Ο Τζεφ Μπέζος, ο ιδρυτής της Amazon και πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο έβγαλε πέρυσι μόλις 81.840 δολάρια, δηλαδή τον ίδιο ακριβώς μισθό που παίρνει στην εταιρεία εδώ και δύο δεκαετίες.
Μάλιστα, σύμφωνα με δημοσίευμα της οικονομικής σελίδας του CNN, ο Τζεφ Μπέζος δεν έχει λάβει ποτέ αμοιβή σε μετοχές, κάτι που συνηθίζεται στα ανώτατα στελέχη των εταιρειών. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι δε χρειάζεται, καθώς ήδη κατέχει το 16% των μετοχών της Amazon, με την αξία τους να ξεπερνά τα 100 δισ. δολάρια.
Από την άλλη, όμως, η Amazon πληρώνει πάρα πολλά χρήματα για έχει το Διευθύνοντα Σύμβουλό της ασφαλή. Ο Μπέζος έλαβε υπηρεσίες σχετικές με την ασφάλεια και τα ταξίδια του συνολικής αξίας 1,6 εκατ. δολαρίων από το 2010 και άλλα 1,1 εκατ. δολάρια από το 2003 όταν η επιχείρηση άρχισε να καταγράφει στα λογιστικά βιβλία της τα έξοδα του Μπέζος ως αμοιβή του.
Η επιχείρηση υποστηρίζει ότι τα κόστη αυτά είναι πολύ λογικά δεδομένων των εξαιρετικά χαμηλών αποδοχών του, αλλά και του γεγονότος ότι δεν έχει λάβει ποτέ αμοιβή με τη μορφή ενός πακέτου μετοχών όπως άλλοι Διευθύνοντες Σύμβουλοι μεγάλων εταιρειών.
Ο Μπέζος δεν είναι ο μόνος επικεφαλής τεχνολογικού κολοσσού που βγάζει λίγα χρήματα. Ο Στηβ Τζομπς της Apple έπαιρνε ένα δολάριο το χρόνο, εκτός από το 2001 όταν η Apple του αγόρασε ένα ιδιωτικό αεροπλάνο. Η Πέιτζ και ο Σεργκέι Μπριν επίσης παίρνουν από ένα δολάριο, ενώ ένα δολάριο έπαιρνε και ο πρώην Διευθύνων Σύμβουλος της Oracle, Λάρι Έλισον, ο οποίος ήταν πάντα ένας από τους πιο ψηλά αμειβόμενος Διευθύνοντες Συμβούλους, καθώς λάμβανε μεγάλα πακέτα μετοχών.
Και παρότι η Amazon δίνει τον ίδιο μισθό στον Μπέζος από το 1998, παλαιότερα έπαιρνε ακόμα λιγότερα. Το 1997, έβγαλε 79.197 δολάρια, το 1996 πήρε 64.333 δολάρια, ενώ τα προηγούμενα χρόνια δεν είναι γνωστά, καθώς η εταιρεία μπήκε στο Χρηματιστήριο το 1997.
Παρά το χαμηλό του μισθό, ο Μπέζος παίρνει πολλά περισσότερα από το μέσο εργαζόμενο της εταιρείας του, όπου ο μέσος μισθός το 2018 ήταν 28.836 δολάρια το χρόνο. Η εταιρεία αύξησε τον κατώτατο μισθό στα 15 δολάρια την ώρα το Νοέμβριο του 2018 για τους εργαζόμενους πλήρης απασχόλησης στις ΗΠΑ.