Κυριακή αποκριάς. Το ψιλόβροχο ασταμάτητο, τόσο που να κάνει ίσα-ίσα την οδήγηση εκνευριστική. Στον κάθετο της Εγνατίας για Προμαχώνα, μετά τις Σέρρες, λίγα τα αυτοκίνητα. Από αυτά, κάποια παίρνουν την έξοδο για Βαμβακόφυτο. Μαζί τους και εμείς, που ήρθαμε να παρακολουθήσουμε το έθιμο Μπαμπούγερα, ένα από τα παλιότερα αποκριάτικα έθιμα της Ελλάδας.
Η αυλή του σχολείου εκτελεί χρέη πάρκινγκ. Το ψιλόβροχο συνεχίζεται ακόμα πιο εκνευριστικό και έξω από το αυτοκίνητο. Σε κάποια μπαλκόνια κρέμονται χρωματιστά υφαντά. Λίγο παραπάνω, κυρίες από το σύλλογο γυναικών του χωριού προσφέρουν ντόνατς και ροφήματα, για να στυλωθούμε πριν την εκδήλωση. Λίγο πιο πάνω, η τσίκνα μιας ψησταριάς και κάτι καφάσια μπίρας μάς βάζουν σε πειρασμό για τι είδους γεύμα να προτιμήσουμε.
Δύο κυρίες ρωτάνε ευγενικά στα αγγλικά ποιος είναι ο τελευταίος στην ουρά για το σερβίρισμα. Δεν θέλει και πολύ για να μπουν σε κουβέντα με τους ντόπιους, και εξηγούν ότι κατάγονται από την Ολλανδία. Μία απόδειξη ίσως για τη δύναμη του ίντερνετ στην προσέλκυση επισκεπτών ή απλώς μία επιβεβαίωση ότι τα Μπαμπούγερα έχουν πλέον απήχηση που ξεφεύγει από τα ελληνικά σύνορα.
«Πειραχτήρια» με καταγωγή απευθείας από την αρχαιότητα
Το έθιμο των Μπαμπούγερων προέρχεται από τις λέξεις «μπάμπω» (γιαγιά) και «γέρος». Κεντρικό ρόλο σε αυτό παίζουν οι λεγόμενοι «ταπουζάρηδες», άνθρωποι ντυμένοι με προβιές και δέρματα. Φορώντας χειροποίητες ζωόμορφες μάσκες με κέρατα και κουδούνια στη μέση, ξεχύνονται στο χωριό και αρχίζουν τις ζαβολιές. Πειράζουν τους αμέριμνους θεατές, χοροπηδούν ασταμάτητα και προκαλούν σαματά με τις κουδούνες, θέλοντας να ξυπνήσουν τη γη και να φέρουν την άνοιξη. Οι μάσκες με τα εντυπωσιακά κέρατα θυμίζουν τη μορφή τράγου, ενός ζώου ρωμαλέου με δύναμη για ζωή.
Η προέλευσή του εθίμου χάνεται στα βάθη του χρόνου και φτάνει μέχρι την αρχαιότητα. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, τα πρώτα μπαμπούγερα ήταν σάτυροι, ακόλουθοι του θεού Διονύσου, που γλεντούσαν σε μια ζωή ανέμελη. Αργότερα, κατά τα ελληνιστικά χρόνια, οι λαϊκές δοξασίες θέλουν το Μέγα Αλέξανδρο να χρησιμοποιεί στολές σαν των ταπουζάρηδων για να τρέψει σε φυγή τους ελέφαντες του βασιλιά της Περσίας.
Τεχνογνωσία από γενιά σε γενιά
Ήχοι από νταούλια μάς οδηγούν στην κεντρική πλατεία του χωριού, όπου δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και το παλιό δημοτικό σχολείο, χτισμένο το 1931. Σήμερα στεγάζει το Μουσείο του Μορφωτικού Λαογραφικού Ομίλου Βαμβακοφύτου (ΜΟΛΟΒ), μετά από εκτεταμένη ανακαίνιση.
Πίσω όχι μόνο από τις μάσκες αλλά και από ολόκληρο το δρώμενο κρύβεται ο ΜΟΛΟΒ και τα μέλη του, μεγαλύτερα και νεότερα, που φροντίζουν για τη διατήρηση αυτής της πανάρχαιας παράδοσης. Με τη συνεργασία του Δήμου Σιντικής, ξεκινάνε να σχεδιάζουν την παρέλαση αρκετούς μήνες πριν, συντηρώντας τις στολές —ηλικίας ακόμα και ενός αιώνα κάποιες— ή φτιάχνοντας νέες, σχεδιάζοντας την πορεία της παρέλασης και κανονίζοντας όλες τις λεπτομέρειες.
Νταούλια, ζουρνάδες και κουδούνες, μπας και έρθει η άνοιξη
Στο κέντρο της πλατείας, ένα αυτοσχέδιο τσαντίρι περιμένει να υποδεχτεί αργότερα το πολύχρωμο καρναβαλίστικο τσούρμο που πρόκειται να παρελάσει σε όλο το χωριό.
Οι ταπουζάρηδες έχουν τρυπώσει σε μια αυλή, για να αρχίσει το έθιμο. Απέξω, παραδοσιακοί οργανοπαίχτες με ζουρνάδες, πίπιζες και νταούλια παίζουν το σκοπό «μπαμπούγερτσκα» και τους προσκαλούν να μας καταδεχτούν και να βγουν έξω. Ο κόσμος έχει περικυκλώσει την καγκελόπορτα με τις ομπρέλες ανοιχτές και περιμένει.
Σύντομα οι ταπουζάρηδες κάνουν την εμφάνισή τους και ξεχύνονται στο χωριό, προκαλώντας πανδαιμόνιο. Μαζί τους οι υπόλοιποι μπαμπούγεροι, που φορούν και αυτοί αποκριάτικες στολές και μάσκες, παριστάνοντας αρχετυπικούς χαρακτήρες «παλιάς Ελλάδας»: τη γιαγιά και τον παππού (εξ ου και το όνομα του δρώμενου), το φωτογράφο και το τρίποδο, τον τσιγγάνο με την αρκούδα του, το λουστράκο, τον παπά κ.α. Παραπέρα, πάνω σε αυτοσχέδιο άρμα που το κινεί ένα αγροτικό, ο Διόνυσος και οι ιέρειές του ευλογούν την τελετή.
Προχωράμε στο χωριό ακολουθώντας το μπουλούκι. Ο μολυβένιος ουρανός αντιστέκεται σθεναρά στην παράκληση των ταπουζάρηδων να έρθει η άνοιξη. Αλλά κι αυτοί δεν το βάζουν κάτω. Σκουντάν τον κόσμο, κλωθογυρίζουν, κουνάνε τους γοφούς ασταμάτητα για να χτυπάνε τα κουδούνια, σκουντουφλάνε και σκαρφαλώνουν σε μάντρες, μπαλκόνια και… τρακτέρ. Μία έντονη μυρωδιά προβιάς κυριαρχεί από τις στολές, ανακατεμένη με μυρωδιά βρεγμένου χώματος και κνίσα.
Αφού φέρουν γύρα όλο το χωριό, τα μπαμπούγερα καταλήγουν στην κεντρική πλατεία, γύρω από το τσαντίρι. Είναι πλέον η ώρα να βγουν οι μάσκες και να μάθουμε ποια είναι τα πειραχτήρια που ξεσήκωσαν το χωριό. Αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα νέων αλλά και μικρών παιδιών αποκαλύπτονται μέσα σε χειροκροτήματα. Οι θεατές ορμούν στο κέντρο της πλατείας και μαζί με τους χωριανούς κάνουν κύκλο και αρχίζουν τους χορούς, καθώς οι οργανοπαίχτες δεν έχουν σταματήσει να παίζουν όλη αυτήν την ώρα. Από το μικρόφωνο ανακοινώνεται ότι το γλέντι θα συνεχιστεί και το βράδυ σε αίθουσα εκδηλώσεων της περιοχής.
Όσο για εμάς τους επισκέπτες, παίρνουμε σιγά-σιγά το δρόμο της επιστροφής. Η βροχή έχει επιτέλους σταματήσει και έχει αντικατασταθεί από υγρασία και κρύο. Μέχρι που πίσω από τα σύννεφα, ο ήλιος καταφέρνει και ξετρυπώνει για λίγο, φέρνοντας μία μικρή αίσθηση άνοιξης. Τα μπαμπούγερα το έκαναν, έστω και για λίγο, το θαύμα τους.
Πηγή: Parallaxi Magazine