Τον ονόμασαν «Τιτανικό των Βουνών». Για κάποιους άλλους ήταν η «Καζαμπλάνκα των Πυρηναίων». Από τις αίθουσές του με τα 365 παράθυρα πέρασαν κατάσκοποι, τυχοδιώκτες, μυστικά φορτία χρυσού, ακόμα και σταρ του σινεμά.
Τα Πυρηναία είναι η οροσειρά που αποτελεί το φυσικό όριο μεταξύ της Γαλλίας και της Ισπανίας. Και αν και εδώ και αιώνες τα βουνά αυτά ζουν στν γεωλογική υπερπαραγωγή των Αλπεων, διαθέτουν τη δική τους ξεχωριστή γοητεία. Και μαζί μία ιδιαίτερη ανθρωπογεωγραφία από μία πλειάδα γλωσσών και εθνοτήτων, που ζουν σε όλο το μήκος των πανέμορφων βουνοκορφών στο ταξίδι τους από τον Ατλαντικό έως τη Μεσόγειο.
Στο πέρασμα της Ιστορίας τα Πυρηναία υπήρξαν πάντοτε το πέρασμα (ή και το εμπόδιο) από την πλευρά της κεντρικής Ευρώπης προς την Ιβηρική χερσόνησο και αντίστροφα. Ομως στις αρχές του 20ού αιώνα έγινε και το πιο σοβαρό βήμα ώστε τα Πυρηναία να αποτελέσουν το σημείο συνάντησης μεταξύ των δύο πλευρών. Ηταν η εποχή που αποφασίστηκε να ενωθούν σιδηροδρομικά το Παρίσι με τη Μαδρίτη και να φτιαχτεί ένας εμβληματικός σιδηροδρομικός σταθμός ψηλά στα βουνά. Ο θρυλικός σταθμός του Canfranc.
Ο σταθμός συλλαμβάνεται ως ιδέα στα μέσα του 19ου αιώνα, όμως οι τελικές αποφάσεις αργούν δεκαετίες να παρθούν. Οι ισπανική πλευρά ήθελε να κατασκευαστεί ένας μεγαλοπρεπής σταθμός, έχοντας πολύ φιλόδοξα σχέδια για τη λειτουργία του. Τελικά κατάφεραν να τον ολοκληρώσουν μεταξύ του 1923 και του 1928, και στα εγκαίνιά του παραβρέθηκε ο βασιλιάς Αλφόνσος ΧΙΙΙ της Ισπανίας και ο τότε πρόεδρος της γαλλικής δημοκρατίας Gaston Doumergue.
Το κτίριο ήταν μεγαλοπρεπές σε διαστάσεις, έχοντας πάνω από 240 μέτρα μήκος, διέθετε δεκάδες αίθουσες με 365 παράθυρα και 156 πόρτες. Η αρχιτεκτονική του ήταν ένα μίγμα της Art Nouveaux αισθητικής με δάνεια από την ελληνορωμαϊκή τεχνοτροπία στους εσωτερικούς χώρους. Τα media της εποχής δήλωσαν εκστασιασμένα από τη μεγαλοπρέπεια του κτίσματος, το οποίο στην εποχή του ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος σταθμός τρένων στην Ευρώπη μετά από εκείνον της Λειψίας.
Από τις αίθουσές του παρέλασαν δεκάδες κατάσκοποι, παραχαράκτες διαβατηρίων, παράνομοι κάθε είδους, λαθρέμποροι και δραπέτες φυλακών. Υπήρξε επίσης σημείο διαφυγής Εβραίων, μεταξύ των οποίων διάσημες προσωπικότητες όπως οι ζωγράφοι Μαξ Ερνστ και Μαρκ Σαγκάλ ή η χορεύτρια Ζόζεφιν Μπέικερ. Aπό εκεί πέρασαν ακόμα και καταζητούμενοι Ναζί, οι οποίοι διέφυγαν προς τη Νότια Αμερική. Στα δύσκολα αυτά χρόνια που ήταν υπό την κατοχή των Ναζί, ο σταθμός του Canfranc έμοιαζε με έναν χώρο στο περιθώριο της Ιστορίας, μία απομονωμένη θεατρική σκηνή ίντριγκας και διαφθοράς, που ακολούθησε το κτίριο και μετά την λήξη του πολέμου. Η φήμη του με έναν παράδοξο τρόπο απλώθηκε σε όλη την Ευρώπη. Και δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι χρησίμευσε εκτός των άλλων και ως σκηνικό για τα γυρίσματα της ταινίας «Δόκτωρ Ζιβάγκο« το 1965 με τον Ομάρ Σαρίφ.
Μετά τη λήξη του πολέμου η σιδηροδρομική κυκλοφορία επέστρεψε σταδιακά στα κανονικά επίπεδα. Η σχετική σταθερότητα που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960 επέφερε μια περίοδο ευημερίας για τη γύρω περιοχή, η οποία όμως σύντομα αποδείχθηκε και πάλι βραχύβια. Ο σταθμός έκλεισε οριστικά και απότομα στις 20 Μαρτίου 1970, όταν ο εκτροχιασμός ενός τρένου έριξε μια μεγάλη γέφυρα στη γαλλική πλευρά και από τότε διακόπηκαν όλα τα δρομολόγια. Ο επιβλητικός σταθμός, μαζί με τις εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης των τρένων, πέρασε στην πλήρη παρακμή, παρά τις προσπάθειες για επαναλειτουργία της σιδηροδρομικής σύνδεσης. Μέχρι το 2018, όταν οι αρχιτέκτονες Joaquín Magrazó και Fernando Used, σε συνεργασία με την κυβέρνηση της Αραγονίας και τον ξενοδοχειακό όμιλο Barceló, ετοίμαζαν σχέδια για τη μετατροπή του κτιρίου του σταθμού σε ξενοδοχείο.
Εκτός από αυτούς που θέλουν να απολαύσουν μερικές ημέρες πολυτέλειας στον φρέσκο αέρα των Πυρηναίων, το κτίριο αποτελεί και ένα landmark ενός ιδιότυπου προσκυνήματος γι΄ αυτούς που αγαπούν τις παράξενες ιστορίες του 20ού αιώνα και της βιομηχανικής παράδοσης της Ευρώπης. Ο διαβόητος σταθμός του Canfranc συνεχίζει με αυτόν τον τρόπο το ταξίδι του, έχοντας γλιτώσει από το ναυάγιο του δικού του Τιτανικού. Θυμίζοντας πλέον μέσα από τις καλογυαλισμένες πεντάστερες αίθουσές του μία ιστορία ματαιόδοξης φιλοδοξίας και παταγώδους αποτυχίας, 1.000 μέτρα ψηλά στα ορεινά περάσματα των Πυρηναίων.