Δεν είναι σοβαρά ερωτήματα αυτά, θα σκεφτεί κάποιος, έχουμε άλλα σοβαρότερα. Εμείς ναι, οι Βρετανοί, πάλι, ελέγχεται. Τέλος πάντων, για να είστε εδώ και να διαβάζετε, σας ενδιαφέρει. Ας δούμε, λοιπόν, γιατί ο κόσμος τρελαίνεται με τους Βρετανούς μονάρχες και εν τέλει, τι σημασία έχουν όλοι αυτοί για το μέλλον της χώρας τους.
Γράφει η Μαρία Δεδούση , CNN Greece
Την ώρα που η Μεγάλη Βρετανία ακροβατεί κάπου ανάμεσα στο πολιτικό αδιέξοδο και το χάος του Brexit, εκατομμύρια κόσμου στον πλανήτη ασχολούνται με το αν η Μέγκαν τσακώθηκε με το Χάρι και αν ο Άρτσι το βασιλικό μωρό ρεύτηκε επαρκώς μετά το πρωινό του γάλα. Το γκόσιπ, η αλήθεια είναι, πάντα άρεσε στους ανθρώπους, είναι κι ένας τρόπος να ξεχνάς τα σοβαρά εξάλλου. Από την άλλη πλευρά, οι Σάσεξ (η Μέγκαν και ο Χάρι δλδ) και οι Κέμπριτζ (η Κέιτ και ο Γουίλιαμ) παίζουν το παιχνίδι της δημοσιότητας αριστοτεχνικά και σαφώς εν γνώση τους, αντίθετα με την αείμνηστη τη Νταϊάνα, η οποία το μόνο που ήθελε, κάθε φορά που έβλεπε παπαράτσο, ήταν να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Κάτι που, δυστυχώς, κατάφερε τελικά.
Κι όλο αυτό έχει σημασία για τη Βρετανία, η οποία δεν διατηρεί τυχαία τη Μοναρχία, ούτε πληρώνει τυχαία τα μαλλιοκέφαλά της για να σουλατσάρουν όλοι αυτοί ασκόπως.
Χωρίζουν τα τσανάκια τους
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά, που είναι όντως -σχεδόν- γκόσιπ. Τα δύο ζευγάρια δεν χωνεύονται. Πέρα από την προσωπική αντιπάθεια που έχουν οι δύο Δούκισσες -κάτι απόλυτα λογικό, αφού είναι εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι- υπάρχει και το θεσμικό, αλλά και το συμβολικό του πράγματος.
Πριν από λίγες μέρες ανακοινώθηκε επίσημα ότι τα δύο ζευγάρια δεν θα συνεργάζονται πλέον και σε φιλανθρωπικές οργανώσεις, για την ακρίβεια η Μέγκαν και ο Χάρι έφυγαν από την Οργάνωση του Γουίλιαμ και της Κέιτ. Θα συνεχίσουν λέει, να συνεργάζονται «πιο χαλαρά», ότι κι αν σημαίνει αυτό. Σε κάθε περίπτωση, είναι φανερό ότι αυτοί οι τέσσερις δεν κολλάνε μαζί, κυρίως επειδή εκπροσωπούν δύο διαφορετικούς κόσμους, εξίσου χρήσιμους στην Ελισάβετ αλλά κυρίως στο θεσμό της μοναρχίας.
Από τη μια είναι ο Γουίλιαμ, που μεγάλωσε για να γίνει βασιλιάς και η Κέιτ Μίντλετον, το κορίτσι που όλη του την ενήλικη ζωή την έζησε με σκοπό να μπει στη βασιλική οικογένεια. Και τα κατάφερε, όχι εύκολα και όχι χωρίς κόστος. Βλέποντας αυτούς τους δύο δεν μπορείς να μην σκεφτείς ότι όλη η νεανική φρεσκάδα έφυγε από πάνω τους με τη μια και μετατράπηκαν σε αιώνιους μεσήλικες από τα 30 τους. Η Κέιτ το ήξερε αυτό, είχε «ενημερωθεί» άλλωστε ότι «δεν είναι τώρα καιροί για μια νέα Νταϊάνα». Και το δέχτηκε. Ήσυχη, άχρωμη, άγευστη, άοσμη, συχνά σχεδόν αόρατη, δεν μπήκε απλώς στο ρόλο της βασιλικής συζύγου, εντοιχίστηκε κυριολεκτικά σε αυτόν. Και πιθανώς θα κάνει μια εξαιρετική βασιλική σύζυγο όταν με το καλό αποδημήσει η κορακοζώητη Ελισάβετ και ανέβει ο Γουίλιαμ στο θρόνο, επειδή αυτός θ’ ανέβει, ο μπαμπάς του δεν θέλει τίποτε άλλο από το να τον αφήσουν ήσυχο να απολαύσει επιτέλους τη ζωή που δεν έζησε νεότερος δίπλα στη γυναίκα που αγαπάει από παιδί.
Συμβατικοί πέρα ακόμα και από τα πιο τρελά όνειρα της πιο συμβατικής αντίληψης για τη Μοναρχία, ο Γουίλιαμ και η Κέιτ θα δημιουργήσουν τον έναν αναγκαίο πόλο της διατήρησής της, ακόμα κι αν η Μεγάλη Βρετανία συρρικνωθεί στη νήσο του Μαν: Τον συντηρητικό, παραδοσιακό και φαινομενικά ατάραχο για τα όσα συμβαίνουν γύρω του.
Από την άλλη είναι ο Χάρι, πάρτι-άνιμαλ πρίγκιπας, όλες οι βασιλικές οικογένειες έχουν έναν τέτοιο, βαριέται και φαίνεται. Γνώρισε τη Μέγκαν όταν εκείνη ήταν 36, διαζευγμένη, ημι-σταρ στην Αμερική και με attitude. Για να μην αναφέρουμε και το μισή μαύρη… Ερωτεύτηκαν και ταίριαξαν και κατά τα φαινόμενα ο Χάρι έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια όλους εκείνους που του έλεγαν «τι πας να κάνεις μ’ αυτήν», ανάμεσά τους και τον αδελφό του.
Ο Χάρι και η Μέγκαν είναι ο άλλος πόλος, εξ’ ίσου αναγκαίος στη Βρετανική Μοναρχία, ο πιο μοντέρνος, πιο αντισυμβατικός. Η Μέγκαν κάνει του κεφαλιού της και όταν αναγκάζεται να μπει στο ρόλο της Δούκισσας το κάνει με αυτό το πολύ χαρακτηριστικό και εμφανώς ψιλοειρωνικό της χαμόγελο. Και μετά βγαίνει με την ίδια άνεση και αρνείται να πάει να συναντήσει τον Τραμπ επειδή της τη σπάει. Οι άλλοι royals γίνονται έξαλλοι, της τη λένε, τη μαλώνουν, «διαρρέουν» τη δυσαρέσκειά τους στα φιλικά τους ΜΜΕ, αυτή απτόητη. Ο Χάρι και η Μέγκαν ασχολούνται με την οικολογία, φωτογραφίζονται με προσφυγόπουλα, αλλά όχι προσποιητά -άνετα, προκαλούν υστερία όπου πάνε και είναι ΚΑΘΕ μέρα πρωτοσέλιδο. Κοινώς είναι σταρ.
Και, το πιο σημαντικό απ’ όλα ίσως, έχουν άποψη.
Σε έναν λίγο διαφορετικό κόσμο, θα ήταν ιδανικό βασιλικό ζευγάρι.
Κάτι που αντιλαμβάνονται ο Γουίλιαμ και η Κέιτ. Και φυσικά δεν τους αρέσει καθόλου… Όλο αυτό μαζί, όμως, λειτουργει θαυμάσια και η αντιπαλότητα αυτή τροφοδοτεί καθημερινά τα ΜΜΕ και τη δημοσιότητα της βασιλικής οικογένειας. Γι αυτό είστε εδώ και διαβάζετε, άλλωστε, αν σας είχα βάλει τίτλο «το μέλλον της Μοναρχίας στη Βρετανία» δεν θα δίνατε καμία σημασία. Θα σας πάω τώρα εκεί, όμως.
Η Μοναρχία έχει μέλλον;
Και φτάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα. Γιατί έχουν ακόμα βασιλιάδες οι Άγγλοι;
Πρώτα απ’ όλα διότι σε έναν κόσμο που αλλάζει τόσο δραματικά μέρα με τη μέρα -και όχι απαραίτητα προς το καλύτερο- είναι κάποιου είδους σταθερότητα, ένας δεσμός με το παρελθόν τους, ακόμα κι αν σε ένα βαθμό απλώς αποτελεί μια ψευδαίσθηση αυτοκρατορικού μεγαλείου. Κι εδώ είναι που κολλάνε ο Γουίλιαμ με την Κέιτ.
Από την άλλη πλευρά οι Άγγλοι συνεχίζουν να έχουν Μονάρχες, επειδή οι Μονάρχες τους δείχνουν μια αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα στους καιρούς. Κι εδώ κολλάνε η Μέγκαν με το Χάρι.
Οι Άγγλοι δείχνουν αποφασισμένοι να διατηρήσουν τη Μοναρχία, δεν υπάρχει το παραμικρό σημάδι στη χώρα περί του αντιθέτου. Εξάλλου, αυτοί έκαναν νωρίς την επανάστασή τους, ήταν ο λαός που αποκεφάλισε το βασιλιά του (τον Κάρολο τον Πρώτο), το 1649, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη ήταν σχεδόν αδιανόητο να σε κυβερνάει οτιδήποτε εκτός από βασιλιά.
Η Ελισάβετ, στην οποίας τους μάλλον απρόθυμους ώμους έπεσε το βάρος της ανανέωσης της βρετανικής Μοναρχίας, απεδείχθη σοφή. Αποφάσισε με δική της πρωτοβουλία να πληρώνει φόρους, διαχειρίστηκε τη μεγαλύτερη κρίση του θεσμού στον 20ο αιώνα, το θάνατο της Νταϊάνα, με αριστουργηματικό τρόπο και κατάλαβε νωρίς ότι για να μείνει στο θρόνο -βασικά για να συνεχίσει να υπάρχει θρόνος- πρέπει να είναι δημοφιλής.
Και είναι. Όπως και τα εγγόνια της. Κι αυτό είναι που τους κρατάει εκεί που είναι: Η δημοφιλία τους. Ο λαός τους θέλει, τελεία. Κι όσο τους θέλει ο λαός, θα μείνουν.
Και ολίγη πολιτική
Πριν από λίγο καιρό, στα τέλη του Ιανουαρίου, η Ελισάβετ αναφέρθηκε έμμεσα στο Brexit, σε μια ομιλία της, και πιο άμεσα -αμεσότερα απ’ ότι έχει συμβεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια- στην τροπή που έχουν πάρει τα πολιτικά πράγματα στη Βρετανία τα τελευταία χρόνια. Ζήτησε «να γίνουν σεβαστές οι διαφορετικές απόψεις, να έλθουν όλοι κοντά ώστε να βρουν κάποιο κοινό τόπο και να μην χαθεί από το οπτικό πεδίο η μεγάλη εικόνα».
Η ουσία όσων είπε είναι σαφής: Η πολιτική στη Βρετανία διεξάγεται εδώ και πάρα πολλά χρόνια ως μια ακροβασία ανάμεσα στη φιλελεύθερη πολιτική κουλτούρα και το αρχαίο Σύνταγμα της χώρας. Βασίζεται κατά πολύ στους άγραφους νόμους του πολιτισμένου διαλόγου και της ακόμα πιο πολιτισμένης αντιπαράθεσης. Κάτι που το τελευταίο διάστημα δείχνει να έχει ανατραπεί, να έχει ανισορροπήσει.
Η Ελισάβετ ξέρει καλά ότι δεν πρέπει να ανακατεύεται στην πολιτική, όχι άμεσα τουλάχιστον. Ξέρει, όμως, επίσης ότι αυτή την εποχή ο θεσμικός της ρόλος είναι πιο σημαντικός από ποτέ. Όπως και αυτός των διαδόχων της.
Είναι κάπως παράξενο να το λέει αυτό κανείς το 2019, αλλά ναι, ίσως αυτή την εποχή της αστάθειας, η Βρετανία χρειάζεται τη Μοναρχία. Επειδή οι Βρετανοί, όσο απίθανο κι αν φαίνεται σε μας, πιστεύουν σε αυτήν.
Και χρειάζονται σε κάτι να πιστεύουν.