Τους χώριζαν και τους ένωναν τα πάντα: Αρκεί να ήθελε κάτι ο ένας και αμέσως θα το διεκδικούσε ο άλλος. Μια αντιπαράθεση χωρίς όρια, που μόνον η τραγωδία του θανάτου μπορούσε να κατανικήσει.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Σταύρος Νιάρχος γνωρίστηκαν νωρίς και αποτέλεσαν κάτι σαν την απαρχή ενός εθνικού διχασμού στην Ελλάδα του 20ου αιώνα. Πίσω από αυτούς τους αιώνιους αντιπάλους, μια γυναίκα έγινε το μήλο της έριδος για δύο άνδρες και δύο αυτοκρατορίες. Η Τίνα Λιβανού, μαζί με την αδελφή της Ευγενία, μετέτρεψαν τους δύο πάμπλουτους εφοπλιστές σε …μπατζανάκηδες.
Ενα μεσημέρι, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ΄60, στενός συνεργάτης του Αριστοτέλη Ωνάση τον ενημερώνει ότι ο Σταύρος Νιάρχος αγοράζει, τμηματικά, διαμέρισμα-διαμέρισμα, ένα ακίνητο στην πλατεία Συντάγματος. Ενοχλημένος ο Ωνάσης από αυτή την ανεξήγητη κίνηση του αιώνιου αντιπάλου του, δίνει εντολή να σπεύσουν και να αγοράσουν, εκ μέρους του, όσα περισσότερα διαμερίσματα είναι δυνατόν, ώστε αυτό το ακίνητο να γίνει δικό του… Πράγματι ο Ωνάσης, λέγεται, ότι πρόλαβε να αγοράσει πολλά, σχεδόν τα μισά, αλλά ο Νιάρχος είχε ήδη αποκτήσει την πλειοψηφία του ακινήτου. Σ΄ αυτόν τον αγώνα ο Σταύρος είχε νικήσει και ο Αριστοτέλης είχε χάσει.
Ο Ωνάσης όμως δεν έχασε λεπτό: Εστειλε τον ίδιο έμπιστο συνεργάτη του να προτείνει στον Νιάρχο να του πουλήσει το δικό του μερίδιο με το αντίστοιχο ποσό που έδωσε για να το αγοράσει, γύρω στα δύο εκατομμύρια δολάρια. Τότε ο Νιάρχος γελώντας με αυτή την αίσθηση της κρυφής ικανοποίησης του νικητή, αντέτεινε το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δίνοντας και τις απαραίτητες εξηγήσεις: «Δύο που έδωσα εγώ, δύο που έδωσε εκείνος, κι άλλο ένα γιατί είναι μεγάλος μ….ας».
Si non e vero, e ben trovato _κι αν δεν είναι αληθινό θα μπορούσε να είναι. Γιατί η κόντρα ανάμεσα στα δύο μυθικά ελληνικά ονόματα της ναυτιλίας δεν είχε ούτε αρχή ούτε μέση ούτε τέλος: Κι ίσως να ήταν η κινητήριος δύναμη για δύο άντρες που έμελλε να μεγαλουργήσουν διασχίζοντας παράλληλα την ζωή, βλέποντας συχνά-πυκνά τους δρόμους τους να διασταυρώνονται.
Γεννήθηκαν με τρία χρόνια διαφορά (το 1906 ο Αριστοτέλης Ωνάσης και το 1909 ο Σταύρος Νιάρχος), αλλά ο μεγαλύτερος έζησε σχεδόν μια εικοσαετία λιγότερο (1975 και 1996 αντιστοίχως), έχοντας βιώσει τον χαμό του μοναχογιού του Αλέξανδρου. Οι ανερχόμενοι, γύρω στα τριάντα-τριάντα πέντε Ελληνες εφοπλιστές γνώρισαν στις αρχές της δεκαετίας του ΄40 την γυναίκα που έμελλε να αποτελέσει το αντικείμενο του πόθου τους και την κινητήριο δύναμη ενός αιώνιου ανταγωνισμού, προσωπικού και επαγγελματικού. Ποιος θα μπορούσε ποτέ να πιστεύσει, ότι δύο από τους πλουσιότερους Ελληνες όλων των εποχών θα βρίσκονταν σε αντιπαράθεση εξαιτίας μιας γυναίκας _ούτε σενάριο ελληνικής ταινίας να ήταν.
Κι όμως η γνωριμία τους με τις κόρες του Ελληνα εφοπλιστή της διασποράς Γιώργου Λιβανού, την Ευγενία και την Τίνα στάθηκε μοιραία. Οι αδελφές Λιβανού μεγάλωσαν όπως άρμοζε στην οικογενειακή παράδοση, σχεδόν σαν γαλαζοαίματες. Πήγαν σε αριστοκρατικά αγγλικά σχολεία και κολέγια. Εμαθαν τα σπορ που άρμοζε στην κοινωνική τους τάξη, έκαναν ιππασία και διακοπές σε χειμερινά και θερινά θέρετρα, έμαθαν να χορεύουν βαλς, απέκτησαν την απαιτούμενη κοινωνική μόρφωση για να κινούνται με άνεση στα σαλόνια του διεθνούς τζετ σετ. Ηταν όμορφες, εξαιρετικά καλοντυμένες, περιζήτητες νύφες. Μελαχρινή και λιγότερο γοητευτική η πρωτότοκη, ξανθιά, λεπτεπίλεπτη, σαν σταρ του σινεμά, η δεύτερη, είχαν, κι αυτές, κατά σύμπτωση, τρία χρόνια διαφορά.
Θα ήταν γύρω στις αρχές του ΄30 όταν οι δύο μελλοντικοί κροίσοι πρωτοσυνάντησαν την 14χρονη Τίνα. Πρώτος την έβαλε στον στόχο ο ώριμος, τότε, Νιάρχος αλλά δεν κατάφερε να πείσει τον πατέρα της. Το κορίτσι ήταν πολύ μικρό και σίγουρα δεν ήταν για γάμο… Ο Ωνάσης όμως, οπλισμένος με μεγαλύτερη υπομονή, πέτυχε τον στόχο του, δύο-τρία χρόνια μετά. Παντρεύτηκαν το 1946, εκείνος σαράντα κι εκείνη δέκα επτά… Ο γάμος σηματοδότησε παράλληλα μια οικονομική συνεργασία, την είσοδο του Ωνάση στα μεγάλα εφοπλιστικά σαλόνια ενώ αποτέλεσε και την αρχή μιας αντίστροφης μέτρησης. Τρία χρόνια μετά, η επίσης ωραία Ευγενία Νιάρχου παντρεύτηκε τον Σταύρο Νιάρχο. Η Τίνα έκανε δύο παιδιά, η Ευγενία τέσσερα _ενώ ο Νιάρχος απέκτησε κι έναν πέμπτο παιδί από τον ενδιάμεσο γάμο του με την Σαρλότ Φορντ.
Αυτή είναι η πρώτη φάση του ανταγωνισμού των δύο ανδρών: Ο Αρίστος και ο Σταύρος έγιναν «μπατζανάκηδες» χωρίς να έχουν την παραμικρή διάθεση να κρύψουν την αντιπαλότητά τους. Ευκαιρίας δοθείσης, είτε με αφετηρία μια γυναίκα είτε τις δουλειές τους, φανέρωναν την κόντρα τους. Μια κόντρα που ολοκληρώθηκε είκοσι πέντε χρόνια μετά, όταν ο Νιάρχος παντρεύτηκε την Τίνα Ωνάση, έναν χρόνο μετά τον περίεργο θάνατο της Ευγενίας κι αφού η Τίνα είχε χωρίσει από τον Αριστοτέλη Ωνάση, λόγω της ερωτικής του σχέσης με την Μαρία Κάλλας.
Μπίζνες και κοσμήματα
Ενα παράτολμο σχέδιο θέλησε να υλοποιήσει το 1958 ο Αριστοτέλης Ωνάσης στον χώρο των πετρελαϊκών. Ολα ξεκίνησαν όταν συνειδητοποίησε ότι οι μεγάλες εταιρείες σπάνια νοίκιαζαν ανεξάρτητα τάνκερ, κι αυτό ήταν εμπόδιο στην δική του δουλειά. Η ιδέα του, που έμεινε ως συμφωνία της Τζέντα, ήταν να προτείνει στον βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας να μεταφέρει εκείνος το μαζούτ της περιοχής καθορίζοντας έτσι τα ναύλα στο διεθνές εμπόριο και σε αντάλλαγμα θα ναυπηγούσε στόλο πετρελαιοφόρων με σαουδαραβική σημαία. Τα κέρδη για τον Ωνάση από αυτή την ιστορία θα ήταν τεράστια.
Οι αντίπαλοί του, με πρώτο τον Σταύρο Νιάρχο δεν έμειναν με δεμένα τα χέρια. Ο Νιάρχος προσέλαβε έναν ειδικό ερευνητή, τον Ρόμπερτ Έιμι Μέιχιου, με έναν και μοναδικό στόχο: Να εμποδίσει την σύναψη αυτής της συμφωνίας. Κόντρα στην κόντρα, σχέδιο στο σχέδιο οι δύο πλευρές μπήκαν σε ένα παιχνίδι για γερούς λύτες: Χτυπήματα σε ναυπηγεία, οργανωμένες απεργίες, CIA, συναντήσεις με τον τότε αντιπρόεδρο Νίξον, συνεργασία με τις περουβιανές αρχές, και πολλά άλλα είχαν έναν και μόνον στόχο: Να πλήξουν τα σχέδια του Ωνάση. Αλλά δεν τα κατάφεραν. Οταν οι περουβιανοί επιτέθηκαν στα καράβια του, εκείνος εισέπραξε τα χρήματα από την ασφάλεια. Αργότερα, όταν το δικαστήριο ευνόησε τις πετρελαϊκές εταιρείες, ο ίδιος θα παραιτηθεί τελικά από το σχέδιο της Τζέντα.
Σε αυτή την δίχως τέλος αναμέτρηση των δύο ανδρών εντάσσεται και ένα επεισόδιο με φόντο τις Ελβετικές Αλπεις. Κατά τη διάρκεια των χειμερινών του διακοπών, ο Νιάρχος, συνοδευόμενος από την Σαρλότ Φορντ, πληροφορήθηκε το πέρασμα του Αριστοτέλη Ωνάση από το Σεντ Μόριτζ. Εσπευσε τότε να αγοράσει ένα μυθικής αξίας κολιέ με ρουμπίνια στην αγαπημένη του. Στόχος του ήταν να το πληροφορηθεί ο αιώνιος αντίπαλος, τον οποίο ο Νιάρχος δεν θεωρούσε διόλου εκλεπτυσμένο και χωρίς υψηλό γούστο, επιβεβαιώνοντας έτσι τον κυριαρχικό του ρόλο σε μια περιοχή που θεωρούσε οικεία του και εντελώς ξένη για τον Ωνάση.
Οταν η Τίνα παντρεύτηκε τον Νιάρχο
Οταν το 1965 ο Νιάρχος γνώρισε και ερωτεύτηκε τη νεαρή Αμερικανίδα Σαρλότ Φορντ δεν άργησε να ξεσπάσει σκάνδαλο λόγω της εγκυμοσύνης της. Ως αποτέλεσμα ήρθε η αίτηση διαζυγίου από την Ευγενία Λιβανού, η οποία, ωστόσο τρία χρόνια μετά τον δέχτηκε πίσω, αφού είχαν μεσολαβήσει δικαστήρια που έκριναν μη νόμιμο τον γάμο του Νιάρχου με την Φορντ, έχονχτας αποδεχτεί ότι ο γάμος του με την Ευγενία «εξακολουθεί να υφίσταται, ουδέποτε νομίμως λυθείς».
Αυτή η επανασύνδεση θα έχει ατυχές τέλος για την Ευγενία Λιβανού, η οποία υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες θα βρεθεί νεκρή ένα βράδυ στην Σπετσοπούλα. Ηταν 30 Μαϊου του 1970. Παρά τους μώλωπες και τα σημάδια πάλης, ο θάνατός της θα θεωρηθεί ότι προκλήθηκε από βαρβιτουρικά και ουδείς θα κριθεί ως ένοχος. Το μυστήριο του θανάτου της δεν θα λυθεί ποτέ….
Το 1971, χωρισμένη πια από τον Αριστοτέλη Ωνάση η Τίνα Λιβανού θα βρεθεί, δεκαετίες μετά την πρώτη συνάντηση με τον Νιάρχο και αφού έχει πεθάνει η γυναίκα του και αδελφή της, παντρεμένη μαζί του. Κάτι σαν εκδίκηση για τις απιστίες του και φυσικά την θυελλώδη σχέση του με την Κάλλας. Ωστόσο αυτός έμοιαζε σαν να ήρθε ως προπομπός μιας μεγάλης, καταστροφικής καταιγίδας. Μετά τον τραγικό θάνατο του Αλέξανδρου Ωνάση, τον Ιανουάριο του 1973, η καταρρακωμένη Τίνα δεν θα αντέξει για πολύ: Ενάμιση χρόνο μετά θα βρεθεί κι εκείνη νεκρή, από υπερβολική χρήση βαρβιτουρικών, όπως κι η αδελφή της, σε δωμάτιο ξενοδοχείου στο Παρίσι. Σύμπτωση;
Βίοι παράλληλοι και αντικρουόμενοι
Παρά τις κοινές και παράλληλες πορείες τους, οι δύο άνδρες διέφεραν σε πολλά, ξεκινώντας από την καταγωγή και φθάνοντας ως την κοινωνική τους συμπεριφορά.
Γιος εμπόρου λαδιών, από την πλευρά του πατέρα του, και του αλευροβιομήχανου Σταύρου Κουμάνταρου (ο αδελφός της μητέρας του και θείος του Νίκος Κουμάνταρος ήταν βιομήχανος, εφοπλιστής, βουλευτής και εξάδελφος της Ντόλυς Γουλανδρή, του Κυκλαδικού Μουσείου), σπούδασε νομικά, μπήκε στην οικογενειακή επιχείρηση των Κουμάνταρων και δεν άργησε να ξεδιπλώσει τις ικανότητές του στον χώρο της ναυτιλίας. Εκανε πέντε γάμους.
Λάτρης της τέχνης διέθετε μια από τις μεγαλύτερες και πιο σημαντικές συλλογές έργων τέχνης διεθνώς, με έργα ιμπρεσιονιστών και ζωγράφων του 20ου αιώνα, με αποκορύφωνα πίνακες του Βαν Γκογκ, του Γκογκέν και του Πικάσο. Με την διαθήκη του άφησε ένα μεγάλο μέρος της περιουσία του στο Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Γιος του καπνέμπορου από την Σμύρνη, όπου και γεννήθηκε, Σωκράτη Ωνάση και της Πηνελόπης Δολόγλου, φοιτούσε στην Ευαγγελική Σχολή όταν έγινε η Καταστροφή το ΄22, που τον ανάγκασε να έρθει στην Ελλάδα μαζί με την οικογένειά του. Εναν χρόνο μετά μετανάστευσε στην Αργεντινή. Ιδιοφυής καθώς ήταν και με ξεχωριστό επιχειρηματικό ταλέντο δεν άργησε να ξεχωρίσει στον εφοπλιστικό χώρο. Μετά τον τραγικό χαμό του γιου του Αλέξανδρου, ίδρυσε στην μνήμη και στο όνομά του το Κοινωφελές Ιδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης.
Πιο διάσημος και πιο γοητευτικός, ο «άξεστος» Ωνάσης, πιο ευγενικός και πιο διακριτικός, ο «βαρετός» Νιάρχος. Αποδείχθηκαν ωστόσο εξίσου σκληροί κατά την διάρκεια της πορείας του στην ζωή με τους ανθρώπους που αγάπησαν.
Η αντιπαλότητα Ωνάση – Νιάρχου δεν άργησε να διαφανεί σε όλο της το μεγαλείο με κάθε είδους, μικρή ή μεγάλη αφορμή: Το εξώφυλλο του Νιάρχου στο περιοδικό «Time» (1956) πυροδότησε έναν αγώνα δρόμου για τον Ωνάση, που δεν κατάφερε να «τερματίσει» παρά μόνον όταν παντρεύτηκε την Τζάκι Κένεντι, δώδεκα χρόνια αργότερα, με ένα εξώφυλλο του ζεύγους, το 1968.
Ο ανταγωνισμός συνεχίστηκε και στις θαλαμηγούς, «Χριστίνα» ο ένας, «Κρεολή» ο άλλος, και φυσικά στα νησιά, με τον «Σκορπιό» και την «Σπετσοπούλα». Ακόμα και ο γάμος του με την χήρα του Αμερικανού προέδρου ακολούθησε τον πολιτικό γάμο του Νιάρχου με την δισέγγονη του ιδρυτή της αυτοκινητοβιομηχανίας Σαρλότ Φόρντ.