Το άκουσμα και μόνο της λέξης μαντείο παραπέμπει αυτόματα στην αρχαία Ελλάδα, σε μυστηριακές τελετές, αλλά και σε αινιγματικές -κατά βάση γυναικείες- φιγούρες που με ακαταλαβίστικα λόγια έλυναν δυσεπίλυτα προβλήματα που φάνταζαν βάσανο στους ανθρώπους. Μυστηριώδη, σαγηνευτικά και χτισμένα στις πιο δυσπρόσιτες γωνιές της χώρας, τα αρχαία μαντεία είναι ίσως το συναρπαστικότερο και σκοτεινότερο κεφάλαιο της αρχαίας ιστορίας που, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα εξακολουθεί να τραβά το ταξιδιωτικό -και όχι μόνο- ενδιαφέρον. Ένα τέτοιο μαντείο, λοιπόν, είναι και το αρχαίο μαντείο της Δωδώνης στην Ήπειρο ή τουλάχιστον ό,τι σώζεται σήμερα από αυτό.
Νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων και ανατολικά του όρους Τόμαρος, το μαντείο της Δωδώνης υπήρξε για αιώνες το παλαιότερο, σημαντικότερο και ίσως πιο αινιγματικό μαντείο της αρχαιότητας που με την πάροδο των αιώνων έχασε, όμως, την αίγλη του και τη δυναμική για το νοτιότερο, αλλά εξίσου εντυπωσιακό έτερο αντίπαλο δέος, το μαντείο των Δελφών.
Σύμφωνα με το θρύλο, λέγεται πως η περιοχή της Δωδώνης έλαβε το όνομά της από τον Δώδωνα, γιο του Δία και της Ευρώπης ή από τη Δωδώνη, κόρη του Ωκεανού και της Τηθύας. Πάντως, ό,τι και να ισχύει, το μαντείο φαίνεται πως υπήρξε για αιώνες το σημαντικότερο μαντείο του ελληνικού χώρου που παρά τη μεγάλη απόσταση του από τις περισσότερες πόλεις – κράτη του νότου, δεν έχασε ούτε μια ακτίνα από την αστείρευτη λάμψη του.
Η ιστορία του μαντείου ξεκινά στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., όταν ο βασιλιάς Πύρρος αποφάσισε να μετατρέψει τη Δωδώνη σε θρησκευτική πρωτεύουσα του βασιλείου του χτίζοντας πολλά και διαφορετικά κτήρια στο σημερινό χώρο του μαντείου, μεταξύ των οποίων και το φημισμένο θέατρο της Δωδώνης που αποτελούσε το μεγαλύτερο θέατρο της αρχαιότητας με χωρητικότητα που άγγιζε σχεδόν τους 20.000 ανθρώπους.
Όσο, όμως, τα χρόνια περνούσαν, άλλο τόσο έπεφτε και η φήμη του μαντείου μέχρι που αυτό κάποια στιγμή ερήμωσε αισθητά και καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από τους Αιτωλούς. Μετά από σύντομη περίοδο ανάκαμψης, το χαριστικό χτύπημα δόθηκε τελικά από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το 392 μ.Χ. με το κλείσιμο του χώρου του μαντείου και το κόψιμο της φηγού, της ιεράς βελανιδιάς που οι πιστοί και κατατρεγμένοι του μαντείου κρεμούσαν μεταλλικά ελάσματα ζητώντας τη βοήθεια του Δία για τα προβλήματα της καθημερινότητας. Μάλιστα, ο μύθος λέει πως με τα ξύλα από αυτές τις βελανιδιές είχε κατασκευαστεί και η καρίνα της Αργούς με την οποία οι Αργοναύτες κατάφεραν να ολοκληρώσουν το ταξίδι για την απόκτηση του Χρυσόμαλλου Δέρατος.
Αφιερωμένο αρχικά κατά πάσα πιθανότητα στη Γαία, τη θεότητα Μητέρα Γη, και αργότερα στον Δία και την ερωμένη του, Διώνη, το μαντείο βρισκόταν από τα προϊστορικά χρόνια -τουλάχιστον όπως λένε οι περιγραφές- στη μέση ενός σήμερα εξαφανισμένου δάσους από βελανιδιές και συνδέονταν με τη γονιμότητα και την ευφορία της γης. Ο Αριστοτέλης, βέβαια, το ταύτισε με τον τόπο καταγωγής του Έλληνα συνδέοντας την περιοχή της Δωδώνης με το μύθο του κατακλυσμού επί Δευκαλίωνα, κάτι με το οποίο συμφωνούσαν αργότερα και οι Ρωμαίοι. Όπως όμως και να έχει η ιστορία, το μαντείο, παρά τη γεωγραφική απομόνωση και την ιστορία που χάνονταν στα βάθη της προϊστορίας, δεν σταμάτησε να θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μαντεία της αρχαιότητας.
Σήμερα, ο ευρύτερος αρχαιολογικός χώρος της Δωδώνης μαζί με το θέατρο που φιλοξενεί αρκετά events κατά τους θερινούς μήνες είναι πλήρως επισκέψιμα στο κοινό μετά από συνεχείς ανασκαφές, παρεμβάσεις και αναστηλώσεις και, αν και βέβαια θυμίζουν σε μικρό βαθμό το μυστηριακό χώρο που κάποτε υπήρχε εδώ, δεν παύουν να είναι μια ιδανική επιλογή για όσους επισκέπτες επιθυμούν μια χρονική περιήγηση στο αρχαίο παρελθόν της Ηπείρου.
Ο αρχαιολογικός χώρος είναι καθημερινά ανοιχτός από Δευτέρα έως Παρασκευή (08:00-16:00), εκτός Τρίτης, ενώ το τηλέφωνο επικοινωνίας για οποιαδήποτε διευκρίνιση είναι το 26510 82287.