- «Μπράντον», «Ντίλαν», «Μπρέντα», «Κέλι», «Ντόνα», «Στιβ», «Ντέιβιντ»: Η παρέα που έγινε είδωλο «χάθηκε», όταν έσβησαν τα φώτα του Μπέβερλι Χιλς – Κανείς δεν διέπρεψε στο χώρο, ενώ απασχόλησαν με καταχρήσεις, διαλυμένους γάμους, χρεοκοπίες και προβλήματα υγείας
Περίπου 20 άτομα τραυματίστηκαν όταν επικράτησε πανικός και μαζική υστερία σε εμπορικό κέντρο της Φλόριντας. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 1991 ένα ορμητικό πλήθος που κατ’ εκτίμηση προσέγγιζε τις 10.000 συνωστίστηκε στο Broward Mall της πόλης Πλαντέισον.
Επρόκειτο κυρίως για έφηβες και νεαρές κοπέλες, οι οποίες κατέκλυσαν το εμπορικό κέντρο και τελικά φιλονίκησαν μεταξύ τους εν εξάλλω και ποδοπατήθηκαν στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν τον Λιούκ Πέρι. Ο ίδιος ο σταρ της τότε καινούργιας αλλά ήδη εξαιρετικά επιτυχημένης σειράς «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς» αναγκάστηκε να περιορίσει την εμφάνισή του σε μόλις ενάμιση λεπτό, καθώς σοκαρίστηκε από την ανεξέλεγκτη και εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση με τις αλαλάζουσες θαυμάστριές του.
Ο Πέρι, ένας από τους πιο δημοφιλείς χαρακτήρες του σίριαλ, φυγαδεύτηκε από τους άνδρες ασφαλείας του εμπορικού κέντρου. Οι τραυματίες διακομίστηκαν με κατάγματα σε άκρα, εκδορές και λοιπές μικρο-κακώσεις στα πλησιέστερα νοσοκομεία, ενώ παρακείμενη αίθουσα πολυτελούς ξενοδοχείου μετατράπηκε σε έκτακτο ιατρείο πρώτων βοηθειών.
Οι υπεύθυνοι του τοπικού ραδιοσταθμού WPOW-FM Power 96 ο οποίος δεν είχε σταματήσει τις προηγούμενες ημέρες να ανακοινώνει το γενικό προσκλητήριο θαυμαστών, εκ των υστέρων ζήτησαν συγνώμη. Δηλώνοντας παράλληλα αιφνιδιασμένοι από τον όγκο της προσέλευσης. Κι όμως, ούτε αυτοί δεν περίμεναν ότι αντί για μερικές εκατοντάδες ταγμένων fan θα συνέρρεαν σχεδόν 10.000 λυσσασμένων, κοριτσικών κατά το πλείστον, διατεθειμένων να τραυματίσουν και να τραυματιστούν προκειμένου να δουν από κοντά, να αγγίξουν ίσως, εν τέλει να αποκτήσουν ένα ιερό κειμήλιο από το χέρι του Πέρι, ο οποίος θα τους χάριζε αυτόγραφα μαζί με το σήμα-κατατεθέν του: Το μειδίαμα της χαρμολύπης, το μελαγχολικό πλην άδολο βλέμμα του βασανισμένου εφηβικού ειδώλου.
Το 1991 ο Λιούκ Πέρι ήταν 25 ετών και δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος για το κύμα της λατρείας που είδε ξαφνικά να υψώνεται απέναντί του, θεόρατο και ασταμάτητο. Οπως ο ίδιος δεν θα μπορούσε να γνωρίζει τότε ότι βρισκόταν ακριβώς στο μέσον της ζωής του, έτσι και κανείς δεν μπορεί να αποφανθεί σήμερα μετά βεβαιότητας εάν ήταν αυτή η απροσδόκητη αποθέωση, η βίαιη εκτίναξη από την ανωνυμία στη διασημότητα που συνετέλεσαν στον πρόωρο θάνατό του την περασμένη Δευτέρα.
Ο Λιούκ Πέρι, το αγγελικά κακό παιδί «Ντίλαν ΜαΚέι» του Μπέβερλι Χιλς, ήταν μόλις 52 ετών όταν οι οικείοι του αποφάσισαν να δώσουν τελικά τη συγκατάθεσή τους για τον τερματισμό της μηχανικής υποστήριξης. Εγκυρες πληροφορίες για καταχρήσεις ουσιών δεν έχουν κυκλοφορήσει -μέχρι στιγμής τουλάχιστον.
Περί αυτού μόνο φήμες και εικασίες διαδίδονται. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Πέρι είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο, ενώ το 2015 στις αναλύσεις του εντοπίστηκαν ίχνη καρκίνου. Παρά την αφαίρεση των κακοήθων κυττάρων, η υγεία του Λιούκ παρέμεινε εύθραυστη. Και η εισαγωγή του στο νοσοκομείο, από το οποίο δεν θα έβγαινε ζωντανός ποτέ, άρχισε ακριβώς την ημέρα που το δίκτυο Fox ανακοίνωσε ότι το ερχόμενο καλοκαίρι επίκειται επίσημη ανάσταση των «Χτυποκαρδιών», υπό τύπον μιας μίνι-σειράς έξι επεισοδίων.
Στο καστ αυτής της αναβίωσης προσκλήθηκαν από την παραγωγή όλοι οι αρχικοί πρωταγωνιστές -εκτός από δύο: Τον Λιούκ Πέρι και την επί της οθόνης αγαπημένη του Μπρέντα. Παρεμπιπτόντως, η δεύτερη αποκλεισμένη από το reboot των «Χτυποκαρδιών» είναι η κατά κόσμον εκκεντρική και ατίθαση Σάνεν Ντόχερτι. Η σταρ με τη χειρότερη υπόληψη από το καστ των «Χτυποκαρδιών» αλλά και εκείνη που εξέφρασε αμέσως και δημόσια τη συντριβή της για το χαμό του Λιούκ Πέρι.
Ωραίοι, νέοι και καταραμένοι
Πριν από τα «Χτυποκάρδια» για τα οποία προσελήφθη το 1989, ο Πέρι βιοποριζόταν κάνοντας διάφορες ευκαιριακές δουλειές, ως τεχνίτης ασφαλτοστρώσεων, εργάτης σε βιομηχανία χειρολαβών για πόρτες κ.λπ.
Παράλληλα δεν είχε σταματήσει να ονειρεύεται τη σταδιοδρομία στο χώρο του θεάματος, γι’ αυτό και είχε υποβάλει πάνω από 250 αιτήσεις για κάθε είδους ρόλο, σε κάθε είδους παραγωγή. Μετά από την τεράστια επιτυχία της σειράς και την προσωπική του ταύτιση με τον τηλεοπτικό «Ντίλαν», ο Λιούκ Πέρι ήταν από τους ελάχιστους συντελεστές που φάνηκε πως θα κατάφερνε να αποφύγει την περιβόητη «Κατάρα του Μπέβερλι Χιλς».
Η οποία, όπως έχει συμβεί με πέφτει πάνω στους πρωταγωνιστές και τους συνθλίβει, τόσο επαγγελματικά -καθώς τους αποκλείει από οποιονδήποτε άλλο ρόλο μακριά από τον ήρωα που υποδύθηκαν- όσο και προσωπικά: Είναι σχεδόν ένας άγραφος αλλά αμείλικτος κανόνας του Χόλιγουντ ότι η υπερβολική δημοφιλία καταπίνει τα είδωλα που η ίδια κατασκευάζει. Δεκάδες πρωταγωνιστές σειρών που αγαπήθηκαν μανιωδώς, έπεσαν στα βράχια έξω από αυτές.
Ο Λιούκ Πέρι προσπάθησε σκληρά να μην πνιγεί μέσα σε αυτό το, φαινομενικά μοιραίο και αναπόδραστο, ρεύμα. Ηδη από το 1995 -για άλλη μία φορά στο μέσον της ζωής του, εν προκειμένω όμως σαν «Ντύλαν»- ο Πέρι πήρε την εξαιρετικά δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψει τα «Χτυποκάρδια», υποτίθεται οριστικά και αμετάκλητα όπως έλεγε -αλλά και πίστευε τότε.
Εμφανίστηκε σε διάφορες κινηματογραφικές ταινίες, χωρίς συγκλονιστική επιτυχία ή, έστω, κάποιου είδους αναγνώριση, τέτοια που θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν ανάχωμα στις Σειρήνες της επιστροφής. Ο Ντύλαν όμως αργά ή γρήγορα θα ενέδιδε και εν τέλει επανεμφανίστηκε στα «Χτυποκάρδια» ύστερα από απουσία τριών ετών, το 1998.
Εν αντιθέσει όμως με τους περισσότερους από τους επί τους συναδέλφους του στο σίριαλ, ο Πέρι έφτασε να πρωταγωνιστήσει ξανά σε μια άλλη δημοφιλή σειρά (Riverdale), ενώ τον εμπιστεύτηκαν σκηνοθέτες του βεληνεκούς Λικ Μπεσόν (στο «Πέμπτο Στοιχείο») και Κουέντιν Ταραντίνο («Μια φορά και έναν καιρό στο Χόλιγουντ», μια ταινία που θα προβληθεί προσεχώς. Ο Λιούκ Πέρι εμφανίζεται δίπλα σε σούπερ-σταρ όπως ο Μπραντ Πιτ και ο Λεονάρντο ντι Κάπριο).
Στην προσωπική του ζωή ο άντρας που κάποτε κοιτούσε τις θαυμάστριες που έλιωναν για χάρη του προσκυνώντας τη γιγαντοαφίσα στο εφηβικό τους δωμάτιο, το 1993 παντρεύτηκε τη Ρέιτσελ «Μίνι» Σάρπ, κόρη του σεναριογράφου Αλαν Σαρπ, η οποία είχε συγκινήσει σφόδρα τον Πέρι όταν του ταχυδρόμησε ένα από τα σέξι εσώρουχά της. Ο γάμος τους κράτησε όσο και τα «Χτυποκάρδια», δηλαδή μία δεκαετία, ενώ προέκυψαν δύο παιδιά, η Σόφι και ο Τζακ που έγινε επαγγελματίας παλαιστής και αγωνίζεται με το ψευδώνυμο «Το παιδί της ζούγκλας».
Μια απίστευτη επιτυχία
Στην τηλεοπτική τους ζωή και στο πλαίσιο της διαρκούς προσπάθειας των σεναριογράφων να ικανοποιούν τα εκατομμύρια των τηλεθεατών, οι ήρωες στα «Χτυποκάρδια του Μπέβερλι Χιλς» έμπλεκαν σε κάθε είδους περιπέτειες, κυρίως ερωτικές και συναισθηματικές. Εξάλλου, αυτή η παρέα που ξεκίνησε σαν μια οκταμελής συντροφιά πλουσιόπαιδων σε μία από τις πιο ακριβές και περίοπτες συνοικίες της ηλιόλουστης Καλιφόρνιας, έπρεπε κάπως να εξελίσσεται. Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, τα «Χτυποκάρδια» έφεραν μια κοινωνική επανάσταση, καθώς ανέδειξαν -έστω και μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα της show biz- την μετεφηβική ηλικία.
Πάνω από 20 εκατ. Αμερικανοί, κάθε ηλικίας αλλά κυρίως νέοι, παρακολουθούσαν τον Ντύλαν και τον κολλητό του τον Μπράντον, τον Στιβ, τον Ντέιβιντ, την Κέλι, τη Ντόνα, τη Μπρέντα και πολλούς άλλους «περιφερειακούς», να προβληματίζονται: Για το σεξ, τα ναρκωτικά, το Aids, τη σύγκρουση με τις προηγούμενες γενιές, ακόμη και για το μέλλον τους.
Ειδικά ο Ντύλαν, δηλαδή ο αείμνηστος Λιούκ Πέρι, ακολουθούσε μια τεθλασμένη και απρόβλεπτη σεναριακή τροχιά: Κατά καιρούς το κοινό τον είδε να πέφτει στα βαριά ναρκωτικά, να γίνεται αλήτης και απόβλητος, να ανακαλύπτει την προηγούμενη ζωή του μέσω της υπνοθεραπείας, να αποτολμά την ανταπόδοση στη δολοφονία του πατέρα του ερωτοτροπόντας με την κόρη του εγκληματία κ.λπ.
Παρόλ’ αυτά, ο πραγματικός βίος και η πολιτεία κάποιων από τους πρωταγωνιστές των «Χτυποκαρδιών» ξεπέρασε τη φαντασία των τηλεοπτικών δημιουργών.
Και επιβεβαίωσε τη βαριά κατάρα που ελλόχευε στη σκοτεινή πλευρά του σίριαλ.
Συντροφιά αποτυχημένων
Για τις αφοσιωμένες οπαδούς της σειράς, ο καναδικής καταγωγής Τζέισον Πρίστλι ήταν ο αντίζηλος του Λιούκ Πέρι, το αντίπαλον δέος της γοητείας που μόνο ένας άντρας-παιδί θα μπορούσε να εκπέμπει. Ο «Μπράντον» εγκλωβίστηκε στο ρόλο του και η πρώτη του απόπειρα απόδρασης ήταν μέσω του αλκοόλ. Επί χρόνια πήγαινε από πάρτι σε πάρτι, μόνο και μόνο για να σκοτώσει δημοσίως τον «ξενέρωτο» χαρακτήρα που υποδυόταν.
Το 1998 συνελήφθη από την αστυνομία για οδήγηση σε κατάσταση μέθης -και αφού είχε τυλίξει την πανάκριβη Porsche του σε έναν στύλο.
Παρά το διασυρμό και τη στέρηση της άδειας οδήγησης, ο Τζέισον θέωρησε ότι έχει μέλλον στον κόσμο της ταχύτητας και δοκίμασε σοβαρά την τύχη του σαν επαγγελματίας οδηγός αγώνων, αργότερα και ως ιδιοκτήτης ομάδας μονοθεσίων σε κορυφαίο αμερικανικό πρωτάθλημα. Τελικά απέμεινε να μακαρίζει την τύχη του που του επέτρεψε να είναι σήμερα ζωντανός. Σε ένα τρομακτικό ατύχημα το 2002 με σχεδόν 300 χλμ./ώρα κατά τη διάρκεια κούρσας σε πίστα του Κεντάκι, ο Πρίστλι υπέστη κατάγματα στη ράχη, έσπασε και τα δύο του πόδια, ενώ το κρανίο του χρειάστηκε τμηματική αναδόμηση.
Εάν το αυτοκαταστροφικό πάθος για την ταχύτητα παρά λίγο να κοστίσει στον Μπράντον τη ζωή του, για την φιλάρεσκη «Μπρέντα» η καταστροφή ελλόχευε στην ταχύτητα με την οποίαν ξόδεψε την περιουσία -αλλά και τη συναισθηματική επένδυση στους εραστές της.
Παρόλο που ήταν η κόρη του πανίσχυρου παραγωγού της σειράς, του πολυεκατομμυριούχου Ααρον Σπέλινγκ, η Τόρι κατάφερε να πέσει έξω: Κακές επιχειρηματικές κινήσεις, παταγώδης αποτυχία στη βιομηχανία του θεάματος, κάκιστες σχέσεις με τη μητέρα της που ισοδυναμεί σχεδόν με αποκλήρωση από την κληρονομιά των 500 εκατ. δολαρίων του πατέρα της.
Τουλάχιστον γνώρισε την επιτυχία με τα αυτοβιογραφικά βιβλία της, στα οποία εν πολλοίς εξομολογείται πώς κατάφερε να χρεοκοπήσει, να απατήσει τον πρώτο της άνδρα με τον δεύτερο και να αποκτήσει πέντε παιδιά.
Ο Μπράιαν Οστιν Γκριν («Ντέιβιντ») και ο Ιαν Ζίρινγκ («Στιβ») απορροφήθηκαν στα προβλήματα που ανέκυψαν σε θυελλώδεις ερωτικούς δεσμούς. Ο πρώτος, μάλιστα, είχε ερωτική σχέση με δύο ηθοποιούς που εμφανίζονταν στα «Χτυποκάρδια», πρώτα την Τίφανι Τίσεν και ακολούθως την Βανέσα Μάρσιλ. Υστερα από πικρές διαμάχες, ο Οστιν Γκριν πίστεψε πως θα αγκυροβολούσε στην καρδιά της εκρηκτικής Μέγκαν Φοξ, ακόμη και με αυτήν όμως -και παρά τα τρία τους παιδιά- η συμβίωση δεν αποδείχθηκε ανέφελη.
Στα ρεπορτάζ από τα παρασκήνια των «Χτυποκαρδιών» κυριαρχούσε σταθερά το μίσος που χώριζε δύο από τις μεγάλες πρωταγωνίστριες της σειράς, τη Τζένι Γκαρθ («Κέλι») και την Σάνεν Ντόχερτι («Μπρέντα»). Η ξανθιά και η μελαχρινή, η πειθαρχική και η αντάρτισσα, δεν άργησαν να κηρύξουν ανελέητο πόλεμο μεταξύ τους. Οι διαρκείς συγκρούσεις έφταναν ενίοτε στο μαλλιοτράβηγμα και τη σωματική βία, ενώ η παραγωγή συντασσόταν με την Γκαρθ μόνο και μόνο διότι η συμπεριφορά της Ντόχερτι ήταν εντελώς απαράδεκτη και αντιεπαγγελματική. Μονίμως αργούσε στα γυρίσματα, επίτηδες, ενώ είχε την απαίτηση να την υπηρετούν όλοι σαν σκλάβοι, θεωρώντας τον εαυτό της ως τη μεγαλύτερη ντίβα του Μπέβερλι Χιλς.
Η μοίρα δεν δικαίωσε καμία από τις δύο: Η προσωπική ζωή της Τζένι Γκαρθ είναι μια ακολουθία από διαλυμένους γάμους με άντρες από διάφορες γωνιές της αμερικανικής βιομηχανίας ψυχαγωγίας.
Η δε Σάνεν Ντόχερτι ήταν ένα ανήμερο θηρίο στον ιδιωτικό της βίο όπως και στο σίριαλ -από το οποίο, άλλωστε, είχε απολυθεί το 1994.
Οι βίαιες εκρήξεις οργής της προκάλεσαν επικρίσεις και χλεύη στα ΜΜΕ, καθώς και περιπέτειες με το νόμο. Στις ποικίλες παρενέργειες που προξένησε στο σώμα και το πνεύμα της το αλκοόλ, το 2015 ήρθε να προστεθεί και ο καρκίνος που εκδηλώθηκε στο στήθος και τους λεμφαδένες της. Μετά από τη χημειοθεραπεία, τις ακτινοβολίες και τη μονή μαστεκτομή, η Σάνεν Ντόχερτι ζει και διοχετεύει την ενέργειά της στον φιλοζωικό ακτιβισμό, καθώς και στην ένθερμη υποστήριξη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ενδεχομένως την ευγνωμονεί -εν αντιθέσει με την πλειονότητα της καλλιτεχνικής κοινότητας στις ΗΠΑ. Πάντως, η παντοιοτρόπως τσακισμένη προσωπικότητα της ίσως αποτυπώνει εναργέστερα από οτιδήποτε άλλο την κατάρα των «Χτυποκαρδιών», αλλιώς την κατάρα μιας επιτυχίας που ήταν υπερβολικά μεγάλη και ήρθε υπερβολικά νωρίς.