H αλλόκοτη ιστορία των «Σιωπηλών Διδύμων» της Ουαλίας

128

Οι δύο αδερφές σταμάτησαν να μιλούν όταν ήταν 4 χρονών και πέρασαν 11 χρόνια σε διαβόητο ψυχιατρείο για εγκληματίες μετά από μπαράζ αδικημάτων – Τώρα η ζωή τους έγινε ταινία

Η Τζουν Γκίμπονς και η πανομοιότυπη δίδυμη αδελφή της μόλις είχαν παραδεχτεί την ενοχή τους για 16 διαρρήξεις, μικροκλοπές και εμπρησμούς τον Ιούνιο 1982 στην Ουαλία. Κι αν κάποιους άλλους αυτή η ομολογία- και η καταδίκη από το Δικαστήριο- θα τους οδηγούσε στην κλασσική φυλακή, σε κοινωνική εργασία, αναμορφωτήριο κλπ., εδώ η περίπτωση ήταν διαφορετική: Δεν ήταν απλώς δύο ιδιόρρυθμες 19χρονες με παραβατική συμπεριφορά.

Οι Silent Twins, (σ.σ. Σιωπηλές Δίδυμες) όπως έγιναν γνωστές, ζούσαν σε έναν παράξενο, δικό τους κόσμο, στον οποίο δεν υπήρχε χώρος για κανέναν εκτός από τις δυό τους. Από τη νηπιακή τους ακόμη ηλικία αρνούνταν να επικοινωνήσουν με οποιονδήποτε, ακόμη και με μέλη της οικογένειάς τους. Είχαν φτιάξει τη δική τους φυλακή, από την οποία, αν και ήθελαν- από κάποιο σημείο και μετά- δεν μπορούσαν να ξεφύγουν.

«Λουλούδια στην κόλαση»

Αυτή και η αδερφή της, Τζένιφερ, ήταν –παραδόξως– ενθουσιασμένες που θα οδηγούνταν στο διαβόητο ψυχιατρικό νοσοκομείο για ψυχικά άρρωστους εγκληματίες. Φαντάζονταν τους εαυτούς τους στο Μπρόντμουρ «καθισμένες στο γκαζόν κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο και νοσοκόμες με λευκές κολλαριστές στολές να περπατούν τριγύρω τους». Δεν ήταν όμως έτσι η πραγματικότητα του Μπρόντμουρ. Η Τζουν αργότερα έγραψε στο ημερολόγιό της: «Μια μέρα θα κοιτάξω πίσω τη Δευτέρα 21 Ιουνίου και τί θα δω; Η αδερφή μου κι εγώ, τόσο ευάλωτες όπως τα λουλούδια στην κόλαση».

Στο Μπρόντμουρ οι δίδυμες είχαν συγκρατούμενους διαβόητους εγκληματίες, όπως ο Αντεροβγάλτης του Γιόρκσιρ και ο Ρόνι Κρέι (σ.σ. γκάγκστερ και αφεντικό συμμορίας του Ανατολικού Λονδίνου). Και αντί για ένα ή δυό χρόνια το πολύ, που περίμεναν πως θα μείνουν εκεί- έμειναν φυλακισμένες – σε συνθήκες υψίστης ασφαλείας- τα επόμενα 11 χρόνια, σχεδόν ξεχασμένες από όλους.

Αυτό που κανείς στο Δικαστήριο δεν έμαθε, ούτε φανταζόταν, ήταν ότι πίσω από την πεισματική σιωπή και τη συμπεριφορά τους, οι δίδυμες είχαν μια πλούσια, ζωντανή και πολύ δημιουργική ζωή. Στο σπίτι της οικογένειας, στην κρεβατοκάμαρά τους υπήρχαν εκατοντάδες σελίδες με ημερολόγια, ποιήματα, διηγήματα και ολοκληρωμένα μυθιστορήματα, γραμμένα από τις δίδυμες. Αυτά ανακαλύφθηκαν από την Μάρτζορι Γουάλας, μια Βρετανίδα ερευνήτρια δημοσιογράφο, που της κίνησε το ενδιαφέρον η υπόθεση και επικοινώνησε με την οικογένεια της Τζουν και της Τζένιφερ

Η αφήγηση ορόσημο της ιστορίας της ζωής των κοριτσιών, «The Silent Twins», κυκλοφόρησε το 1986, την ίδια χρονιά που η Γουάλας ίδρυσε τη φιλανθρωπική οργάνωση ψυχικής υγείας SANE. Τώρα, το «The Silent Twins» έγινε ταινία με τις Λετίτσια Ράιτ και την Τάμαρα Λώρενς. Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών τον Μάιο και την περιέγραψε η Screen Daily ως «ένα σκόπιμα προκλητικό, μερικές φορές σκληρό δράμα». Η Αγκινέσκα Σμοτζίνσκα, η Πολωνή σκηνοθέτης της ταινίας, λέει ότι η καρδιά της ιστορίας τους ήταν «η σύγκρουση των δύο κόσμων τους. Η πραγματικότητα, αντιπαρατίθεται στη φαντασία τους, που ήταν γεμάτη χρώμα και ενέργεια».

Επιλέγοντας τη σιωπή

Οι δίδυμες γεννήθηκαν το 1963, από γονείς με καταγωγή από την Καραϊβική. Ο ΄Ομπρεϊ, ο πατέρας των διδύμων, ήταν τεχνικός στη RAF. Αυτός και η σύζυγός του Γκλόρια είχαν ήδη δύο μικρά παιδιά – την Γκρέτα και τον Ντέιβιντ – όταν απέκτησαν τις δίδυμες και απέκτησαν άλλη μία κόρη, τη Ρόζι, τέσσερα χρόνια αργότερα.

Η Τζουν και η Τζένιφερ είχαν καθυστερήσει να μιλήσουν και είχαν πρόβλημα ομιλίας – όταν μιλούσαν έβγαινε από τα χείλη τους ένα είδος λυγμού, που δυσκόλευε να καταλάβει κάποιος τι προσπαθούσαν να πουν.

Σταμάτησαν να μιλούν σε οποιονδήποτε γύρω στην ηλικία των τεσσάρων, εκτός από όταν ήταν μόνες τους στο δωμάτιό τους και ακούγονταν να μιλούν η μία στην άλλη σε μια γλώσσα,που κανείς άλλος δεν καταλάβαινε.

Ο Όμπρεϊ έλεγε αργότερα ότι «αν έκανες στη μια κάποια μια ερώτηση, εκείνη κοιτούσε την άλλη πριν προσπαθήσει να απαντήσει, σαν να ζητούσε άδεια». Μολονότι τον καθησύχαζαν φίλοι και δάσκαλοι ότι τα κορίτσια ήταν ντροπαλά και ότι θα το ξεπεράσουν μεγαλώνοντας, μέχρι να φτάσουν στο γυμνάσιο είχαν απομονωθεί εντελώς από τον υπόλοιπο κόσμο.

Η μετακόμιση σε μια αγροτική περιοχή της Ουαλίας όπου δεν υπήρχαν άλλα μαύρα παιδιά ήταν ίσως ό,τι χειρότερο γι’ αυτές και σύντομα τις αποκαλούσαν «φρικιά». Η άρνησή τους να συμμετάσχουν σε μαθήματα έκανε αδύνατη την αξιολόγηση της νοημοσύνης τους: κανείς δεν ήταν καν σίγουρος αν ήξεραν να διαβάζουν ή να γράφουν. Η περίεργη συμπεριφορά των διδύμων και, πιθανότατα, το γεγονός ότι ήταν τα μόνα μαύρα παιδιά που είχαν συναντήσει ποτέ οι συμμαθητές τους, οδήγησαν σε εκφοβισμό σε βάρος τους. «Μας πείραζαν», είπε αργότερα η Τζουν. «΄Ελεγαν, «μπορούν να μιλήσουν αγγλικά;» Ακόμη και οι δάσκαλοι αναρωτήθηκαν για αυτό: αν κάποιος κρυφάκουγε τα κορίτσια να μιλούν μεταξύ τους (όπως έκαναν όταν πίστευαν ότι ήταν μόνα), αυτά που έλεγαν ήταν ακατανόητα.

Διαγνώστηκαν ως «κατ΄επιλογήν άλαλες» στάλθηκαν σε ένα ειδικό σχολείο, όπου η Κάθι ΄Αρθουρ, μια δασκάλα για άτομα με ειδικές ανάγκες, τις ηχογράφησε και όταν έπαιξε την κασέτα σε αργές στροφές ανακάλυψε ότι μιλούσαν αγγλικά, μια «επιταχυμένη» έκδοση, με περίεργη προφορά. Ήταν μια σημαντική ανακάλυψη, αλλά παρόλα αυτά οι δίδυμες αρνούνταν να επικοινωνήσουν: τις περισσότερες φορές κάθονταν ή στέκονταν σκυθρωπές και ακίνητες, σαν αγάλματα.

Απόλυτη ταύτιση και αγώνας εξουσίας

Κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει τον έντονο αγώνα εξουσίας που μαινόταν πίσω από αυτές τις κενές εκφράσεις. Οι δίδυμες είχαν μια σχέση αγάπης-μίσους: Και οι δύο ένιωθαν ν΄ασφυκτιούν από το πόσο κοντά ήταν η μία στην άλλη αλλά καθεμιά τους ήταν εντελώς απρόθυμη ν΄αφήσει την άλλη να έχει μια αυθύπαρκτη οντότητα.
«Η Τζέι κι εγώ είμαστε σαν εραστές», έγραψε αργότερα η Τζουν. «Νομίζει ότι είμαι αδύναμη. Δεν ξέρει πώς τη φοβάμαι… Θέλω να είμαι αρκετά δυνατή για να χωρίσω από αυτήν.» Η Τζένιφερ έγραψε: «Θα έπρεπε να είχε πεθάνει κατά τη γέννηση. Ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ. Κανένα δίδυμο δεν πρέπει να το ξεχνά αυτό.»

Η Τζένιφερ μεταφέρθηκε σε άλλο οικοτροφείο ως μια τελευταία προσπάθεια να φανεί αν ο χωρισμός των διδύμων θα τις ενθάρρυνε να αλληλεπιδράσουν με άλλους ανθρώπους, αλλά, χωρίς η μια την άλλη, και οι δύο έγιναν κατατονικές. Χρειάζονταν δύο άτομα για να σηκωθεί η Τζουν από το κρεβάτι.

Η ανάγκη για επικοινωνία και η δημιουργική φρενίτιδα

Τελειώνοντας το σχολείο στα 16 τους οι δίδυμες πέρασαν τα επόμενα δύο χρόνια σε μια δημιουργική φρενίτιδα. Κάτι μέσα τους πρέπει να ήθελε πολύ να επικοινωνήσουν με τον κόσμο: η μητέρα τους ανακάλυψε αργότερα ότι είχαν παραγγείλει ένα μάθημα αλληλογραφίας που ονομαζόταν The Art Of Conversation, ένας οδηγός για να κάνουν συνομιλίες. Εγγράφηκαν επίσης (ως ένα άτομο) σε ένα μάθημα δημιουργικής γραφής εξ αποστάσεως. Ο Τζουν εξήγησε σε ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ότι ήθελαν να γίνουν διάσημοι συγγραφείς: «Σκεφτήκαμε ότι αν δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε, θα το κάναμε με διαφορετικό τρόπο. Θα ήμασταν μπεστ σέλερ και θα κάναμε την οικογένειά μας περήφανη για εμάς».

Όπως ήταν αναμενόμενο, η γραφή τους είχε ασυνήθιστα θέματα. Στο «Jennifer’s Discomania», η ατμόσφαιρα μιας τοπικής ντίσκο παρακινεί τους χορευτές σε πράξεις βίας. Στο «The Pugilist», ένας γιατρός που θέλει να σώσει τη ζωή ενός παιδιού σκοτώνει τον οικογενειακό σκύλο για να αποκτήσει μια καρδιά για μεταμόσχευση. Το μυθιστόρημα της Τζουν «Pepsi-Cola Addict» έχει ως κεντρικό πρόσωπο ένα μαθητή γυμνασίου, που αποπλανάται από έναν δάσκαλο και μετά πηγαίνει σε αναμορφωτήριο. Απορροφήθηκαν τόσο πολύ με τα ποιήματά τους, τις ιστορίες και τα ημερολόγιά τους που δεν κατέβαιναν πια για να φάνε. Αν ήθελαν να επικοινωνήσουν με τους γονείς τους, το έκαναν με σημειώματα: «Θέλουμε να δούμε το Top Of The Pops απόψε στις 7 το απόγευμα. Αφήστε την πόρτα του σαλονιού ανοιχτή.»

Εφηβεία στα 80’s και έρωτας…

Την τελευταία τους χρονιά στο ειδικό σχολείο τους, είχαν δημιουργήσει μια φιλία με ένα αγόρι από την Αμερική, τον Λανς Κένεντι (όχι το πραγματικό του όνομα αλλά αυτό που χρησιμοποιείται στο βιβλίο της Γουάλας), που είχε υπερασπισΘεί τα κορίτσια όταν τους επιτέθηκαν άλλοι μαθητές. Ο Λανς είχε επιστρέψει στην Αμερική αλλά τα τρία αδέρφια του έμεναν ακόμα κοντά. Μπαϊλντισμένες από την διετή συνεχή συναναστροφή τους και την κλεισούρα μέσα στο δωμάτιό τους – και ίσως θέλοντας να μεταφέρουν λίγη από την ενέργεια και τον ρομαντισμό που έβαζαν στη μυθοπλασία τους στην πραγματική ζωή – τα κορίτσια πήραν ένα ταξί για το σπίτι του Κένεντι μια μέρα. Το σπίτι ήταν άδειο, έτσι μπήκαν μέσα, έφτιαξαν σάντουιτς με φυστικοβούτυρο και ψαχούλευαν τα ρούχα των αγοριών. Όταν οι γονείς τους γύρισαν σπίτι και τις βρήκαν μέσα, έπαθαν σοκ, αλλά τις λυπήθηκαν και τις άφησαν να φύγουν. Ήταν η πρώτη από τις πολλές επισκέψεις.

«Ήταν αγόρια από την Αμερική, λευκά αγόρια», είπε αργότερα η Τζουν. «Ομορφα, σαν ας πούμε τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Παίρναμε ταξί, μακιγιαρισμένες, φορούσαμε μίνι φούστες και ψηλά τακούνια , περούκες και κραγιόν, σαν κυρίες, σαν σταρ του σινεμά. Προσπαθούσαμε να δελεάσουμε τα αγόρια, να τα κάνουμε να τους αρέσουμε».

Με την παρέα των αγοριών της οικογένειας Κένεντι, τα κορίτσια ανακάλυψαν το ουίσκι και τα ναρκωτικά: «Εισπνέαμε κόλλα και υγρό αναπτήρα. Ήμασταν διαφορετικές τότε, γελούσαμε και μιλούσαμε», θυμάται η Τζουν. «Ήμασταν τόσο χαλαρές».

Η Τζένιφερ έχασε την παρθενιά της από τον Καρλ Κένεντι, τον μικρότερο αδερφό, με την Τζούν να παρακολουθεί. Δύο εβδομάδες αργότερα, η Τζουν έκανε σεξ με τον Καρλ. Η Τζούν έγραψε στο ημερολόγιό της ότι «κάτι μαγικό συμβαίνει». Η Τζένιφερ έγραψε ότι «μπορούσα να αισθανθώ την έντονη ζεστασιά των ματιών του καθώς μελετούσε αργά το σώμα μου. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα σαν ένα πολύ όμορφο κορίτσι».

Τα αγόρια όμως ένιωθαν τελείως διαφορετικά: θεωρούσαν τα κορίτσια όχι καλύτερα από δύο, με το ζόρι ανεκτά, κατοικίδια, που κάθονταν στα πόδια τους, περιμένοντας την προσοχή, έγραψε η Γουάλας.

Εκτροχιασμός και εγκλεισμός για 11 χρόνια

Όταν η οικογένεια Κένεντι έφυγε από την Ουαλία για να επιστρέψει στις ΗΠΑ, οι δίδυμες βρέθηκαν σε απελπισία και τότε ήταν που ξέφυγαν εντελώς.

Προσπάθησαν να ενταχθούν σε μια τοπική συμμορία, αλλά δεν τις δέχθηκαν. ΄Ετσι ξεκίνησαν μια ζωή αντικοινωνικής συμπεριφοράς μόνες τους, κλέβοντας ποδήλατα, σπάζοντας τζάμια και γράφοντας γκράφιτι στους τοίχους. «Σχεδιάζω να φτιάξω βόμβες βενζίνης . Θα κάψω ολόκληρη την καταραμένη πόλη», έγραψε η Τζούν. Έβαλαν φωτιά σε ένα κατάστημα τρακτέρ και στη συνέχεια συνελήφθησαν από την αστυνομία καθώς έσπαγαν μια βιτρίνα λίγο πριν ξεσπάσει νέα φωτιά. Μέσα σε 48 ώρες βρίσκονταν σε κέντρο κράτησης. Πείσθηκαν να ομολογήσουν την ενοχή τους με τη συμφωνία να σταλούν σε ένα νοσοκομείο – το Μπρόντμουρ – όπου θα τους προσέφεραν βοήθεια. Οι 19χρονες τότε δίδυμες και οι γονείς τους υπέθεσαν ότι θα ήταν εκεί για ένα ή δύο χρόνια το πολύ. Αντίθετα, ήταν πάνω από 30 ετών όταν έφυγαν από το ίδρυμα.

«Οι ανήλικοι παραβάτες τιμωρούνται με δύο χρόνια φυλάκιση. Εμείς ζήσαμε 12 χρόνια κόλασης επειδή δεν μιλούσαμε», είπε αργότερα η Τζουν. «Χάσαμε την ελπίδα, πραγματικά. ΄Ημασταν παγιδευμένες».

Λίγο πριν μεταφερθούν από το Μπρόντμουρ σε μια ανοιχτή κλινική, όπου θα προετοιμάζονταν για την επιστροφή στο σπίτι, η Τζένιφερ είπε σε έναν επισκέπτη ότι είχε αποφασίσει να πεθάνει. Για 24 ώρες πριν φύγουν από το Μπρόντμουρ τον Μάρτιο του 1993, φαινόταν ληθαργική. Στο ταξίδι προς την Κλινική Κάσγουελ κοιμόταν, με τα μάτια ανοιχτά, στην αγκαλιά της Τζουν. Λίγες ώρες αργότερα ήταν νεκρή, από οξεία μυοκαρδίτιδα, μια φλεγμονή της καρδιάς.

Η Τζουν τελικά απελευθερώθηκε, αν και όχι όπως θα ήθελε. Ζει ήσυχα, μακριά από τα βλέμματα του κόσμου, στη Δυτική Ουαλία.«Ξυπνάω και σκέφτομαι «μια μέρα ακόμα για μένα, μια μέρα ακόμα για την αδερφή μου», είπε. «Πίστευα ότι δεν θα ξεπεράσω ποτέ τον θάνατό της, αλλά με έκανε πιο δυνατή. Νιώθω ότι ζω για αυτήν».

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις