Ο Τζορτζ Μπέιλι είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του βοηθώντας τους κατοίκους του Μπέντφορντ Φολς.
Παραγκωνίζοντας τα δικά του όνειρα και ανάγκες, εγκατέλειψε το στόχο των σπουδών για να βοηθήσει τους γονείς του στη μικρή επιχείρηση τους, που τελούσε πάντα υπό τον κίνδυνο αγοράς από τον άπληστο επιχειρηματία της περιοχής Χένρι Πότερ. Μια αλληλουχία γεγονότων φέρνει τον Μπέιλι προ της χρεοκοπίας, της φυλάκισης και απώλειας της περιουσίας των γονιών του. Ο μοναδικός τρόπος που μπορεί να αποτρέψει τις εξελίξεις είναι να βγει ο ίδιος από τη μέση.
Παραμονή Χριστουγέννων, ο Μπέιλι αποφασίζει να αυτοκτονήσει, αναλογιζόμενος το μέλλον της συζύγου, των παιδιών του και όλων των αγαπημένων προσώπων του.
Λίγο πριν από την αυτοχειρία του, εμφανίζεται ενώπιον του ένας άγγελος και τον αποτρέπει. Με τη βοήθεια του ο Τζορτζ διαπιστώνει πόσο χρήσιμος είναι για τους συνανθρώπους του και πόσο κόσμο πρόκειται να βλάψει η αυτοκτονία του. Του παρουσιάζει επιπλέον πώς θα ήταν τα πράγματα στο Μπέντφορντ Φολς αν δεν είχε υπάρξει ποτέ.
Πρόκειται, όπως πολλοί έχετε καταλάβει, για το σενάριο της ταινίας «Μια Υπέροχη Ζωή», που απέτυχε παταγωδώς στα Όσκαρ του 1946, εξελίχθηκε σε μεγάλη εισπρακτική αποτυχία και έμεινε στα αζήτητα για περίπου 25 χρόνια. Για να συμβεί αυτό χρειάστηκε και η παρέμβαση του FBI που στοχοποίησε την ταινία ως κομμουνιστική προπαγάνδα και πέτυχε να τη μετατρέψει σε απόκληρο του συστήματος.
Το «Μια Υπέροχη Ζωή» βασίστηκε στο διήγημα του Φίλιπ βαν Ντόρεν Στερν «Το καλύτερο Δώρο». Έμπνευση του Στερν αποτέλεσε η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Καρόλου Ντίκενς, αλλά το έργο του δεν συγκίνησε κανέναν εκδοτικό οίκο. Στην προσπάθεια του να βρει διέξοδο αποφάσισε να τυπώσει 200 κάρτες με την ιστορία, που τις έστειλε σε συγγενείς και φίλους σαν χριστουγεννιάτικο δώρο. Μία από τις κάρτες έφτασε στα χέρια του Ντέιβιντ Χέμπστεντ, παραγωγού της κινηματογραφικής εταιρίας «RKO». Ο Χέμπστεντ την έδειξε στον ηθοποιό Κάρι Γκράντ, αγόρασε τα δικαιώματα της ιστορίας για 10.000 δολάρια και αμέσως ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την κινηματογραφική μεταφορά του διηγήματος.
Το 1945 η εταιρία παραγωγής «Liberty Films» ανέθεσε στον Φρανκ Κάπρα τη σκηνοθεσία, ενώ κρίθηκε απαραίτητο να γίνουν αρκετές αλλαγές στο πρωτότυπο σενάριο. Το project ήταν μεγαλεπήβολο, ο προϋπολογισμός άγγιξε τα 3,7 εκατ. δολάρια, ποσό αρκετά μεγάλο για την εποχή και για τις ανάγκες του δούλεψαν τέσσερις σεναριογράφοι. Το πρόβλημα ήταν ότι μεταξύ αυτών υπήρχε και το όνομα του Ντάλτον Τραμπό…
Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκαν το καλοκαίρι του 1946 και έγινε αγώνας δρόμου ώστε να προβληθεί τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους και να προλάβει τα Όσκαρ εκείνης της χρονιάς. Κέρδισε πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας για τον Φρανκ Κάπρα και α’ ανδρικού ρόλου για τον Τζέιμς Στιούαρτ (Τζορτζ Μπέιλι). Ηττήθηκε σε όλες τις κατηγορίες από «Τα καλύτερα Χρόνια της Ζωής μας», αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Ελάχιστες ήταν οι θετικές κριτικές που απέσπασε από τους ειδικούς. Ο Κάπρα είχε φτιάξει ένα πάντα επίκαιρο έργο για την ευψυχία και την αξία της δοτικότητας στις ανθρώπινες σχέσεις, στηλιτεύοντας παράλληλα τον ακόρεστο καπιταλιστικό ζήλο που ενσάρκωνε ένας Σκρουτζ τραπεζίτης.
Οι κριτικοί βρήκαν ως ψεγάδια της ταινίας τον άκρατο συναισθηματισμό και την επικίνδυνη αφέλεια, κάτι όχι και τόσο απροσδόκητο στις ΗΠΑ του 1946.
Με τον Ψυχρό Πόλεμο να βρίσκεται προ των πυλών και το αντικομουνιστικό μένος να διαγράφει limit up στις ΗΠΑ μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κάθε τι μη συμβατό μπορούσε να θεωρηθεί ύποπτο. Σε βαθμό που άγγιζε τα όρια της παράνοιας, όπως ακριβώς έγινε στην περίπτωση του «Μια Υπέροχη Ζωή». Η παρουσία του γνωστού για τις αριστερές απόψεις του Ντάλτον Τραμπό στη σεναριακή ομάδα ήταν για το FBI πιστοποιητικό ενοχής. Η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών θεώρησε ότι η ταινία αποτελούσε «ολέθρια απειλή» του Αμερικανισμού καθώς προωθούσε φιλο-κομμουνιστικά μηνύματα, μέσω της δαιμονοποίησης των τραπεζιτών και της προσπάθειας έναρξης ταξικού πολέμου!
«Πρόκειται για κομμουνιστική διείσδυση στην κινηματογραφική βιομηχανία, καθώς οι προσπάθειες της να δυσφημίσει τους τραπεζίτες είναι προφανείς. Ο Λάιονελ Μπάριμορ (ο φιλοχρήματος Χένρι Πόττερ) σκιαγραφείται σαν τον Σκρουτζ, ώστε να είναι ο πιο μισητός άνθρωπος στην ταινία. Αυτό είναι ένα κοινό κόλπο που χρησιμοποιούν οι Κομμουνιστές», ανέφερε στις αρχές του 1947 σε έγγραφό του το FBI.
Η παρασκηνιακή – πλην κρατική – προσπάθεια υπονόμευσης είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η ταινία απέτυχε στο box office και δεν έβγαλε καν το κόστος της, με την εταιρία παραγωγής να ζημιώνεται κατά περίπου 500.000 δολάρια.
Το φιλμ έμεινε στα αζήτητα, σχεδόν ξεχασμένο απ’ όλους, έως και τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Τότε, εξαιτίας ενός λογιστικού λάθους, η ταινία έγινε public domain, έμεινε ελεύθερη δηλαδή πνευματικών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα να παιχτεί αλλεπάλληλες φορές από τα αμερικάνικα τηλεοπτικά δίκτυα, αρχής γενομένης από τα Χριστούγεννα του 1974. Οι «ειδικοί» δεν είχαν πλέον καμία επιρροή στην απήχηση της, η οποία εξαπλώθηκε μαζικά στις ΗΠΑ μέσα σε λίγα χρόνια. Η λατρεία του κόσμου οδήγησε και σε σταδιακή κριτική επανεκτίμηση και πλέον η ταινία θεωρείται συνώνυμο των Χριστουγέννων στις ΗΠΑ, έχοντας λάβει θρυλική υπόσταση.
Σήμερα η ταινία έχει βαθμολογία 8,6 στην ιστοσελίδα IMD και 95% στην ιστοσελίδα των κριτικών Rotten Tomatoes. «Το κλασικό χριστουγεννιάτικο φιλμ που ορίζει όλα τα κλασικά χριστουγεννιάτικα φιλμ», αναφέρεται εκεί για ένα μελόδραμα που θεωρείται ότι επηρεάζει κάθε χρόνο τέτοιες μέρες τη διάθεση εκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο.