-Τότε! Θυμάσαι; Τότε!
-Πότε;
«Η λούπα της μιζέριας», Τρι.Π.Α. ΚΡΟΥ
Γιάννης Σερβετάς: «Πώς ήρθαμε από εκείνο το καλό στο σήμερα;»
Αντώνης Κανάκης: «Αυτό γίνεται γενικότερα στη ζωή» (12/3, «Βινύλιο»)
Ο παραπάνω διάλογος ακούγεται συνεχώς (με όλες τις δυνατές παραλλαγές του) στο «Βινύλιο». Εκεί, στην παρουσίαση του νυχτερινού show του ΣΚΑΪ, συναντάμε την άλλη όψη της κούφιας χαράς και του υστερικού γέλιου που χαρακτηρίζει τα πρωινάδικα. Την όψη της βεβιασμένης θλίψης. Γιατί για το «Βινύλιο» όλα σήμερα είναι μαύρα. Σε κάθε εκπομπή οι παρουσιαστές του δεν σταματούν να υπενθυμίζουν ότι κάθε τι (από τις ανθρώπινες σχέσεις και την πολιτική μέχρι το τραγούδι ή την τηλεόραση) έχει καταντήσει προβληματικό, αντίθετα με οτιδήποτε παλιό, οτιδήποτε που αφορά κάποιο ασαφές και ένδοξο παρελθόν όπου (για κάποιο λόγο που γνωρίζουν μόνο εκείνοι) όλα ήταν ιδανικά και απαστράπτοντα.
Και ενώ επίμονα ρωτούν «Τι πήγε λάθος και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε;», οι ίδιοι ανατροφοδοτούν το ερώτημα με τη συνήθη απάντηση: «Είναι μεγάλη συζήτηση…».
Οι προσκεκλημένοι (και από τους παρουσιαστές, ο Στάθης Παναγιωτόπουλος και η Βερονίκη Περγαντή) αντιμετωπίζουν συνήθως με αμηχανία αυτή την ηθικολογική εμμονή. Πολλές, πάντως, οι πιθανές εξηγήσεις για τη στάση τους.
Τι έχει και κλαίει το παιδί;
● Θεωρούν ότι δημιουργούν την κατάλληλη συνθήκη για να δικαιολογηθεί η παρουσία του καλεσμένου τους. Οσο «βαρύτερα» παρουσιαστεί το θέμα της εκπομπής, άλλο τόσο αναγκαία και επίκαιρη αναδεικνύεται η ειδικότητα του προσκεκλημένου.
● Προσπαθούν να διαφοροποιηθούν από το υπόλοιπο περιεχόμενο του σταθμού. Στριμωγμένοι ανάμεσα σε «Survivor» και «Power of love», σίγουρα δεν βλέπουν ευχάριστα τη συγκατοίκησή τους με ριάλιτι στην ίδια τηλεοπτική συχνότητα. Υπενθυμίζοντας κάθε στιγμή στον τηλεθεατή (και στον προσκεκλημένο) ότι όλα σήμερα είναι τόσο (πολύ) άσχημα, διαχωρίζουν τη θέση τους από το «ελαφρύ» ύφος των άλλων εκπομπών.
● Ξορκίζουν την εικόνα τους στο «Ράδιο Αρβύλα». Με μόλις μία μέρα διαφορά μετάδοσης της μιας εκπομπής από την άλλη, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του «Βινυλίου» πρέπει να γίνει πάση θυσία σαφής. Αμεσα. Οχι πια σάτιρα και εφηβική πλάκα, αλλά «κοινωνικό» σχόλιο και βαθύς (ως προς τον τόνο της φωνής, όχι ως προς το περιεχόμενο) προβληματισμός.
● Τίποτα από τα προηγούμενα, γιατί πραγματικά πιστεύουν ότι σήμερα όλα είναι μαύρα.
Ο,τι κι αν ισχύει όμως, όταν αυτή η αόριστη νοσταλγία γίνεται συγκεκριμένη, με αναφορά σε πρόσωπα και γεγονότα, αρχίζουν οι γκάφες και (κυριολεκτικά) το ράδιο αρβύλα. Οι δε απόψεις τους περί ανέφελου παρελθόντος, διάτρητες καθώς είναι, αρχίζουν να μπάζουν από παντού. Αυτό συνέβη στις τέσσερις εκπομπές τους (12/3, 19/3, 26/3 και 16/4) για την «παλιά καλή» τηλεόραση.
Το χρονικό εύρος που επέλεξαν για το συγκεκριμένο αφιέρωμα ήταν από το 1966, έναρξη των τηλεοπτικών μεταδόσεων, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και, παρά τα πολλά και διαφορετικά τηλεοπτικά στιγμιότυπα που πρόβαλαν, τα σχόλιά τους είχαν κοινή (και αναμενόμενη) αφετηρία και κατάληξη.
«Ηταν τόσο καλύτερη η τηλεόραση»
«Πόσο καλύτερη ήταν η τηλεόραση, ρε παιδιά, παλιά» λέει ο Αντώνης Κανάκης και αναρωτιέται ο Στάθης Παναγιωτόπουλος: «Μήπως βάφουμε ρόδινα τα παιδικά μας χρόνια;». «Οχι», αποφαίνεται ο Κανάκης «όπως σε πολλά πράγματα, έτσι και σ’ αυτό έχουμε πάει πολύ πίσω. Οι άνθρωποι που βγαίναν τότε στο γυαλί ήταν τόσο αξιόλογοι άνθρωποι […] οι σειρές οι παλιές γυρισμένες σε φιλμ». Οι υπόλοιποι συμφωνούν και στο τέλος ακολουθεί η απαραίτητη (νοσταλγική) κατακλείδα: «Ηταν τόσο καλύτερη η τηλεόραση». Ετσι, γενικώς.
Το να επισημάνει κάποιος τα λάθη σε όσα ειπώθηκαν στις τέσσερις εκπομπές, ότι π.χ. οι περισσότερες από τις παλιές ελληνικές σειρές ήταν γυρισμένες σε βίντεο (και ελάχιστες σε φιλμ) είναι το λιγότερο.
Και εξίσου γενικόλογο θα ήταν να υποστηρίξει ότι οι άνθρωποι που βγαίναν τότε στο γυαλί [δεν] ήταν [όλοι] τόσο αξιόλογοι άνθρωποι.
Οπότε παραβλέπουμε και την αφέλεια των παρουσιαστών να δέχονται ως δείγμα του υψηλού επιπέδου μιας εποχής το ότι κάποτε διαφημίζονταν εγκυκλοπαίδειες και έκθαμβοι, πριν από τη διαφήμιση της «Δομής», να αναφωνούν «Τι διαφημίζανε τότε!».
Ή την άγνοια, όπως π.χ. όταν ο Χρήστος Κιούσης, σχολιάζοντας τα 37 χρόνια συνεχούς παρουσίας του «Παρασκηνίου» στην ΕΡΤ, μιας από τις καλύτερες εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης, να αστειεύεται (;) «Ναι, γιατί στην ΕΡΤ αυτά δεν πεθαίνουν, τα κρατάνε. 40 χρόνια…»
Το θέμα είναι η νοσταλγία, όπως την αντιλαμβάνονται στο «Βινύλιο». Μια νοσταλγία που υπονομεύει και τους ίδιους τους παρουσιαστές· μια νοσταλγία που όλα τα αλέθει.
Μερικά παραδείγματα:
▣ ΤΟΤΕ ΟΛΕΣ ΟΙ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΗΤΑΝ ΚΑΛΕΣ «Ο κόσμος έμενε να δει διαφημίσεις, ήταν τόσο όμορφες αυτές οι διαφημίσεις, ήταν γενικότερα η εποχή ρομαντική, είχε μαγεία, ήταν αγνή». Ετσι (ως δείγμα της αγνότητας της εποχής;) μεταδίδουν και τη διαφήμιση με την μπαργούμαν που βγάζει (με αγνότητα) το ανοιχτήρι της μπίρας μέσα από το ντεκολτέ της και ο (ρομαντικός) πελάτης ομολογεί «Ετσι μ’ αρέσει». Και ενώ οι παρουσιαστές του «Βινυλίου» επιμένουν ότι όλες εκείνες οι διαφημίσεις «είχαν πολύ αξιόλογο περιεχόμενο» και ότι «ο τηλεθεατής ήθελε να τις δει, δεν ήταν προσβλητικές», προβάλλουν (για του λόγου το αληθές;) τη διαφήμιση «Αντί να τον παίρνετε από πίσω, κάντε του μια πίπα δώρο»
▣ Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΕΚΠΟΜΠΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ Σύμφωνα με το «Βινύλιο», η πεντάδα των καλύτερων εκπομπών (ever) της ελληνικής τηλεόρασης ήταν (όπως τις καταμέτρησαν, σε αντίστροφη μέτρηση, για να υπάρχει και αγωνία) η εξής: πέμπτη η «Αθλητική Κυριακή», τέταρτη «Το θέατρο της Δευτέρας», τρίτη το «Λούνα Παρκ», δεύτερη το «Αλάτι-πιπέρι». Η πρώτη ήταν πραγματική έκπληξη: το «Βαριετέ» (1973) με παρουσιαστή τον Κώστα Βενετσάνο. Παραμένει μυστήριο με ποια κριτήρια αναδείχθηκε πρώτη. Το ότι εμφανίζεται σε απόσπασμά της ο Ορέστης Μακρής είναι αρκετό; Ισως οι παρουσιαστές τού «Βινυλίου» έχουν ως πρότυπο τον Κώστα Βενετσάνο, αλλά ακόμη κι αν θεωρούν τη συγκεκριμένη εκπομπή σημείο αναφοράς στα ελληνικά τηλεοπτικά χρονικά (γούστα είναι αυτά), όσα ειπώθηκαν αμέσως μετά έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
«Πόσο αγνή ήταν η εποχή, πόσο ρομαντική ήταν όλη εκείνη η εποχή» λέει ο Αντώνης Κανάκης, επιλέγοντας να αναφερθεί σε μήνυμα που είχε στείλει νεαρός τηλεθεατής, και συνεχίζει: «Αναρωτιέται αυτό το παιδί στο μήνυμά του το τι μεσολάβησε και τα πράγματα έγιναν όπως έγιναν σήμερα».
Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι μεσολάβησαν (ευτυχώς) πολλά και η σημερινή τηλεόραση (και η καλή και η κακή) δεν γίνεται πια, όπως το ’73, με περίστροφα συνταγματαρχών μέσα στο στούντιο.
▣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΔΙΑΚΟΠΗ Σε μια επισήμανση του Στάθη Παναγιωτόπουλου ότι στο σήμα της ΥΕΝΕΔ ακουγόταν η μουσική από το «Περνάει ο Στρατός», όπου σε κάποιους στίχους του αναφερόταν και το «της Ελλάδος φρουρός και των κομμουνιστών ο σκληρός τιμωρός», ο Αντώνης Κανάκης, ίσως για να μη διαταράξει το κλίμα συνεχούς και γλυκιάς αναπόλησης, σπεύδει να αλλάξει θέμα και να ασχοληθεί με την καρτέλα που έβγαινε τότε κατά τη διάρκεια τεχνικής βλάβης, δηλαδή το «ΜΑΣ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΕ, ΔΙΑΚΟΠΗ».
▣ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ Μιλάει στην εκπομπή ο Κώστας Χαρδαβέλλας και ο Αντώνης Κανάκης, χαρακτηρίζοντας «εύστοχη» μια παρατήρηση του δημοσιογράφου, την επαναλαμβάνει: «Η κοινωνία με τον τρόπο της καθόριζε το τι η τηλεόραση θα προβάλλει, ενώ σήμερα η τηλεόραση επιβάλλει το προϊόν που θα δει ο τηλεθεατής». Αν η «τρομαχτική έρευνα», που λένε ότι έκαναν οι συντελεστές του «Βινυλίου» για το αφιέρωμα, είχε επεκταθεί πέρα από το ποιος υποδυόταν τον «Μπόμπο» στη διαφήμιση του Νουνού ή τον «Τρέξε – Τρέξε Μικρούλη» στο Γάλα Βλάχας, ίσως να διαπίστωναν και ποιος επέβαλε τι (και) στην «παλιά καλή τηλεόραση».
Μετά τα παραπάνω, απομένει ένα ερώτημα: Στο τοπίο της σημερινής -κακής κατ’ αυτούς- τηλεόρασης, πώς χαρακτηρίζουν οι παρουσιαστές τη δική τους (τηλεοπτική) εκπομπή;
Διαφωτιστικός, ως προς τη σύγχυση που επικρατεί στο «Βινύλιο», ήταν ο διάλογος του Αντώνη Κανάκη με την πρώτη παρουσιάστρια της κρατικής τηλεόρασης, την κυρία Ελένη Κυπραίου:
Αντώνης Κανάκης: «Παρακολουθείτε τηλεόραση;»
Ελένη Κυπραίου: «Είναι κλειστή εδώ και πέντε χρόνια»
Κανάκης: «Και πολύ καλά κάνετε»
Κυπραίου: «Μπράβο… Εργάζεστε στην τηλεόραση και μου λέτε να την κρατήσω κλειστή;»
Κανάκης: «Οχι, εμείς όπως βλέπετε ραδιόφωνο κάνουμε, αλλά μεταδίδεται στην τηλεόραση»
Χωρίς αμφιβολία, το «Ράδιο Αρβύλα» της Δευτέρας συνεχίζεται και την Τρίτη. Με άλλο τίτλο.