Από το 1895 που ιδρύθηκε, ο οίκος Berluti έχει καλλιεργήσει το δικό του μοναδικό στυλ, συνδυάζοντας την τόλμη, τη φαντασία, την αγάπη για το κλασικό και την απαράμιλλη δεξιοτεχνία.
Στον κόσμο των υποδημάτων και των αξεσουάρ, λίγοι είναι οι οίκοι που μπορούν να περηφανευτούν για την ιστορία τους και το «savoir-faire» τους. Ανάμεσά τους ο Berluti, ένα «Μaison» που αποτελεί οικογενειακή υπόθεση και ιδρύθηκε το 1895 στο Παρίσι.
H Ιστορία
«Δεν μπορείς να είσαι κομψός αν δεν είσαι άνετος και καλoντυμένος» ισχυριζόταν ο Αlessandro Berluti, που γεννήθηκε το 1865 σε ένα μικρό χωριό του Μάρκε στην Ιταλία, εκπαιδεύτηκε σαν επιπλοποιός και στα 19 του έφυγε για το Παρίσι για να κυνηγήσει το όνειρό του. Μία δεκαετία αργότερα ίδρυσε τον οίκο, κατασκευάζοντας bespoke παπούτσια για πελάτισσες όπως η χορεύτρια και χορογράφος Ιsadora Dunkan και η επιχειρηματίας Elizabeth Arden. Το Παρίσι του μεσοπολέμου ήταν μια λαμπερή, αδιάκοπη γιορτή και ο Torello Berluti αγκάλιασε με ενθουσιασμό την τέχνη της κατασκευής κατά παραγγελία παπουτσιών που έμαθε από τον πατέρα του, Αlessandro. Με μια βαθιά αγάπη για την υποδηματοποιία και μια ευαισθησία που θύμιζε καλλιτέχνη, τα σχέδιά του γρήγορα θαυμάστηκαν ως η πεμπτουσία της κομψότητας και το 1928 άνοιξε η πρώτη μπουτίκ στο 8ο διαμέρισμα, κοντά στην Champs-Elysees.
H τέχνη μεταβιβάζεται από πατέρα σε γιο και ο Talbinio, γιος του Τοrello, που γεννήθηκε αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σπούδασε αρχιτεκτονική ενώ παράλληλα εργαζόταν μαζί με τον πατέρα του. To όραμα του ήταν να κάνει τον οίκο πασίγνωστο και οδηγούμενος από μια δίψα για αλλαγή το 1959 παρουσίασε την πρώτη συλλογή με ready-to-wear υποδήματα, που έφερε όλα τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής κατασκευής υποδημάτων, ανοίγοντας τις πόρτες του οίκου σε μια ευρύτερη, νεότερη, πιο μοντέρνα πελατεία. «Το πνεύμα του οίκου βρίσκεται εκεί όπου ο σεβασμός του τεχνίτη συναντά την πρόκληση του καλλιτέχνη» έλεγε.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 τα ηνία ανέλαβε η Οlga Berluti, ξαδέρφη του Talbinio, φέρνοντας στον οίκο την ενέργεια και το ταλέντο της, μαζί με μια τολμηρή προσέγγιση και καινοτόμες ιδέες. Εκείνη την εποχή το κατάστημα στη rue Marbeuf ήταν κάτι ανάμεσα σε showroom και σαλόνι, όπου πελάτες όπως ο Francois Truffaut, ο Yves Saint Laurent, ο Pierre Berge, ο Andy Warhol και ο Karl Lagerfeld χαλάρωναν και κουβέντιαζαν στις αναπαυτικές πολυθρόνες του. Τη δεκαετία του ’80, η Olga τελειοποίησε την τεχνική της πατίνας και λίγο αργότερα, ανέπτυξε το αποκλειστικό δέρμα Venezia του οίκου, φέρνοντας επανάσταση στο παραδοσιακό ανδρικό υπόδημα, καθώς ενσωμάτωσε νέες αποχρώσεις -εκείνη την εποχή άλλωστε τα περισσότερα παπούτσια ήταν μαύρα ή καφέ.
Η τέχνη του bespoke υποδήματος
Σήμερα ο οίκος Berluti σχεδιάζει υποδήματα, τσάντες, ready-to-wear ενδύματα και αξεσουάρ, συνδυάζοντας την απαράμιλλη δεξιοτεχνία με τις κλασικές, καθαρές γραμμές. Θεμέλιο όμως του οίκου είναι το bespoke υπόδημα. Η κληρονομιά του επιπλοποιού Alessandro Berluti, που είχε ταλέντο στην ξυλογλυπτική και την ισορροπία των όγκων, πέρασε από γενιά σε γενιά και σήμερα είναι εμφανής στην τελειότητα της κατασκευής και την προσοχή στη λεπτομέρεια – μια ραφή ή μια καμπύλη αποκαλύπτουν τους κώδικες και τις αξίες του οίκου. Οσο για το περίφημο δέρμα Venezia και την πατίνα Βerluti που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1980, δίνουν την ευκαιρία στον οίκο να δημιουργήσει παπούτσια που αφηγούνται την ιστορία του κατόχου τους και αντανακλούν την ψυχή του. Το δέρμα Venezia αλληλεπιδρά όμορφα με τα χρώματα, τα οποία αποκτούν εξαιρετική διαφάνεια και βάθος. Και τα παπούτσια αποπνέουν ζωή και χαρακτήρα, καθώς κάθε πατίνα είναι μοναδική.
Τα στάδια κατασκευής
Ενας αιώνας ιστορίας, δεξιοτεχνίας και δημιουργικότητας συνοψίζεται σε ένα ζευγάρι bespoke παπούτσια Berluti, με την κατασκευή του να απαιτεί περίπου 250 εργασίες, 50 ώρες, τρία ραντεβού με έναν master υποδηματοποιό και την αφοσίωση πολλών εξειδικευμένων τεχνιτών. Κάθε δημιουργία του οίκου έχει τον πελάτη στο επίκεντρο. Η εμφάνιση του, το βάδισμά του, οι ανάγκες του, το δικαίωμα στην απόλυτη άνεση, ο τρόπος με τον οποίο ορίζει την κομψότητα – είναι οι παράγοντες που θα καθορίσουν τον σχεδιασμό του παπουτσιού.
Ολα ξεκινούν με μία συνάντηση στον πριβέ χώρο μιας μπουτίκ στο Παρίσι ή σε κάποια άλλη πόλη του κόσμου, ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που αγαπούν τη δεξιοτεχνία: τον πελάτη και τον master υποδηματοποιό του οίκου. Ο δεύτερος, αφού ακούσει τις επιθυμίες και γνωρίσει τις συνήθειες του πελάτη, θα προτείνει το ιδανικό σχήμα και θα συζητήσει για την ευρυχωρία της εφαρμογής, το πάχος της σόλας, το χρώμα της επένδυσης, το υλικό – ενώ το επώνυμο δέρμα Venezia του οίκου είναι η πιο συχνή επιλογή πελατών, μια μεγάλη ποικιλία δερμάτων είναι επίσης διαθέσιμη για δημιουργίες κατά παραγγελία- και την πατίνα. Στη συνάντηση διερευνάται κάθε επιλογή για να δημιουργηθεί ένα απαράμιλλα μοναδικό ζευγάρι παπούτσια. Στη συνέχεια ακολουθεί μια σειρά βημάτων για την κατασκευή των bespoke υποδημάτων.
Πρώτο στάδιο η μέτρηση. Από έξι έως και δέκα μετρήσεις είναι απαραίτητες για την αξιολόγηση της μορφολογίας, του μεγέθους και της ευαισθησίας του ποδιού του πελάτη. Οι μετρήσεις λαμβάνονται από τον κύριο υποδηματοποιό, χρησιμοποιώντας ένα φύλλο μέτρησης στο οποίο σημειώνονται όλες οι απαραίτητες πληροφορίες. Ακολουθεί η κατασκευή του καλαποδιού, το οποίο σμιλεύεται σταδιακά σε ένα κομμάτι σκληρό ξύλο, χρησιμοποιώντας ένα εργαλείο που ονομάζεται paroir και στη συνέχεια ακονίζεται με λίμα και λειαίνεται με γυαλόχαρτο. Η απόλυτη ακρίβεια σε αυτό το στάδιο διασφαλίζει ότι το υπόδημα που θα κατασκευαστεί θα σέβεται απόλυτα τη μορφολογία του ποδιού, διατηρώντας παράλληλα την κομψή γραμμή του.
Ακολουθεί ένα δεύτερο ραντεβού με τον πελάτη, ο οποίος θα δοκιμάσει ένα μοντέλο των παπουτσιών του φτιαγμένο σε προσωρινό δέρμα. Σε αυτό το στάδιο αξιολογείται η εφαρμογή και το στυλ του μοντέλου και ο master υποδηματοποιός σημειώνει τυχόν διορθώσεις που απαιτούνται ώστε να δημιουργηθεί το τέλειο ζευγάρι παπούτσια.
Στη συνέχεια ο σχεδιαστής αναλαμβάνει τη δημιουργία του μοτίβου. Καλύπτει το καλαπόδι με έναν αυτοκόλλητο καμβά, πάνω στον οποίο σχεδιάζει το μοντέλο και μετά απλώνει αυτόν τον καμβά και τον αναπαράγει σε ένα ειδικό χαρτόνι. Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο, τα κομμάτια του δέρματος θα κοπούν με ένα ειδικό μαχαίρι δερματοτεχνίας από τον ειδικό τεχνίτη και θα σχηματίσουν το επάνω μέρος του παπουτσιού. Το δέρμα θα καθαριστεί, θα κοπεί, θα συναρμολογηθεί με τη φόδρα και θα ραφτεί. Στα εργαστήρια του Berluti, σε κάθε στάδιο της κατασκευής του παπουτσιού, οι τεχνίτες μπορούν να ικανοποιήσουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις εξατομίκευσης ή επιθυμίες του πελάτη, εφόσον αυτές συνάδουν με την ταυτότητα του οίκου. Ετσι ο σχεδιαστής μπορεί να δημιουργήσει ένα εξατομικευμένο σχέδιο ή να προσθέσει τα αρχικά του πελάτη και ένα loafer ή ένα Oxford μπορεί να ενισχυθεί με ένα κέντημα.
Μόλις ολοκληρωθεί το πάνω μέρος του παπουτσιού, ακολουθεί η κατασκευή και το ράψιμο της σόλας. Αυτό το βήμα απαιτεί τον περισσότερο χρόνο καθώς χρειάζονται περίπου 30 ώρες για να ολοκληρωθεί, ενώ προϋποθέτει φυσική δύναμη από την πλευρά του υποδηματοποιού, καθώς η στιβαρότητα της κατασκευής καθορίζει τη στιβαρότητα του παπουτσιού. Η τελευταία πινελιά σε οποιοδήποτε παπούτσι sur mesure είναι η πατίνα και η εκλεπτυσμένη τεχνική του οίκου μεταμορφώνει τα χρώματα σε μοναδικές αποχρώσεις με βάθος και καθαρότητα. Η χρωματική παλέτα είναι ατελείωτη, από καπνιστό γκρι-μαύρο έως την απόχρωση του χαβιαριού και από το βαθύ μπορντό έως το χρώμα των φθινοπωρινών φύλλων. Καθώς κάθε παπούτσι είναι εντελώς μοναδικό σε χρώμα, η αποκλειστικότητα είναι εξασφαλισμένη.
Μετά από μήνες δουλειάς, τα bespoke παπούτσια είναι έτοιμα. Οι master υποδηματοποιοί αναφέρουν ότι η παράδοσή τους είναι πάντα μια συγκινητική τελετή, καθώς κάθε ζευγάρι παρουσιάζεται στον πελάτη σε ένα κουτί επενδυμένο με δέρμα Venezia Scritto στο χρώμα της πατίνας των παπουτσιών, μαζί με bespoke καλαπόδια για τη συντήρησή τους. Η διαδικασία κατασκευής των χειροποίητων κατά παραγγελία παπουτσιών έχει ολοκληρωθεί. Oπως έλεγε πάντα η Olga Berlutti, «είναι τόσο περίπλοκη όσο το να χτίζεις έναν καθεδρικό ναό».
Οι τιμές για ένα bespoke ζευγάρι παπούτσια εξαρτώνται από τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν και ξεκινούν από τα 5000 ευρώ. Οσο για τα “συμβατικά” Berluti που βγαίνουν στην αγορά, αυτά συνήθως ξεκινούν από τα 1000 ευρώ και μπορούν να φτάσουν μέχρι και τα 12.000 ευρώ.
Φωτογραφίες: Instagram (@charlygosp / @deo_suveera / @virgile.guinard)