ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΡΙΤΑΡΗ
Στα 1.905 μέτρα υψόμετρο περνά το υψηλότερο ορεινό πέρασμα της χώρας μας, ο φοβερός και τρομερός Μπάρος που ενώνει Ηπειρο και Θεσσαλία. Μία διαδρομή που κόβει την ανάσα με την ασύλληπτη ομορφιά της.
Σε όλη την πορεία της ανθρώπινης περιπέτειας μέσα στους αιώνες, τα ορεινά περάσματα υπήρξαν τα σημεία που έσμιξαν και χώρισαν πολιτισμοί, που άνοιξαν δρόμοι εμπορίου, που διάβηκαν θρυλικοί στρατοί και ξεκίνησαν μεγάλες κατακτήσεις. Σε οροσειρές όπως αυτές των Άλπεων ή των Πυρηναίων, τα ορεινά περάσματα αποτελούν σημαντικά ιστορικά και πολιτισμικά σημεία αναφοράς με βαθιά αποτύπωση στην κουλτούρα των πληθυσμών, τα οποία στις μέρες μας έχουν γίνει και τουριστικά αξιοθέατα υψηλής αισθητικής αξίας.
Η Ελλάδα, ως ορεινή χώρα και αυτή, έχει τα δικά της ορεινά περάσματα, τα οποία έχουν και αυτά το σημαντικό μερίδιο που τους αναλογεί στον ελληνικό οδικό μύθο. Περάσματα όπως η Κατάρα ή ο Τυμφρηστός ανάμεσα σε τόσα άλλα, ονόματα που έχουν συνδεθεί άρρηκτα με την ανάπτυξη και τον εξέλιξη της χώρας, τόποι «μαρτυρίου» για ανθρώπους και οχήματα που πάντα είχαν πρωταγωνιστική θέση σε ένα εγχώριο οδικό star-system και στα …δελτία των ειδήσεων.
Από όλα αυτά τα περάσματα, εκείνο που έχει περάσει στην δική του σφαίρα είναι μια άγνωστη στον πολύ κόσμο διαδρομή χαμένη κάπου στα ορεινά της Πίνδου. Οι αναφορές σε αυτό τον μυθικό διάδρομο μέσα από τα σύννεφα, έφεραν το όνομα του Μπάρου ως τον ιερό εκείνο τόπο που έπρεπε να βρεθούν όσοι θέλουν να φθάσουν στην ανώτερη βαθμίδα του ψαγμένου ταξιδιώτη της Ελλάδας Και δημιούργησαν ένα ρεύμα σχεδόν προσκυνηματικής τάξης, με τους πιστούς που έφθασαν ως εκεί -ιδίως παλαιότερα που ήταν σκληρός και άτεγκτος χωματόδρομος- να επιστρέφουν μιλώντας με δέος για μία εμπειρία θα πρέπει να ζήσεις έστω και μια φορά στη ζωή σου.
Το πέρασμα του Μπάρου είναι ότι πιο κοντινό έχει να επιδείξει η Ελλάδα σε κάτι που να θυμίζει τα αντίστοιχα περάσματα των Άλπεων. Το υψόμετρο των 1.905 μέτρων που είναι το ψηλότερο σημείο του είναι επαρκές για να το τοποθετήσει ανάμεσα στα αντίστοιχα των οροσειρών της κεντρικής Ευρώπης. Ενώ και το ανάγλυφο των γύρω κορυφών σε συνδυασμό με την μυθιστορηματική πλοκή της ασφάλτου και την καταιγιστική θέα στην επικράτεια των νεφών, το καθιστά -ιδίως νωρίς την άνοιξη- μία άκρως φωτογενή περίπτωση, αντάξια ενός Furka Pass ή ενός Susten Pass.
Η αρχή της όλης περιπέτειας μπορεί να γίνει με μία χαλαρή βόλτα στην ευρύτερη περιοχή των Τζουμέρκων, με μια στάση στο μοναστήρι της Κηπίνας και μία ανάπαυλα στην πανέμορφη πλατεία στους Καλαρρύτες για ανεφοδιασμό σε καφεΐνη (μην υπακούσετε στις σειρήνες των ντόπιων για τσίπουρο και μεζέδες) και γλυκό για να ξεκινήσει καλά η ημέρα.
Η ανάβαση προς το πέρασμα ξεκινά λίγο έξω από το χωριό με τις ταμπέλες να μας πληροφορούν ότι η άσφαλτος που ανοίγεται μπροστά μας θα μας οδηγήσει είτε προς το Μέτσοβο είτε προς τα Καλαμπάκα.
Το αρχικό κομμάτι της διαδρομής κινείται χαλαρά ανηφορικά, με την χαράδρα του Καλαρρύτικου ποταμού να χάσκει κάτω από το αυτοκίνητο και το πανόραμα των Τζουμέρκων να ανοίγεται σταδιακά μπροστά στα μάτια μας σε όλο του το μεγαλείο.
Αργά αλλά σταθερά κερδίζουμε ύψος, αφήνοντας πίσω το δασωμένο μέρος του βουνού και βγαίνοντας στα γυμνά αλπικά λιβάδια. Ήδη βρισκόμαστε πάνω από τα 1.500 μέτρα, και η αίσθηση του πιο αραιού αέρα μαζί με την δροσιά του ψηλού βουνού αρχίζει να μας κυριεύει.
Ο δρόμος σε αυτή την πλευρά της ανάβασης δεν έχει τόσο μεγάλο γεωλογικό «δράμα» καθώς ανηφορίζει σε ομαλές πλαγιές. Και το μόνο πρόβλημα είναι αν ξεχαστείς κάποια στιγμή σε μία από τις πολλές στάσεις και δεν αντιληφθείς κάποιο τσοπανόσκυλο που έρχεται να σε προϋπαντήσει, χωρίς πάντως τις αγαθές προθέσεις των καλύτερων φίλων του ανθρώπου που γνωρίζεις στην πόλη.
Η ανάβαση το καλοκαίρι, με καθαρό καιρό και ήλιο δεν κρύβει κάποια μυστηριακή διάσταση. Και απαιτεί να έχεις πάρει μαζί σου από τις παραλίες και το αντιηλιακό, μιας και εδώ ψηλά ο ήλιος δεν αστειεύεται και σε ξεγελά με το αεράκι την ίδια στιγμή που ψήνει στον φούρνο μικροκυμάτων το δέρμα σου.
Χαζεύοντας τις γύρω κορυφές και χωρίς να το πάρουμε είδηση, σε μία αριστερή στροφή, ξαφνικά αποκαλύπτεται μπροστά μας η τσιμεντένια στήλη και κάποιες πινακίδες που μας πληροφορούν ότι βρισκόμαστε στο υψηλότερο σημείο της διαδρομής.
Στο φοβερό και τρομερό διάσελο του Μπάρου στα 1.905 μέτρα, το ψηλότερο πέρασμα της χώρας μας και ένας μυθικός τόπος, ιδίως για όσους έζησαν σε αυτά τα βουνά και έπρεπε να παλέψουν με τον σκληρό χωματόδρομο και με τα στοιχεία της φύσης για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να ζήσουν τη νομαδική ζωή των βοσκών της Πίνδου.
Σε αυτό το σημείο η στάση κρίνεται απαραίτητη, και οι αναμνηστικές φωτογραφίες δίνουν και παίρνουν, καθώς ο Μπάρος διατηρεί τον μύθο του ακόμα και στη σημερινή του μορφή. Ιδίως μεταξύ των φίλων της μοτοσικλέτας που τον έχουν ως ένα είδος «τάματος» για τις δίτροχες τουριστικές διαδρομές στην χώρα μας.
Η θέα από εκεί ψηλά είναι καθηλωτική, με τα μάτια να δουλεύουν σε ανάλυση 4Κ για να καταγράψουν όλα όσα θαυμαστά βλέπουν. Αμέτρητες κορυφές με εκείνο το εντυπωσιακό ανάγλυφο που χαρακτηρίζει τα Τζουμέρκα ως μία από τις πιο ιδιαίτερες -αλπικού τύπου- οροσειρές της χώρας μας. Χωριά διάσπαρτα κάτω στις πλαγιές, ποτάμια και φαράγγια, και πάνω ψηλά από τα κεφάλια μας δυο-τρεις αετοί που πλέουν μέσα στον αέρα και τα ανοδικά ρεύματα γεμίζοντας με χάρη όλη την εικόνα.
Αδύνατον να ξεκολλήσεις από ένα τέτοιο εντατικό φροντιστήριο υψηλής αισθητικής αγωγής. Όμως το πέρασμα του Μπάρου δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Και μας περιμένει το καλύτερο μέρος, η κατηφόρα της πίσω πλευράς και η απίστευτη γιρλάντα ασφάλτου που στολίζει το βουνό μέχρι εκεί που φθάνει το μάτι σου.
Μέχρι πριν μερικά χρόνια, η άσφαλτος σταματούσε εδώ. Όμως πλέον και το κατέβασμα είναι στρωμένο με καλή άσφαλτο, κάτι που σημαίνει ότι το ταξίδι αυτό μπορεί να γίνει πλέον εύκολα και από συμβατικό αυτοκίνητο και όχι από μόνο από τετρακίνητο.
Η κατάβαση είναι χωρίς υπερβολή ότι πιο συγκλονιστικό υπάρχει σε δρόμο στην ελληνική επικράτεια. Έχοντας διαβεί τα πιο σημαντικά περάσματα στις Άλπεις και τα Πυρηναία, μπορώ με απόλυτη βεβαιότητα να πω ότι ο Μπάρος σε αυτή του την πλευρά, όχι μόνο δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει.
Αλλά είναι καλύτερος από πολλά διάσημα περάσματα της Ευρώπης, ακόμα και αυτή την άχαρη εποχή του τέλους του καλοκαιριού, όπου η βλάστηση δεν είναι στην καλύτερη χρωματική της παλέτα και τα βουνά δεν έχουν τις πινελιές από χιόνια που θα έδιναν ένα πιο δραματικό τόνο στην όλη εικόνα.
Ακόμα και έτσι όμως το κατέβασμα από τα 1.905 μέτρα του διάσελου μέσα από διαρκείς στροφές και με τις αισθήσεις στο fast forward με όσα κινηματογραφικά περνούν από μπροστά μας, το κατέβασμα προς το Χαλίκι είναι μία εμπειρία που πρέπει να ζήσεις έστω και μία φορά στη ζωή σου.
Σταδιακά το εκπληκτικό θέαμα του γυμνού αλπικού τοπίου με τις απόκρημνες κορυφές δίνει την θέση του σε ένα παρθένο δάσος με έλατα, με την διαδρομή πλέον να κινείται σε πιο γνώριμα τοπία. Κάτι που δεν ενοχλεί βεβαίως, μιας και η τόσο η άσφαλτος είναι εξαιρετική όσο και το περιβάλλον προσφέρει διαρκώς εικόνες εξαιρετικής ομορφιάς, και μάλιστα σε αποκλειστική προβολή, για τα μάτια σας μόνο.
Φθάνοντας στην διασταύρωση προς Χαλίκι και Μέτσοβο ή προς τα Καλαμπάκα, ο κάθε ένας παίρνει τις αποφάσεις του ανάλογα με το που θέλει να κινηθεί. Προτείνουμε την πρώτη επιλογή, προς Χαλίκι και Μέτσοβο, όπου θα σας περιμένει μία ακόμα μοναδική διαδρομή σε όλη την Ελλάδα. Ιδίως το φθινόπωρο, όταν το δάσος της οξιάς που καλύπτει την κατάβαση προς το Μέτσοβο θα σας κόψει την ανάσα από την ένταση των χρωμάτων (και ίσως λίγο και από το μικρό πλάτος του δρόμου).
Κάπου εδώ τελειώνει η εμπειρία από το πέρασμα του Μπάρου. Ή ίσως όχι. Γιατί μπαίνει αναπόφευκτα το φιλοσοφικό ερώτημα. Τι είναι καλύτερο από ένα πέρασμα του Μπάρου;
Η απάντηση που έχω είναι μία και μόνη: Να ανάψετε τα αλάρμ, να κάνετε αναστροφή και να ανεβείτε μία ακόμα φορά όλη αυτή την δοξολογία της ασφάλτου και της φύσης μέχρι να ξαναβρεθείτε στα 1.900 τόσα μέτρα. Άλλωστε πόσες φορές στη ζωή σας θα σας δοθεί η ευκαιρία μέσα σε τόσο λίγα χιλιόμετρα να βιώσετε ατόφιο το δέος της ορεινής Ελλάδας;
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ
Απόσταση: Καλαρρύτες-Αυχένας Μπάρου-Χαλίκι: 28 χιλιόμετρα
Διάρκεια: Περίπου 50 λεπτά (ή… ώρες ανάλογα τις στάσεις που θα κάνετε).
Σημεία ενδιαφέροντος:
> Η στάση στο υψηλότερο σημείο της διαδρομής, στα 1.905 μέτρα. Ασύλληπτη θέα προς όλα τα γύρω βουνά. Προσοχή στον δυνατό αέρα που συνήθως φυσάει εκεί πάνω.
> Η Παναγία η Γαλακτοτροφούσα. Στο κατέβασμα προς το Χαλίκι, υπάρχει ένα πολύ όμορφο πέτρινο μοναστήρι, κατασκευασμένο το 1799, με κύριο αξιοθέατο την ομώνυμη εικόνα της Παναγίας. Σήμερα γίνονται σοβαρές προσπάθειες αναστήλωσης και των υπόλοιπων χώρων που έχουν πάθει κατά καιρούς μεγάλες ζημιές.
> Το γεφύρι του Μίχου. Βρίσκεται λίγο πριν την διασταύρωση προς Ματσούκι και είναι ένα πολύ όμορφο μονότοξο γεφύρι που ενώνει τις όχθες του Ασπροπόταμου.
> Το Χαλίκι. Τυπικό ορεινό χωριό της Πίνδου, το οποίο αποκτά ζωή κατά κύριο λόγο το καλοκαίρι. Χτισμένο στα 1.168 μέτρα, έχει μεγάλη ιστορία και ενδιαφέροντα αξιοθέατα, κυρίως μικρές εκκλησίες. Η πλατεία του είναι πολύ όμορφη, με τον κλασικό μεγάλο πλάτανο να προσφέρει την δροσιά του και τα πέριξ μαγαζάκια και να φροντίζουν για την χοληστερινική σας ανάταξη.
Πώς, που, πότε:
Το πέρασμα του Μπάρου είναι αυτό που λέει η λέξη, ένα… πέρασμα. Οπότε η διαδρομή αυτή αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης περιδιάβασης στα ορεινά των Τζουμέρκων και των Τρικάλων. Μπορεί να γίνει και από τις δύο πλευρές, είτε από τους Καλαρρύτες προς την πίσω πλευρά, είτε από Τρίκαλα-Καλαμπάκα προς τα χωριά των Τζουμέρκων.
Η καλύτερη εποχή για να το επιχειρήσει κανείς είναι προς το τέλος της άνοιξης, ανάλογα και με την χιονόπτωση που έχει επικρατήσει κάθε χρονιά. Τέλη Απριλίου ή αρχές Μαΐου τα βουνά είναι καταπράσινα, οι κορυφές έχουν ακόμα αρκετά χιόνια, και η διαδρομή θα έχει μόλις ανοίξει για όλους και όχι μόνο για τα 4×4. Ωραία είναι και το προχωρημένο φθινόπωρο, ιδίως αν συνδυαστεί με συνέχεια προς Μέτσοβο, όταν τα χρώματα των δέντρων δίνουν μία εντελώς νέα διάσταση στο τοπίο. Καλό είναι να γνωρίζουμε το δελτίο καιρού, γιατί η δυνατή βροχόπτωση μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στον δρόμο και οι κεραυνοί, ιδίως εκεί πάνω στο διάσελο, δεν αστειεύονται. Με ομίχλη και χαμηλή νέφωση, το τοπίο γίνεται πραγματικά μαγικό.
Για διαμονή και φαγητό, η πιο πρόσφορη επιλογή είναι οι Καλαρρύτες. Τους καλοκαιρινούς μήνες υπάρχουν αρκετές επιλογές, ενώ όσο μπαίνει ο χειμώνας, καλό θα ήταν να ελεγχθεί η διαθεσιμότητα σε κλίνες. Η πλατεία στους Καλαρρύτες είναι από τις πιο ξεχωριστές σε όλη την Ελλάδα, και οι επιλογές στο φαγητό είναι πολλές και εξαιρετικής ποιότητας.