Αν αυτό που αναζητάς το Πάσχα είναι ένα αίσθημα κατάνυξης και απόλυτης ελευθερίας, τότε η γοητευτική, «πετροζυμωμένη» Μάνη είναι ένας τόπος που πρέπει να επισκεφθείς.
Πέρυσι τέτοια εποχή, θυμάμαι σαν τώρα να λέω στην φίλη μου την Ελένη ότι νιώθω ένα έντονο συναίσθημα εγκλωβισμού. Ήταν σαν η καθημερινότητα και οι υποχρεώσεις να μου είχαν περάσει στο πόδι μια βαριά αλυσίδα, τον ήχο της οποίας κινδύνευα να συνηθίσω ως κάτι απολύτως φυσικό. «Σου χρειάζεται ένα μέρος να σου υπενθυμίσει τι είναι πράγματι φυσικό», μου απάντησε εκείνη. «Ένα μέρος που αν ξέρει άτι καλά, είναι πώς να στέκει ελεύθερο. Πάρε λοιπόν τρεις αλλαξιές και δυο βιβλία, και πάμε να σε φιλοξενήσω το Πάσχα στη Μάνη».
Αρκούσαν μερικές φωτογραφίες και κυρίως η υπόσχεση της φίλης μου ότι η άγρια και αυθεντική ομορφιά του τόπου θα έκοβε επιτέλους την αλυσίδα μου, για να μπούμε στο αμάξι Μεγάλη Πέμπτη και να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας.
Η πρώτη μας στάση ήταν στην Αρεόπολη, η οποία αποτέλεσε στο παρελθόν έδρα της ισχυρής οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων. Ξεκινήσαμε την βόλτα μας από την πλατεία της 17ης Μαρτίου, όπου οι Μανιάτες το 1821 όρθωσαν το λάβαρο της επανάστασης.
«Για να πάρεις δυνάμεις για την δική σου επανάσταση, πρέπει πρώτα να σε ταΐσουμε», μου είπε η Ελένη, η οποία μάλλον άκουσε την πολεμική ιαχή που έκανε το στομάχι μου και με οδήγησε στον παραδοσιακό φούρνο της κυρά Μηλιάς, από όπου εφοδιαστήκαμε ένα μοσχομυριστό καρβέλι ψωμί, λαλάγγια αλλά και τις περίφημες τραβηχτές με τυρί.
Περπατώντας –και τρώγοντας– κάτω από την επιβλητική σκιά των πύργων, θαυμάσαμε τα αρχοντικά σπίτια και τις εκκλησίες με τις υπέροχες τοιχογραφίες.
Ύστερα από έναν ωραίο ελληνικό καφέ στο Λιθόστρωτο, ξαναμπήκαμε στο αμάξι για να καταλήξουμε μετά από 20 περίπου λεπτά στα σπήλαια του Διρού. Οι φωτογραφίες –όσο εντυπωσιακές κι αν είναι– δεν μπορούν να αποτυπώσουν αυτό το θαύμα που έχει σμιλέψει η φύση, με τους σταλακτίτες και τους σταλαγμίτες να φαντάζουν σαν κρυστάλλινοι φρουροί που διαφυλάττουν την απόκοσμη γαλήνη του τοπίου.
Μετά την απολαυστική βαρκάδα στο σπήλαιο, η τελευταία στάση της μέρας ήταν στον Γερολιμένα, ένα μέρος που έχει συνδεθεί με τη μανιάτικη ναυτική ιστορία καθώς υπήρξε ορμητήριο για Μανιάτες πειρατές στην Οθωμανική περίοδο. Με το που φτάσαμε, διαπίστωσα ότι δικαίως περιγράφεται ως κινηματογραφικό σκηνικό, μιας και η αυστηρή, γκρίζα και στιβαρή αύρα των πέτρινων σπιτιών ενώνεται με τη διαρκή κίνηση που κάνουν τα γαλαζοπράσινα νερά της θάλασσας, δημιουργώντας μια αντίθεση που δεν μπορεί παρά να την ερωτευτείς.
Απολαύσαμε ένα ποτό με θέα το μαγευτικό ακρωτήρι Ταίναρο και μετά από περίπου 10 λεπτά καταλήξαμε στην Κυπάρισσο, έναν μικρό παραθαλάσσιο οικισμό που θα αποτελούσε τον τόπο διαμονής μας.
Μ. Παρασκευή στη Μάνη: Βάθεια, ακρωτήρι Ταίναρο και επιτάφιος στην Κυπάρισσο
Το πρωί της Μ. Παρασκευής, αποφασίσαμε να περιηγηθούμε μέχρι τη Βάθεια, την οποία μου είχαν περιγράψει ως χωριό-φάντασμα. Πραγματικά, όταν αρχίσεις να περπατάς στα σοκάκια της, ανάμεσα στους μισογκρεμισμένους αλλά πάντοτε επιβλητικούς Πύργους, όταν κοιτάζεις τις λακωνικές ακτές με τους μικρούς κόλπους και τα ακρωτήρια, νιώθεις την ίδια στιγμή απολύτως προστατευμένος αλλά και ελεύθερος.
Αν ψάχνεις κάποιο μέρος είτε για να φας είτε για να διασκεδάσεις, δεν θα το βρεις εδώ. Αυτό που έχει να σου προσφέρει η Βάθεια είναι κάτι πολύ πιο σπάνιο και δυσεύρετο από ένα ακόμη γραφικό καφενείο ή μια ταβέρνα: περπατώντας τα μονοπάτια της, είναι σαν να κάνεις ένα ταξίδι στον χρόνο. Bλέποντας τα σπίτια, τις εκκλησίες και τα παλιά λιοτρίβια, μπορείς σχεδόν να ακούσεις τα βήματα και τις ομιλίες των οικογενειών που ζούσαν κάποτε σ’ αυτόν τον οικισμό.
Από τη Βάθεια, η επόμενη στάση μας ήταν το περίφημο ακρωτήρι Ταίναρο, το νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Φτάσαμε μέχρι το σημείο που μας επέτρεπε το αμάξι και ύστερα συνεχίσαμε με τα πόδια, σε μια απολαυστική –και όχι ιδιαίτερα δύσκολη– πεζοπορία που διήρκησε λιγότερο από ώρα, μέσα σε ένα τοπίο γεμάτο ξερολιθιές και χαμηλούς θάμνους, ενώ μας τύλιγε η μυρωδιά της ρίγανης και του θυμαριού.
Όση ώρα περπατούσαμε, σκεφτόμουν τον στίχο του Σεφέρη: «Πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω». Διότι σύμφωνα με τη μυθολογία εκεί βρισκόταν η πύλη για τον Άδη από όπου ο Ηρακλής κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο για να αντιμετωπίσει τον Κέρβερο, ενώ λαξευμένο στον βράχο βρίσκεται το Ψυχοπομπείο απ’ όπου παραλάμβανε ο συνοδός τις ψυχές.
Όλη αυτή η διαδρομή σ’ ένα μέρος τόσο φορτισμένο από θρύλους και μύθους, μου δημιούργησε ένα έντονο συναίσθημα να παρευρεθώ στον Επιτάφιο, μετά από χρόνια. Γυρίσαμε λοιπόν στην Κυπάρισσο και μέχρι να βγει η περιφορά η Ελένη με ξενάγησε πέριξ της οικίας της. Όπου και να πέσει εκεί το μάτι σου, μπορείς να διακρίνεις τα μονοπάτια της ιστορίας και της θρησκείας, σε έναν συγκερασμό του μοναστηριού με τις διάσπαρτες αρχαίες κολόνες – καθώς από κάτω βρίσκεται η αρχαία Καινήπολις.
Μ. Σάββατο στη Μάνη: Γύθειο
Την τελευταία μας ημέρα την περάσαμε στο πανέμορφο Γύθειο, έναν ακόμη τόπο που βρίθει μύθων και ιστοριών. Το όνομά του σημαίνει σύμφωνα με τον Παυσανία «η γη των θεών», λόγω της ισόπαλης μάχης μεταξύ Ηρακλή και Απόλλωνα, όταν ο πρώτος έκλεψε τον τρίποδα από το Μαντείο των Δελφών, ώστε να τιμούνται και οι δύο.
Το νησάκι Κρανάη, στην άκρη του Γυθείου, είναι περιπλεγμένο με μια ερωτική ιστορία, αφού λέγεται πως πέρασαν εκεί την πρώτη τους νύχτα ο Πάρις και η Ωραία Ελένη, ενώ ονομάστηκε έτσι γιατί ο Πάρις φεύγοντας άφησε το κράνος του.
Η βόλτα στο Γύθειο μοιάζει κι αυτή βγαλμένη από παραμύθι, καθώς συνδυάζει τη νησιώτικη αύρα με την αστική παράδοση. Αν απαρνηθείς για λίγο την παραλιακή περατζάδα και ακολουθήσεις τα ανηφορικά μονοπάτια, θα βρεθείς σε έναν λαβύρινθο από φιδογυριστά δρομάκια, που αντί για Μινώταυρο κρύβει ένα ετερόκλητο ψηφιδωτό άσπρων και μπλε σπιτιών τα οποία θυμίζουν Κυκλάδες, πλάι πλάι με πέτρινα βαριά σπίτια, που σου υπενθυμίζουν ότι βρίσκεσαι στη Μάνη.
Αποφασίσαμε χωρίς πολλά πολλά ότι αυτό ήταν το μέρος στο οποίο θέλαμε να περάσουμε την Ανάσταση και έτσι λίγο μετά τις 11, πήγαμε στον Μητροπολιτικό Ι. Ναό Αγ. Γεωργίου. Θυμάμαι ακόμη, έναν χρόνο μετά, τη χαρά που με πλημμύρισε όταν ακούστηκε αυτό το πολυπόθητο «Χριστός Ανέστη», θυμάμαι τον εκκωφαντικό θόρυβο των βεγγαλικών (για τα οποία φημίζεται η μανιάτικη Ανάσταση), το φως στα κεράκια των παρευρισκόμενων αλλά κυρίως θυμάμαι το βαρελότο που έσκασε λίγα μέτρα δίπλα από το πόδι μου. Όταν ξεπέρασα την τρομάρα μου, είπα γελώντας στην Ελένη: «Την αλυσίδα της αστικής ζωής είπαμε να κόψουμε, όχι ολόκληρο το πόδι».
Πράγματι, εκείνο το 3ήμερο στην Μάνη επιτέλεσε τον αρχικό του σκοπό, διότι υπήρξαν αμέτρητες στιγμές που ένιωσα πραγματικά ελεύθερη και πλήρης. Δεν ξέρω αν ήταν η άγρια ομορφιά αυτού του αδούλωτου τόπου, οι θρύλοι για τους περήφανους άρχοντες και τους πειρατές, ή οι συμβολισμοί της άνοιξης και της Ανάστασης, πάντως σε κάθε περίπτωση, όταν θέλω να αναβιώσω αυτό το αίσθημα της απόλυτης ελευθερίας, μεταφέρομαι νοερά στους Μανιάτικους λόφους, αγναντεύω ξανά τις λακωνικές ακτές και νιώθω πως είμαι σ’ έναν τόπο όπου το βάρος της πέτρας κάνει την καρδιά σου τόσο ελαφριά, που μπορεί να τη σηκώσει ο τολμηρός αέρας σαν κόκκινο μπαλόνι και να την πάει όπου θέλει.