Kid Moxie: Η Ελληνίδα πίσω από τα soundtracks του Χόλιγουντ

114

Το νέο σήμα της Orion/MGM, οι συνεργασίες με Πατσίνο, Μπανταλαμέντι και Λιντς, η μουσική για τις πιο πολυαναμενόμενες ελληνικές σειρές και η ζωή στο Λος Αντζελες. Η Eλενα Χαρμπίλα, όπως είναι το ελληνικό της όνομα, κάνει τον κόσμο να χορεύει στους δικούς της κινηματογραφικούς ρυθμούς.

Η Ελενα Χαρμπίλα ή Kid Moxie, όπως κάνει χρυσή καριέρα διεθνώς, ξεκίνησε μιμούμενη τον Μάικλ Τζάκσον σε παιδικά πάρτυ στην Πεντέλη κι έφτασε να δουλεύει δίπλα στα μεγαλύτερα αστέρια του Χόλιγουντ και της Ελλάδας. Πώς συνδέεται σήμερα η electro pop μουσικός με μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής ταινιών στον κόσμο;

Η Orion είναι η θρυλική εταιρεία του Χόλιγουντ που ιδρύθηκε το 1978 και έχει χαρίσει στο κοινό πληθώρα οσκαρικών ταινιών, όπως τις «Αμαντέους» (1984), «Platoon» (1986), «Χορεύοντας με τους λύκους» (1990) και «Η σιωπή των αμνών» (1991) μεταξύ άλλων. Η εταιρεία αποτελεί πλέον μέρος της Metro Goldwyn Mayer και πριν από μερικές μέρες αποκάλυψε την καινούρια της εταιρική ταυτότητα μαζί με το νέο intro που θα παίζει πριν από κάθε ταινία της που προβάλλεται στις αίθουσες και τις streaming υπηρεσίες.

Αυτά τα 15 δευτερόλεπτα μουσικής, που όλοι θα συνδέσουμε με την Orion/MGM, τα υπογράφει η Kid Moxie. Και όχι μόνο.

Gala: Πώς προέκυψε η συνεργασία σου με την MGM;

Ελενα Χαρμπίλα: Ακόμα δεν έχω καταφέρει να εξηγήσω το πώς και το γιατί, αλλά άνθρωποι της MGM ήρθαν σε επαφή με τον ατζέντη μου πριν από έναν χρόνο και τον ρώτησαν αν θα με ενδιέφερε να κάνω τη μουσική για το καινούριο τους σήμα. Την ίδια εβδομάδα το cnn.com είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο για συνθέτριες που «κάποια στιγμή μπορεί να δείτε στα Οσκαρ» και βρισκόμουν κι εγώ μέσα σ’ αυτή τη λίστα. Ισως κάποιος από την MGM να διάβασε το άρθρο και γι’ αυτό να κάλεσαν τον ατζέντη μου; Δεν ξέρω. Μπορεί και να μη μάθω ποτέ τι συνέβη στα παρασκήνια, αλλά το σίγουρο είναι ότι ήταν αποφασισμένοι να συνεργαστούμε.

G.: Τι είχες στο μυαλό σου όταν έγραφες το καινούριο σήμα;

Ε.Χ.: Σίγουρα δεν ήθελα -αλλά ούτε και το στούντιο- το νέο σήμα να θυμίζει το παλιό θρυλικό σήμα που όλοι γνωρίζουμε από τα 80s και τα 90s. Θέλαμε όμως να διατηρήσουμε τη μαγική ατμόσφαιρα και τον πιασιάρικο χαρακτήρα που είχε. Το στοίχημα για μένα ήταν να κάνω κάτι διαχρονικό αλλά ταυτόχρονα μοντέρνο, κάτι που να έχει βαρύτητα αλλά να μη σε βαραίνει, αντίθετα να σε εξυψώνει στον ουρανό. Μου πήρε έναν χρόνο δουλειάς, παρουσιάζοντας δεκάδες ιδέες και κάνοντας εκατοντάδες, χωρίς υπερβολή, αλλαγές μέχρι να καταλήξουμε σε εκείνα τα 15 δευτερόλεπτα μουσικής που θα ακούγονται από εδώ και στο εξής  πριν από κάθε ταινία ή σειρά της Orion/MGM. Σίγουρα ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει μέχρι σήμερα, αλλά νιώθω μεγάλη ικανοποίηση και υπερηφάνεια για το αποτέλεσμα. Στις επόμενες δεκαετίες όλος ο πλανήτης θα αναγνωρίζει αυτό το σήμα ως κάτι οικείο, ακριβώς όπως έχει συμβεί με το λιοντάρι της MGM, με το αέρινο συμφωνικό σήμα της Dreamworks ή το επικό intro της Universal.

G.: Κυκλοφόρησες πρόσφατα και το νέο σου άλμπουμ «Better than electric».

E.X.: Λόγω πανδημίας μού πήρε δύο χρόνια για να ολοκληρώσω την ηχογράφηση, διάστημα αρκετά μεγάλο για εμένα. Ολα τα κομμάτια γράφτηκαν εδώ στο Λος Αντζελες και τα περισσότερα μάλιστα στο σπίτι μου, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της πόλης κι έχει μια θέα που θυμίζει «Blade Runner», μια ταινία της οποίας λατρεύω το soundtrack. Υπάρχει ένας απόηχος από αυτό το ρετρό-φουτουριστικό αλλά και 80s στοιχείο στο ύφος του νέου δίσκου μου. Γενικότερα υπάρχει μια μεγάλη αναβίωση του ήχου των 80s, αν σκεφτείς ότι διάσημοι καλλιτέχνες όπως ο Weekend ή η Dua Lipa που είναι αρκετά mainstream έχουν στις παραγωγές τους αρκετά συνθεσάιζερ και ρετρό-φουτουριστικά στοιχεία.

G.: Πόσο σε ενδιαφέρουν τα soundtracks;

Ε.Χ.: Είναι η βασική μου ασχολία τα δύο τελευταία χρόνια και εκεί σκοπεύω να επικεντρωθώ. Είναι η μεγάλη μου αγάπη. Έχω κάνει τη μουσική για το δημοφιλές video game «Cyberpunk», για την ταινία μικρού μήκους «Στον θρόνο του Ξέρξη» του Ιδρύματος Ωνάση με τον Γιώργο Μαζωνάκη, που βραβεύτηκε πρόσφατα στις Κάννες, όπως και για την ταινία «Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά θέλω να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό» του Γιώργου Γεωργόπουλου που βγαίνει από την ίδια εταιρεία παραγωγής με το «Stranger Things».

G.: Ποια είναι η μεγαλύτερη φιλοδοξία σου ως συνθέτριας soundtrack;

Ε.Χ.: Θαυμάζω εξαιρετικά τη δουλειά του Βαγγέλη Παπαθανασίου, αυτή την ιδιαίτερη και συγκεκριμένη σφραγίδα που έβαζε σε κάθε τι που έκανε, οπότε συνέδεες αμέσως τον ήχο του μαζί του. Αυτό θέλω να συμβαίνει και με τον δικό μου ήχο που όσον αφορά τα soundtracks ονομάζω «κινηματογραφική ποπ». Αυτός ο όρος είναι ο οδηγός μου και για τη μουσική που κάνω για τις σειρές «Maestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη και «Milky Way» του Βασίλη Κεκάτου, οι οποίες θα προβληθούν στο Mega τη νέα σεζόν. Φιλοδοξία μου είναι να κρατήσω τον ήχο μου σε αυτό το τοπίο που έχω μάθει και μου αρέσει, και να καταφέρω να τον μεταφέρω στα projects που ταιριάζει.

G.: Πώς συναντήθηκες επαγγελματικά με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη;

Ε.Χ.: Μας γνώρισαν κοινοί φίλοι στην Ελλάδα και κάναμε πολλή παρέα όταν έμεινε στο Λος Άντζελες. Τον ήξερα ως όνομα φυσικά, αλλά τον γνώρισα στις ΗΠΑ. Του άρεσε η δουλειά μου κι έτσι προέκυψε η συνεργασία μας στο «Maestro». Επειδή του αρέσει να έχει τη μουσική σχεδόν έτοιμη όταν γράφει το σενάριο, του έστελνα κομμάτια μου κι εκείνος έγραφε. Του έφτιαχνα playlist και μου έλεγε ποιο τραγούδι ταιριάζει πού καθώς προχωρούσε την ιστορία. Μου ζήτησε να του κάνω και μια διασκευή στο «Creep» των Radiohead, που θα κυκλοφορήσει από την ΕΜΙ τον Σεπτέμβριο. Ο Χριστόφορος έχει αστέρι. Είναι ο καλύτερος σε αυτό που κάνει στην Ελλάδα, έχει τόλμη και παράλληλα έναν παιδικό ρομαντισμό. Η Ελλάδα τον αγαπάει γι’ αυτό τον ρομαντισμό. Δημιουργεί με έναν αμερικανικό τρόπο αλλά με μεσογειακό συναίσθημα.

G.: Τι άλλα projects ετοιμάζεις;

Ε.Χ.: Εκτός από το soundtrack για τη σειρά του Κεκάτου -που είναι παρεμπιπτόντως κάτι που δεν έχει ξαναδεί η ελληνική τηλεόραση και πιστεύω ότι θα γράψει ιστορία, όσο βαρύγδουπο κι αν ακούγεται- γράφω μουσική για μια αμερικανική ταινία τρόμου, για την οποία δυστυχώς δεν μπορώ να μιλήσω. Ετοιμάζω και κάποια κομμάτια με μια Γερμανίδα ποπ σταρ που θα βγουν στο τέλος του χρόνου.

G.: Τι θα έλεγες σήμερα στο κορίτσι που υποδυόταν τον Μάικλ Τζάκσον σε παιδικά πάρτυ στην Πεντέλη;

Ε.Χ.: Αυτό το κορίτσι το ζηλεύω. Μεγαλώνοντας, προσπαθώ πάντα να ξαναγίνω αυτό το κορίτσι. Γιατί αυτό το κορίτσι έκανε αυτό ακριβώς που το εξέφραζε κι ενώ μπορεί να μην το έκανε και τέλεια, αν και μου έλεγαν ότι το έκανα καλά, είχε πολύ θάρρος, πείσμα, μεγάλη θέληση να φτιάξει αυτό που ήθελε και να το δείξει προς τα έξω. Είμαι ακόμα αυτό το κορίτσι και όταν δεν είμαι, προσπαθώ πάντα να γίνω.

G.: Πώς γνώρισες τον Ντέιβιντ Λιντς;

Ε.Χ.: Μετακόμισα το 2012 στο Λος Αντζελες, αλλά τον Λιντς τον γνώρισα το 2015, όταν συνεργάστηκα με το Ίδρυμα Ντέιβιντ Λιντς που μέσω καλλιτεχνών και της δουλειάς τους χρηματοδοτεί φιλανθρωπικά έργα. Τότε έγραφα με τον Αντζελο Μπανταλαμέντι τη μουσική για το «Mysteries of love», ένα κομμάτι από το soundtrack της ταινίας του Λιντς «Μπλε Βελούδο». Το βίντεο που το συνόδευε ήταν σαν ταινία μικρού μήκους και το είχε σκηνοθετήσει επίσης ο Λιντς, τον οποίο γνώρισα τελικά στην παρουσίαση αυτού του κλιπ σε ένα μεγάλο event στο Λος Αντζελες. Ήταν ιδιαίτερα στωικός και σίγουρα όχι φλύαρος. Ήταν, θα έλεγα, πολύ ενθαρρυντικός με τη στάση του. Έδειξε ότι του άρεσε η μουσική που κάναμε με τον Μπανταλαμέντι. Για εμένα η μεγαλύτερη υποστήριξη ήταν ότι παρουσίασε ο ίδιος τη δουλειά μας. Μίλησε με πράξεις, που είναι πιο σημαντικές από τα λόγια.

G.: Με τον Αντζελο Μπανταλαμέντι πώς ήταν η σχέση σας;

Ε.Χ.: Πιο θερμή, με τον Μπανταλαμέντι ήμασταν περισσότερο φίλοι. Θυμάμαι μια πολύ ωραία βόλτα που είχαμε κάνει στο Σέντραλ Παρκ με το αυτοκίνητό του, μια υπέροχη λευκή Μερσεντές. Μιλούσαμε για εκείνον, για την καριέρα του, όμως αυτός ο τόσο σημαντικός συνθέτης θέλησε να μάθει πράγματα για εμένα και τελικά με εμπιστεύτηκε και ως μουσικό, επιθυμώντας να συνεργαστούμε, κάτι που ήταν μεγάλη ευθύνη για εμένα με την περιορισμένη, σε σχέση με τη δική του, εμπειρία μου. Ετσι έγινα μέρος, έστω και για λίγο, μιας θρυλικής παρέας που έκανε το «Tουίν Πικς», την «Οδό Μαλχόλαντ» και πολλά άλλα. Ήταν πολύ συγκινητικό, σε προσωπικό επίπεδο περισσότερο αλλά και σε επαγγελματικό βέβαια.

G.: Οταν ασχολήθηκες με την υποκριτική έπαιξες σε θεατρική παράσταση που σκηνοθετούσε ο Αλ Πατσίνο, σωστά;

Ε.Χ.: Όπως επίσης είχα παίξει σε μια μικρού μήκους ταινία του για την «Άγρια Σαλώμη». Κι αυτός φοβερός τύπος, πλακατζής, αλλά τελείως στον κόσμο του. Χρειάζεται ένα ολόκληρο team δίπλα του για να τον συντονίζει, να τον προσγειώνει κάπως, γιατί μοιάζει σαν να πετάει στα σύννεφα.

G.: Πώς είναι σήμερα η καθημερινότητά σου στο Λος Αντζελες;

Ε.Χ.: Επειδή δουλεύω πολύ στο στούντιο που έχω στο σπίτι μου, φροντίζω να κάνω διαλείμματα για σωματική άσκηση. Πηγαίνω βόλτες με το ποδήλατό μου στους γύρω λόφους. Μου αρέσει να βρίσκομαι στη φύση, αλλά τον ωκεανό δεν τον πλησιάζω. Το νερό είναι κρύο, δεν είναι καθόλου διαυγές, έχει καρχαρίες… Είναι μόνο για σέρφερ που έχουν πολύ γερά νεύρα. Επίσης συναντιέμαι με τους φίλους μου, αλλά η καθημερινότητά μου είναι περισσότερο δουλειά στο στούντιο με θέα στους ουρανοξύστες του Λος Αντζελες.

G.: Τι σου λείπει περισσότερο από την Ελλάδα;

Ε.Χ.: Μου λείπουν η μητέρα μου και η οικογένειά μου. Και το φαγητό, όσο κλισέ κι αν ακούγεται. Το κοτόπουλο με πατάτες στον φούρνο και η σπανακόπιτα. Όταν επιστρέφω στο Λος Άντζελες. τρώω λιγότερο κρέας και γαλακτοκομικά και προτιμώ το σούσι, ενώ στην Ελλάδα θα απολαύσω το αρνάκι. Είμαι αντιφατική στα γούστα μου.

G.: Πώς, αλήθεια, αποφάσισες να φύγεις από την Ελλάδα και να βρεθείς στις ΗΠΑ;

Ε.Χ.: Ήμουν πολύ νέα και δεν το σκέφτηκα ιδιαίτερα. Απλά μου άρεσε ο κινηματογράφος και έκανα αίτηση για σπουδές πάνω στην παραγωγή ταινιών γιατί δεν ήξερα από πού να το πιάσω. Το άλλο που έπαιξε ρόλο ήταν ότι από πολύ μικρή ονειρευόμουν να πάω στην Αμερική. Ετσι έφυγα 18 ετών από την Ελλάδα και δεν είχα ιδέα αν θα ξαναγυρνούσα. Ξεκίνησα από το Σαν Φρανσίσκο όπου βρισκόταν το πανεπιστήμιό μου. Πάρα πολύ ωραία πόλη, αλλά δεν υπήρξε δράση στον τομέα που μ’ ενδιέφερε.

G.: Στο Λος Αντζελες πώς βρέθηκες;

Ε.Χ.: Πήγα για τις ανάγκες ενός ρόλου, έμεινα έναν μήνα και ξετρελάθηκα με την πόλη. Το Λος Άντζελες το ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά και αποφάσισα ότι με το που θα πάρω το πτυχίο μου θα εγκατασταθώ εκεί. Ένιωσα αυτή την ενέργεια, ότι όλοι έρχονται σ’ αυτή την πόλη για να πραγματοποιήσουν αυτό που πάντα ονειρεύονταν. Στο Λος Άντζελες μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν υπάρχει ταβάνι. Στην Ελλάδα υπήρχαν πολλά όρια, τα όνειρά μου ήταν πολύ μεγάλα και συχνά μου έλεγαν «ηρέμησε!». Ήθελα από παιδί να μείνω στην Αμερική και να ασχοληθώ με το σινεμά και παρότι έφαγα πολλές σφαλιάρες, κάθε φορά που επιτύγχανα τον στόχο μου ήταν σαν ναρκωτικό, έλεγα «θέλω κι άλλο!». Και μετά έτρωγα δέκα σφαλιάρες. Η πορεία μου ήταν σαν ένα καρδιογράφημα, σαν τις ράγες του rollercoaster.

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις