώς μια τσάντα-αξεσουάρ για κάθε περίσταση αναβαθμίζει χωρίς αμφιβολία οποιοδήποτε στιλιστική εμφάνιση.
Φυσικά υπάρχουν τσάντες και τσάντες. Τσάντες υφασμάτινες, δερμάτινες, πλεκτές, τσάντες που θυμίζουν έργα τέχνης, τσάντες ανώνυμες και τσάντες που φωνάζουν από μακριά το όνομα της κατασκευαστικής εταιρείας ή του οίκου από τον οποίο προέρχονται. Οι τιμές κυμαίνονται φυσικά και η καμπύλη είναι τόσο μεγάλη που όσο πιο ψηλά ανεβαίνει σταματάμε να μιλάμε για την αγορά ενός απλού αξεσουάρ και αναφερόμαστε σε μια επένδυση.
Τσάντες επώνυμων οίκων όπως Chanel, Gucci, Saint Laurent, Dior, Louis Vuitton, Prada και άλλες «καλοβαφτισμένες» γίνονται επενδυτικοί θησαυροί που μπορούν να διατηρηθούν για μια ολόκληρη ζωή. Τι γίνεται όμως όταν η επένδυση χάνει την αξία της; Όταν ο αγοραστής αισθάνεται ότι απέκτησε υπερεκτιμημένα το πολυπόθητο αντικείμενο; Πριν μερικά χρόνια η εταιρεία Louis Vuitton (LVMH) κλονίστηκε όταν στην ελληνική αγορά – και πιο συγκεκριμένα στο κατάστημα της Κηφισιάς – ακούστηκε ότι πωλούσε τσάντες που δεν είχαν κατασκευαστεί στις μονάδες παραγωγής του γαλλικού οίκου, αλλά σε πρόχειρα τουρκικά εργοστάσια που καμία σχέση δεν είχαν με την εταιρεία.
Το νέο σκάνδαλο που πριν λίγες μέρες ξέσπασε στην Ιταλία με τις εταιρείες Dior, Armani και Alviero Martini Spa έφερε στο προσκήνιο πολλά ερωτηματικά για την αγορά πολυτελών ειδών και κατά πόσο οι καταναλωτές θα πρέπει να επενδύουν σε αυτήν. Σύμφωνα με όσα διέρρευσαν από τις ιταλικές αρχές οι αναφερόμενες εταιρείες έχουν προσλάβει υπεργολάβους, που με τη σειρά τους απασχολούν Κινέζους εργάτες ή άλλης εθνικότητας μετανάστες, οι οποίοι αμείβονται με δύο ή τρία δολάρια ανά ώρα. Μάλιστα αρκετοί εργάτες διανυκτερεύουν μέσα στα εργοστάσια προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγή.
Άξια συζήτησης είναι και τα κόστη παρασκευής που βγήκαν στην επιφάνεια. Μία τσάντα Dior που στην αγορά διατίθεται με το ποσό των 2.780 δολαρίων κατασκευάζεται με 57 δολάρια, ενώ μια τσάντα Armani έχει κόστος κατασκευής 270 δολάρια και πωλείται περίπου στα 2.000 δολάρια.
Τελικά τι πληρώνουν οι καταναλωτές ποιότητα ή λογότυπο; Λογικά πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα δύο γιατί η εταιρεία δεν έχει μόνο το κόστος παραγωγής. Υπάρχει η διαφημιστική επένδυση, το καίριο εμπορικό σημείο, η πολυτέλεια του καταστήματος, η εξειδικευμένη πωλήτρια, η ειδική συσκευασία, το όνομα του προϊόντος που πουλάει το όνειρο της επιτυχίας για εκείνον ή εκείνη που το αποκτά, όλα έχουν ένα κόστος για την εταιρεία και στη συνέχεια ένα τίμημα -bαυξητικόb- για τον τελικό καταναλωτή. Αυτό όμως που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι να γνωρίζει ο αγοραστής γιατί δαπανά υψηλά ποσά για το προϊόν που θέλει να αποκτήσει. Είναι μέρος του status quo, της κοινωνικής κατάστασης στην οποία περιφέρεται, δείγμα οικονομικής ανόδου ή απέλπιδα προσπάθεια να παρουσιάσει μια εικόνα που στην πραγματικότητα δεν τον εκφράζει;