Δεν είναι μόνο φοιτητής της Νομικής – Είναι οδηγός αγώνων σε παγκόσμιο επίπεδο, έχοντας μπροστά του το όνειρο να εισέλθει στον μαγικό κόσμο της Formula 1
Ο Τζώρτζης δεν μοιάζει με τους υπόλοιπους συνομήλικούς του. Η καθημερινότητά του δεν είναι γεμάτη βόλτες, ανεμελιά και όσα θα περίμενε κανείς να συναντήσει σε έναν έφηβο που ηλικιακά απέχει λίγες εβδομάδες από την ενηλικίωσή του. Αντίθετα, πρόκειται για ένα παιδί που επιτάχυνε τη διαδικασία ωρίμανσης του, όπως ακριβώς επιταχύνει μέσα στις πίστες.
Δεν είναι μόνο ένας άριστος μαθητής – ή ακριβέστερα πρωτοετής φοιτητής της Νομικής σχολής. Είναι παράλληλα οδηγός αγώνων σε παγκόσμιο επίπεδο, έχοντας μπροστά του το μεγάλο όνειρο να εισέλθει στον μαγικό κόσμο της Formula 1. Τον συνάντησα λίγο πριν μπει ξανά σε ένα αεροπλάνο, αυτή τη φορά με προορισμό την Αυστρία για την επόμενη, εντός πίστας, πρόκληση, και προσπάθησα να γνωρίσω τον άνθρωπο πίσω από τον οδηγό.
Οι αγώνες ταχύτητας είναι συναρπαστικοί και απαιτούν από τους συμμετέχοντες οδηγούς εξυπνάδα, καλή φυσική κατάσταση και μεγάλη δεξιότητα στο τιμόνι. Του αναφέρω πόσο με εντυπωσίασε ένα άρθρο που διάβασα πρόσφατα με τίτλο «Ιταλική Formula 4 – Ο θεσμός όπου γεννιούνται οι θρύλοι». «Πρόκειται πράγματι για έναν άκρως ανταγωνιστικό θεσμό της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Αυτοκινήτου (FIA), το πρώτο βήμα για την αναρρίχηση στον αγωνιστικό κόσμο των μονοθεσιών. Είναι το πεδίο μάχης και ανάδειξης των μεγαλύτερων οδηγών τού αύριο και δεν είναι τυχαίο πως στη σχάρα εκκίνησης παρατάσσονται 35 οδηγοί, μέλη των γνωστότερων ακαδημιών (Mercedes, Ferrari, Red Bull κ.ά.) αλλά και πολλοί γιοι αστεριών της Formula 1», μου απαντάει.
Ο Τζώρτζης είναι ένα ψηλό, γυμνασμένο παιδί, γεμάτο αυτοπεποίθηση που διαφαίνεται από τα πρώτα λεπτά της κουβέντας μας. Αντιμετωπίζει τους αγώνες δίχως φόβο αλλά με πολύ πάθος κι ας ξέρει πως ξεκινά κάθε προσπάθεια με μειονέκτημα έναντι των αντιπάλων του. «Η Ελλάδα δεν έχει πίστες, δεν έχει ανταγωνιστικά πρωταθλήματα, δεν υπάρχει πεδίο για να αναδειχθεί ένας διεθνής οδηγός. Ήταν λοιπόν μονόδρομος να κυνηγήσω το όνειρό μου στο εξωτερικό, δίχως να έχω τη δυνατότητα να κάνω όσες δοκιμές έκαναν οι αντίπαλοί μου και να είμαι εξίσου προετοιμασμένος για τις αγωνιστικές προκλήσεις», μου εξηγεί με παράπονο. Παρά την άνιση μάχη, όμως, καθώς οι συναθλητές του από άλλες χώρες έχουν πλήρη στήριξη (οικονομική και όχι μόνο), ο Μαρκογιάννης εκπροσωπεί την Ελλάδα στην Ιταλική F4 από το 2020, όταν έκανε τις πρώτες εμφανίσεις, δίχως να έχει «καύσιμο» από την πατρίδα του. Γεγονός μάλλον παράδοξο αφού το εντυπωσιακό μονοθέσιο του θα μπορούσε -ή και θα έπρεπε- να αποτελεί έναν καμβά προβολής της χώρας μας στο εξωτερικό.
Διπλή δοκιμασία
Οι οδηγοί αντίστοιχων αγώνων πρέπει να είναι πλήρως επικεντρωμένοι στον στόχο. Οποιοσδήποτε αποπροσανατολισμός απλώς απαγορεύεται στη διάρκεια του αγώνα, ενώ η ταχύτητα ξεπερνά τα 250 χλμ/ώρα σε πίστες γνωστές από την F1.
Στην περίπτωση του Τζώρτζη υπήρξε και έξτρα βαθμός δυσκολίας, καθώς ήταν μαθητής στο σχολείο και προετοιμαζόταν για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Εκείνος, όμως, κατάφερε το ακατόρθωτο. «Αυτή ήταν ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση που είχα να αντιμετωπίσω έως τώρα στην καριέρα μου. Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να επικεντρωθώ πλήρως στην οδήγηση και την προετοιμασία μου για τους αγώνες. Γι’ αυτό και θεωρώ πως η πραγματική εμπλοκή μου στη Formula 4 ξεκίνησε τώρα, που μπορώ πλέον να αφοσιωθώ περισσότερο στους στόχους μου στην πίστα, εκπροσωπώντας τα ελληνικά χρώματα σε έναν θεσμό παγκόσμιου ενδιαφέροντος», δηλώνει με αποφασιστικότητα. Το βλέμμα του χάνεται μπροστά, λες και εστιάζει στον επόμενο στόχο, στην επόμενη στροφή.
Ο Τζώρτζης είναι ένα ψηλό, γυμνασμένο παιδί, γεμάτο αυτοπεποίθηση που διαφαίνεται από τα πρώτα λεπτά της κουβέντας μας. Αντιμετωπίζει τους αγώνες δίχως φόβο αλλά με πολύ πάθος κι ας ξέρει πως ξεκινά κάθε προσπάθεια με μειονέκτημα έναντι των αντιπάλων του. «Η Ελλάδα δεν έχει πίστες, δεν έχει ανταγωνιστικά πρωταθλήματα, δεν υπάρχει πεδίο για να αναδειχθεί ένας διεθνής οδηγός. Ήταν λοιπόν μονόδρομος να κυνηγήσω το όνειρό μου στο εξωτερικό, δίχως να έχω τη δυνατότητα να κάνω όσες δοκιμές έκαναν οι αντίπαλοί μου και να είμαι εξίσου προετοιμασμένος για τις αγωνιστικές προκλήσεις», μου εξηγεί με παράπονο. Παρά την άνιση μάχη, όμως, καθώς οι συναθλητές του από άλλες χώρες έχουν πλήρη στήριξη (οικονομική και όχι μόνο), ο Μαρκογιάννης εκπροσωπεί την Ελλάδα στην Ιταλική F4 από το 2020, όταν έκανε τις πρώτες εμφανίσεις, δίχως να έχει «καύσιμο» από την πατρίδα του. Γεγονός μάλλον παράδοξο αφού το εντυπωσιακό μονοθέσιο του θα μπορούσε -ή και θα έπρεπε- να αποτελεί έναν καμβά προβολής της χώρας μας στο εξωτερικό.
Λίγο πριν από το τέλος της κουβέντας μας, τον ρωτώ για τις αντιδράσεις των φίλων και των συμμαθητών του για τη σχέση του με την υψηλή ταχύτητα – και φυσικά αν αυτή η ενασχόλησή του προκαλεί το ενδιαφέρον των κοριτσιών. Χαμογελώντας ένοχα, προσπερνά το τελευταίο και αναφέρει: «Η αλήθεια είναι ότι οι φίλοι μου θαυμάζουν αυτό που κάνω, το σέβονται και με στηρίζουν με κάθε τρόπο». Κι όσοι τον γνωρίζουν για πρώτη φορά, τι τον ρωτούν; Σκέφτεται λίγο πριν μου απαντήσει: «Η πιο συχνή ερώτηση αφορά το πόσο γρήγορα μπορεί να τρέχουμε στην πίστα, ενώ πρόσφατα η ερώτηση που μου έκανε εντύπωση αφορούσε το πόσο δύσκολα γίνονται όλα όταν ο αγώνας είναι υπό βροχή».
Και να σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για ένα παιδί 17 ετών που, αν και τρέχει σε διάσημες πίστες φλερτάροντας με τα 300 χλμ/ώρα, δεν έχει ακόμα δίπλωμα οδήγησης στους δρόμους. Μου αναφέρει ότι θα δώσει εξετάσεις γι’ αυτό το δίπλωμα, αφού πρώτα δώσει άλλες εξετάσεις στο σιρκουί του Σπίλμπεργκ, που είναι ο επόμενος αγώνας. Ένα ακόμα βήμα στο κυνήγι του ονείρου, που δεν είναι άλλο από αυτό που φαντάζομαι: «Φυσικά η Formula 1. Μπορεί να φαντάζει τρελό, αλλά στόχος μου είναι η αναρρίχηση στις βαθμίδες του μηχανοκίνητου αθλητισμού και απόλυτο όνειρό μου είναι να βρεθώ κάποια στιγμή εκεί». Ένας Έλληνας στη Formula 1. Ακούγεται σχεδόν τρελό, αλλά τα όνειρα δεν έχουν όρια.