Carmen Callil: Ένας διαφορετικός αποχαιρετισμός στην ηγέτιδα των φεμινιστικών εκδόσεων

62

Η απόπειρα αυτοκτονίας, η επίθεση που έγινε η αρχή για την πορεία της Callil προς τον εκδοτικό θρίαμβο, μέσα από τα μάτια της φίλης της και συγγραφέως, Rachel Cooke

Λίγα πράγματα γράφτηκαν στον ελληνικό Τύπο για την πρωτοπόρο και ηγέτιδα των φεμινιστικών εκδόσεων Carmen Callil που πέθανε πριν από λίγες ημέρες σε ηλικία 84 ετών. Κάποια βιογραφικά στοιχεία, κάποια ακόμα λιγότερα για τα βιβλία του εκδοτικού της οίκου Virago, κάποιες διάσημες συνεργασίες με επίσης αναγνωρίσιμες φυσιογνωμίες του φεμινιστικού χώρου. Κάποιες αφελείς προσπάθειες να ταυτιστεί η μαινάδα – σήμα κατατεθέν του εκδοτικού οίκου της με την ίδια.

Όμως, κακά τα ψέματα, λίγοι μπορούν να μιλήσουν για το έργο αυτής της γυναίκας -πεισματάρας και φίνας- εκτός από τις πραγματικές της φίλες, τις γυναίκες της ζωής της, φιγούρες που συνεργάστηκαν μαζί της, την έζησαν, βίωσαν τη διπλή αγωνία της, ως εκδότριας και ως φεμινιστικού συμβόλου. Και το να είσαι εκδότρια, είναι από μόνο του παθογενές. Σε κάνει δύσκολο άνθρωπο, ανοιχτό και επιφυλακτικό μαζί, έτοιμο για ρίσκα, επιτυχίες, αλλά και για μεγάλες καταστροφές. Κι όταν αυτό αφορά το να διαβαστούν και να βγουν στο φως αποσιωπημένες γυναικείες γραφίδες, όλο αυτό γίνεται σαράκι και πάθος.

(Και είναι κάπως στενάχωρο -ας το πούμε κι αυτό- ότι παντού στην είδηση του θανάτου της, η φωτογραφία που επιλέχθηκε από τα media ήταν κάποια από τη νιότη της Callil, σα να μη γέρασε ποτέ, σα να είναι το γήρας κάτι κακό, σαν αυτή η σπουδαία φυσιογνωμία να μη στάθηκε όρθια και ενεργή μέχρι το τέλος – τι περιφρόνηση είναι αυτή για τα γεράματα των γυναικών, ανεξήγητο!)

Τον ομορφότερο αποχαιρετισμό σ’ αυτό το σύμβολο των φεμινιστικών εκδόσεων της τον απηύθυνε η δημοσιογράφος και συγγραφέας Rachel Cooke, στενής της φίλης παρά τα 30 χρόνια που τις χώριζαν ηλικιακά και με όσα γράφει, μας συστήνει πραγματικά με μία γυναίκα που ελάχιστα ακούστηκε στην Ελλάδα, στο εξωτερικό, όμως, οι θηλυκότητες της χρωστάνε την πίστη τους στις ωραίες γυναικείες ιστορίες -κινηματικές και μη- που επέτρεψε να βγουν στο φως.

“Θα ήθελα πολύ να μπορώ να πω ότι μας έφερε κοντά η Antonia White, ή η Rosamond Lehmann, ή κάποια από τις πολλές άλλες γυναίκες συγγραφείς που υπερασπίστηκε. Αλλά αυτό, δυστυχώς, θα ήταν ψέμα. Σε πρώτη φάση τουλάχιστον, αυτό το οφείλω στην Padma Lakshmi, την τηλεοπτική μαγείρισσα που ήταν παντρεμένη με τον Salman Rushdie, η οποία πρέπει να πάρει τα εύσημα για τη φιλία μου με την Carmen Callil.

Το έτος ήταν το 2004 και βρισκόμουν σε μια παρουσίαση βιβλίου στο Polish Club στο South Kensington, προσπαθώντας σκληρά τόσο να μην δείχνω ντροπαλή όσο και να μην πιω το επικίνδυνα τρομερό κρασί που υπήρχε στο ποτήρι μου – μια δύσκολη υπόθεση, δεδομένου ότι οι δύο πράξεις ήταν σε άμεση αντίθεση η μία με την άλλη. Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, ο Observer είχε δημοσιεύσει ένα απαξιωτικό προφίλ που είχα γράψει για τη Lakshmi, με την οποία είχα περάσει μια μακρά και ταπεινωτική μέρα στη Νέα Υόρκη, και προς μεγάλη μου έκπληξη, ήταν αυτό που ανέφερε η Carmen όταν, καθώς το πάρτι έφτανε στη θορυβώδη κορύφωσή του, συστηθήκαμε απροσδόκητα. “Padma Lakshmi!” σχεδόν φώναξε στο άκουσμα του ονόματός μου. Και στη συνέχεια, με ακόμη μεγαλύτερη αγριότητα: “Η ηρωίδα μου!”

Για μερικά δευτερόλεπτα, ήμουν μπερδεμένη. Ήταν… θαυμάστρια της Λάκσμι; Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω, για κάθε ενδεχόμενο. Αλλά, όχι. Το χαμόγελό της (είχε το καλύτερο χαμόγελο στον κόσμο) ήταν καλοπροαίρετο. Φαινόταν ότι επαινούσε εμένα. Αποφάσισα τελικά να πιω το αναθεματισμένο κρασί.

Μετά από αυτό, αρχίσαμε να γνωριζόμαστε: αργά στην αρχή και στη συνέχεια γρήγορα. Είχαμε κοινούς φίλους, πράγμα που βοήθησε, και υπήρχε και δουλειά που μας έδενε- όταν το 2008 το πνευματικό της παιδί “Virago Modern Classics” γιόρτασε τα 30ά γενέθλιά του, πήγα στο σπίτι της για να της μιλήσω για ένα κομμάτι. Αλλά πραγματικά, η σχέση μας, και ό,τι τελικά έγινε, οφείλεται κυρίως στην ίδια την Κάρμεν. Είχε -αυτό δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί- μια εξαιρετική ικανότητα να γίνεται φίλη. Η φίλη σου. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μισή ντουζίνα αληθινούς φίλους, αν είναι τυχεροί. Εκείνη όμως είχε τουλάχιστον εκατό και είχε τον τρόπο να κάνει τον καθένα από αυτούς να αισθάνεται λατρεμένος και σημαντικός.

Ήσουν μια ηρωίδα. Ήσουν ιδιοφυία. Ίσως να ήσουν και ηρωίδα και ιδιοφυία. Λιζ μου, έλεγε, με τη φωνή της να είναι μια αγκαλιά, πριν ακόμα τα χέρια της αγκαλιάσουν τη Λιζ που είχε μπροστά της. Η Ντέμπορα μου, η Νελ μου, η Σόφι μου. Ο Πίτερ μου, ο Κολμ μου, ο Ρόμπερτ μου. Μπορεί να είχε διαβάσει τα πάντα – συχνά μου φαινόταν ότι τα είχε διαβάσει – αλλά αγαπούσε επίσης την παρέα. Η συζήτηση ήταν το οξυγόνο της. Όταν σε ρωτούσε κάτι, δεν το έκανε για να είναι ευγενική. Ήταν επειδή ήθελε να ακούσει την απάντησή σου.

Είναι αυτονόητο ότι έτρεφα δέος για τη λαμπρή καριέρα της ως εκδότριας- για όλους τους ανθρώπους που είχε γνωρίσει (τη Ρεμπέκα Γουέστ, για όνομα του Θεού!)- για τον τρόπο με τον οποίο συνέδεε το παρόν με το παρελθόν, μια κινούμενη, ομιλούσα βιβλιοθήκη με φωνή, ακόμη και τώρα, που ήταν βγαλμένη από τη Μελβούρνη (είτε εκστατική είτε έξαλλη είτε απλώς ως…μίμος).

Και σε κάθε περίπτωση, φυσικά και ήταν δύσκολη. Έπρεπε να είναι. Πώς αλλιώς θα πετύχαινε κάτι; Η ιστορία της είναι η ιστορία όλων των επαγγελματιών γυναικών στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα: ήταν θέμα ακραίας γενναιότητας, το να κρύβεις τους φόβους και τις ανασφάλειές σου και να προσπαθείς με κάθε τρόπο να αγνοείς τους σοβινιστές. Έπρεπε να δουλέψει σκληρότερα από οποιονδήποτε άνδρα και το έκανε.

Τα κλασικά βιβλία της Virago, με τις πράσινες ράχες και τα εξώφυλλα διακοσμημένα με σκοτεινούς πίνακες από ακόμη πιο σκοτεινές γκαλερί τέχνης (οι φίλοι της έδιναν καρτ ποστάλ ως έμπνευση) είχαν παίξει μεγάλο ρόλο στη ζωή μου, όπως έχουν παίξει στη ζωή τόσων άλλων ανθρώπων.

Και η συζήτηση για τα βιβλία μαζί της ήταν μια έντονη απόλαυση. Μια από τις πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις που έχω είναι οι δυο μας, στριμωγμένες σε μερικές ξαπλώστρες σε έναν κήπο στο Saint-Émilion. Η Κάρμεν διάβαζε το μυθιστόρημα Number 11 του Τζόναθαν Κόου, το οποίο μόλις είχα τελειώσει, και ήθελα απεγνωσμένα να κάνει κι εκείνη το ίδιο για να μπορέσουμε να διαφωνήσουμε γι’ αυτό – ή όχι, όπως αποδείχθηκε: το λάτρεψε κι εκείνη.

Τελικά, όμως, δεν ήταν μόνο τα βιβλία. Η Κάρμεν ήταν ένα μοναδικό πρόσωπο, γεγονός που την καθιστά εύκολο να περιγραφεί, αλλά αδύνατο να αποτυπωθεί σωστά η περιγραφή της. Είχε έναν τρόπο να φτάνει στην καρδιά των πραγμάτων- μια απίθανη, αλλοπρόσαλλη σοφία. Αλλά ήταν επίσης απίστευτα διασκεδαστική. Αν ήταν εργασιομανής, ήταν και συβαρίτισσα.

Λάτρευε τον ήλιο και μπορούσε να λιάζεται σαν σαύρα, για ώρες. Λάτρευε τα ρούχα και ήταν πάντα υπέροχη με το – “είναι vintage τώρα, αγάπη μου” – Missoni παλτό της. Λάτρευε το φαγητό, ιδιαίτερα τον πατσά (που της έφερνε ο φίλος της Simon Hopkinson), το τυρί και την pavlova, από την οποία μπορούσε εύκολα να καταβροχθίσει τρεις μερίδες. Το να την πηγαίνεις για σούσι ήταν σαν να βλέπεις ένα θαλάσσιο λιοντάρι να τρώει ένα σκουμπρί, ένα ολόκληρο μενού εξαφανιζόταν σε δευτερόλεπτα. Ήταν το μόνο άτομο που γνώρισα ποτέ που πραγματικά χτυπούσε τα χείλη της αφού έτρωγε κάτι. Και μετά υπήρχε το κρασί (ποτέ σαμπάνια). “Έχω ώρες να πιω!”, ανακοίνωσε κάποτε με θλίψη, όταν βρήκε το ποτήρι της άδειο στο δείπνο. Αυτή η ατάκα έγινε μετά το σύνθημα της παρέας, όταν προέκυπτε περίπτωση δίψας, είτε ακραίας είτε όχι.

Αγαπούσε τα παιχνίδια: διαδικτυακό Σκραμπλ, μπριτζ με φίλους. Αγαπούσε την τηλεόραση. Αγαπούσε τον κινηματογράφο. Αγαπούσε τη μουσική. Αγαπούσε τα σκυλιά- το τεριέ της, η Έφι, ήταν μαζί της μέχρι την τελευταία στιγμή. Και αγαπούσε τον αθλητισμό, ιδιαίτερα το κρίκετ. Το 2018, πήγαμε μαζί στο Lord’s για έναν αγώνα μίας ημέρας (μία από τις ιδιορρυθμίες της, από τις οποίες υπήρχαν πολλές, ήταν ότι υποστήριζε την Αγγλία, όχι την Αυστραλία). Δεν υπήρχε στέγαστρο, έκανε πολύ ζέστη, και έφυγα κατά τις τρεις περίπου, νιώθοντας τάσεις λιποθυμίας. Αλλά η Κάρμεν, 30 χρόνια μεγαλύτερή μου, έμεινε στη θέση της. “Αντίο, αγάπη μου!” είπε, ξεκολλώντας με δυσκολία τα μάτια της από το γήπεδο.

Όταν έγινε 80 ετών, έκανε ένα μεγάλο πάρτι στο Long Room του Lord’s. Το ίδιο βράδυ, η Αγγλία έπαιζε με την Κροατία στα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, πράγμα που σήμαινε δυστυχία για όσους δεν ήθελαν να το χάσουν (ένας εκπληκτικά μεγάλος αριθμός ηλικιωμένων μυθιστοριογράφων αναρωτιόταν ήδη αν μπορούσαν να τρέξουν, απαρατήρητοι, μπρος-πίσω στην πλησιέστερη παμπ). Η Carmen, όμως, ήρθε να τους σώσει -και τον εαυτό της επίσης- κανονίζοντας να στηθεί δίπλα μια τεράστια οθόνη. Η Αγγλία έχασε, βέβαια, αλλά ήταν το καλύτερο πάρτι όλων των εποχών, ακόμα κι αν δεν καταγράφεται το πώς αντέδρασε η Germaine Greer από το γκολ του Kieran Trippier.

Της άρεσε το “junking” (ο όρος της για το ψάξιμο σε αγορές με αντίκες) και λάτρευε τα δώρα (που έδινε και έπαιρνε) και τα έπαιρνε στα σοβαρά. Συμφώνησε με τη φίλη της, την ατζέντισσα Pat Kavanagh: δεν είναι η σκέψη που μετράει, αλλά το δώρο που μετράει. Το καλύτερο δώρο που μου έκανε ποτέ ήταν ένας πλάστης στον οποίο ήταν γραμμένο το “les six commandements du mariage”. Το καλύτερο δώρο που της έκανα ποτέ – ή τουλάχιστον έτσι μου είπε – ήταν ένας παλιός ξύλινος κούκαμπουρα, (σ.σ. ένα είδος εξωτικού πτηνού) ως παιδικό παιχνίδι.

Επίσης, το αστραφτερό κολιέ που φορούσε την ημέρα που πήρε το DBE της. Ως ρεπουμπλικανή, ψευτογκρίνιαζε για το γεγονός ότι έγινε dame, κάτι που συνέβη το 2017.

“Πήγα στο παλάτι, ΗΛΙΘΙΑ”, έγραψε, απαντώντας σε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο οποίο είχα ρωτήσει αθώα γιατί μου είχε στείλει μια φωτογραφία της με καπέλο (είχε πάει κρυφά εκεί). Αλλά ήταν ευχαριστημένη, πραγματικά. Ήταν μια αναγνώριση. Το καταλάβαινε αυτό.

Πάνω απ’ όλα, αγαπούσε τις διακοπές, κατά προτίμηση στη Γαλλία, όπου κάποτε είχε ένα σπίτι. Το παράξενο καλοκαίρι του 2020, όταν για λίγο φάνηκε ότι τα χειρότερα της πανδημίας θα μπορούσαν να έχουν περάσει, πετάξαμε για να μείνουμε σε φίλους στην Κυανή Ακτή.

Το αεροδρόμιο του Χίθροου ήταν σιωπηλό, η ησυχία έσπασε μόνο από μια Αυστραλή που μιλούσε στεντορεία τη φωνή για το Monoprix και για το πώς έπρεπε οπωσδήποτε να πάει εκεί για να αγοράσει εσώρουχα.

Εκείνη την εβδομάδα, σε μία πραγματικά ειδυλλιακή κατάσταση, πήγαμε με ταχύπλοο στο νησί Porquerolles (οι άνθρωποι της κανόνισαν κεράσματα και χαρές, όλα προετοιμασμένα για εκείνην). Η Κάρμεν καθόταν μπροστά, με τον άνεμο να φυσάει στα μαλλιά της, περιτριγυρισμένη από γοητευτικούς νεαρούς (τους γιους των φίλων μας), με ένα βλέμμα τέλειας απόλαυσης στο πρόσωπό της. Κρατιόμασταν εναλλάξ από τα πόδια της, σε περίπτωση που την έπαιρνε ο αέρας.

Οι επόμενες διακοπές που είχαμε προγραμματίσει -τον Αύγουστο, θα την πήγαινα στο Λανγκεντόκ, το οποίο ήθελε να ξαναδεί, ίσως για τελευταία φορά- ακυρώθηκαν. Την ημέρα πριν από την αναχώρησή μας έμαθε για τη λευχαιμία.

Τα γράφω όλα αυτά όχι για να αντικρούσω τους επικήδειους, οι οποίοι αναφέρθηκαν καθολικά στο πόσο δύσκολη μπορούσε να είναι η Κάρμεν. Ναι, είχε “αγκάθια”. Ήξερα και αυτή την πλευρά της. Ένας φίλος που είχε δουλέψει για λίγο μαζί της στο Chatto εμφανώς μαλάκωσε όταν την αντίκρισε σε ένα πάρτι που κάναμε (όλοι συμφωνούν ότι υπήρχε πολύ κλάμα στα σαλόνια τόσο στη Virago, την εταιρεία που ξεκίνησε, όσο και στο Chatto, το οποίο διηύθυνε από το 1982). Αλλά είχε, όπως όλοι οι άνθρωποι, πολλές πλευρές και καθώς μεγάλωνε, γινόταν πιο ήπια. Εξακολουθούσε να είναι εξοργισμένη: για το Brexit, για την κλιματική αλλαγή, για την Παλαιστίνη. Η ανοχή της στο mansplaining ήταν μηδενική, σίγουρα πάντως μικρότερη από τη δική μου.

Και σε κάθε περίπτωση, φυσικά και ήταν δύσκολη. Έπρεπε να είναι. Πώς αλλιώς θα πετύχαινε κάτι; Η ιστορία της είναι η ιστορία όλων των επαγγελματιών γυναικών στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα: ήταν θέμα ακραίας γενναιότητας, το να κρύβεις τους φόβους και τις ανασφάλειές σου και να προσπαθείς με κάθε τρόπο να αγνοείς τους σοβινιστές. Έπρεπε να δουλέψει σκληρότερα από οποιονδήποτε άνδρα και το έκανε.

Γεννήθηκε στη Μελβούρνη το 1938, η μητέρα της ήταν ιρλανδικής καταγωγής και ο πατέρας της λιβανέζος (όπως έλεγε, χάρη στη “λιβανέζικη πλευρά” της ήταν τόσο έξυπνη έμπορος). Ο πατέρας της πέθανε όταν ήταν εννέα ετών, ένα τρομερό πλήγμα για εκείνην…

Μισούσε το μοναστηριακό σχολείο, αν και ποτέ δεν αποτίναξε εντελώς τον καθολικισμό της- οι ενοχές την βασάνιζαν σε όλη της τη ζωή. Στο σπίτι, το πλύσιμο και το σιδέρωμα έμενε σε εκείνη και την αδελφή της, ενώ τα αδέλφια της έφευγαν για να παίξουν ράγκμπι – μια κατάσταση τόσο βαρετή και άδικη, που δεν είχε άλλη επιλογή από το να γίνει φεμινίστρια. Όταν αποφοίτησε με πτυχίο Αγγλικών και Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, την έπιασε πραγματική μανία να φύγει από την Αυστραλία. Έβαλε πλώρη το 1960.

Στο Λονδίνο, εργάστηκε αρχικά για την underground εφημερίδα Ink και στη συνέχεια ως υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων σε εκδοτικό οίκο (ήταν άψογη στη διαφήμιση). Και στη συνέχεια, το 1973, ίδρυσε την Virago Press, εγκαθιστώντας το μαγαζί της πάνω από μια αίθουσα φλίπερ στο Σόχο: ένας εκδοτικός οίκος που είχε ως στόχο να διαθέσει στη μαζική αγορά βιβλία από και για γυναίκες.

Μεταξύ των συγγραφέων της ήταν η Margaret Atwood, η Pat Barker και η Angela Carter. Τελικά, όμως, δεν ήταν τα νέα ονόματα που έκαναν τη Virago έναν αληθινό θρίαμβο, αλλά τα παλιά.

Το μεγαλοφυές χτύπημά της ήταν ο κατάλογος Modern Classics, ο οποίος επανεκδίδει ξεχασμένες και παραμελημένες γυναίκες συγγραφείς: Willa Cather, EM Delafield, Elizabeth Taylor και δεκάδες άλλες. Ήταν μια εμπορική επιτυχία. Άλλαξε επίσης τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, για πάντα.

Θα τη θυμόμαστε γι’ αυτό, φυσικά, αλλά πάντα πίστευα ότι αυτό που ακολούθησε ήταν εξίσου εντυπωσιακό. Το 1982, ο Jonathan Cape αγόρασε τη Virago και διορίστηκε να διευθύνει το εκτυπωτικό κομμάτι της, το Chatto. Πέντε χρόνια αργότερα, μετά από διαφωνίες με τη διοίκηση, αγόρασε πίσω τη Virago. Αυτή η κίνηση δεν στέφθηκε από επιτυχία και το 1995 η Virago αγοράστηκε από τη Little, Brown. Η Κάρμεν παραιτήθηκε. Στα χρόνια που ακολούθησαν, έκανε μερικά από τα συνηθισμένα πράγματα για ανθρώπους της στόφας της, προεδρεύοντας των κριτών του βραβείου Booker το 1996 και συμμετέχοντας σε διάφορα συμβούλια. Αλλά έγραψε επίσης δύο αξιοσημείωτα βιβλία.

Το Bad Faith, το οποίο ήταν υποψήφιο για το βραβείο Samuel Johnson το 2006, περιγράφει μια απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε η Κάρμεν σε ηλικία 22 ετών, μια κρίση που την οδήγησε να επισκεφθεί μία ψυχίατρο, τη δρα Αν Νταρκίερ- μόνο αργότερα ανακάλυψε ότι ο πατέρας της γιατρού της ήταν ο Λουί Νταρκίερ, επίτροπος για τις εβραϊκές υποθέσεις στην κυβέρνηση του Βισύ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την αποστολή χιλιάδων Γάλλων Εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Το βιβλίο Oh Happy Day, που κυκλοφόρησε το 2020, αφηγείται την ιστορία της αναγκαστικής μετανάστευσης της οικογένειάς της στην Αυστραλία: μια ιστορία φτώχειας και βίας στην οποία θα μπορούσε να διακρίνει οδυνηρούς παραλληλισμούς με το σήμερα. “Είναι πολύ καταθλιπτικό, αγάπη μου”, έλεγε στους ανθρώπους, με το χαμόγελό της να παίρνει το μέγεθος της Νέας Νότιας Ουαλίας.

Τα mails και τα μηνύματά της, ενθαρρυντικά και ενθουσιώδη, έφταναν κάθε Δευτέρα και αναπόφευκτα κατέληγαν πάντα κάπως έτσι: “Δεν χρειάζεται να απαντήσεις, ξέρω ότι είσαι απασχολημένη”. Κατά κάποιον τρόπο, μου έδωσε την απερίγραπτη αίσθηση ότι πάντα με υποστήριζε και αναρωτιέμαι τώρα τι είδους συγγραφέας – τι είδους άνθρωπος – θα είμαι χωρίς αυτήν. Ελπίζω να μην είναι κακό σημάδι το γεγονός ότι το να γράψω αυτό το κείμενο ήταν τόσο δύσκολο. Ήταν ο καλύτερος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ και θα μου λείπει για πάντα”.
Η Κάρμεν μου είπε κάποτε μια ιστορία για τις πρώτες μέρες της στο Λονδίνο, όταν ακόμα προσπαθούσε να βρει τα πατήματά της, παλεύοντας με τον απαίσιο καιρό, το απαίσιο φαγητό και τους απαίσιους άντρες.

Έμενε με μία εξαδέλφη της και δούλευε προσωρινά σε μια εφημερίδα, ένας από τους συντάκτες της οποίας της επιτέθηκε, αφού της ζήτησε να βγούμε για φαγητό. Σοκαρισμένη από την επίθεση, κατευθύνθηκε προς το King’s Cross, παίρνοντας το πρώτο τρένο που μπορούσε. Κατευθυνόταν προς το Κέιμπριτζ και εκεί περιπλανήθηκε, ζαλισμένη, μπερδεμένη, με δυσκολία αντιλαμβανόμενη το περιβάλλον της.

Η ξαδέλφη της ανησυχούσε. Πού βρισκόταν; Τι να κάνει; Εκείνη την εποχή, ορισμένες εφημερίδες έβαζαν ακόμη μικρές αγγελίες στις πρώτες σελίδες τους και αποφάσισε να βάλει μία (ίσως ήταν στην Evening News, δεν θυμάμαι).

“WOMBAT, ΓΥΡΝΑ ΣΠΙΤΙ!”, της έγραφε – Wombat ήταν το παρατσούκλι της Κάρμεν, το χαϊδευτικό όνομα που της είχε βγάλει η ξαδέλφη της. Όταν η Κάρμεν είδε την αγγελία, επέστρεψε στο Λονδίνο. Πάντα πίστευα ότι το “Wombat Come Home” θα έπρεπε να είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας της, ενός βιβλίου που έγραφε, αλλά τώρα δεν θα το τελειώσει ποτέ.

Τις ημέρες μετά τον θάνατό της, το σκεφτόμουν συνέχεια αυτό. Wombat come home, έλεγα στον εαυτό μου κάθε φορά που έκλαιγα, δηλαδή κάθε πέντε λεπτά. Πού είναι; Τι να κάνει άραγε; Η Κάρμεν συνήθιζε να λέει ότι ήταν εύκολο να εκδίδει τους συγγραφείς της: το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ενδιαφέρεται κανείς με πάθος γι’ αυτό που έκαναν και να τους υπερασπίζεται. Ήταν φίλη μου, όχι εκδότριά μου, αλλά ξέρω πολύ καλά πώς πρέπει να ένιωθε κανείς όταν βρισκόταν υπό την προστασία της.

Ήταν ο μόνος άνθρωπος εκτός από τον σύζυγό μου που διάβαζε ό,τι έγραφα, που μου έλεγε πάντα με ειλικρίνεια τη γνώμη της και που (αυτό είναι το σημαντικό) καταλάβαινε την προσπάθεια που μπορεί να χρειαζόταν όλο αυτό.

Τα mails και τα μηνύματά της, ενθαρρυντικά και ενθουσιώδη, έφταναν κάθε Δευτέρα και αναπόφευκτα κατέληγαν πάντα κάπως έτσι: “Δεν χρειάζεται να απαντήσεις, ξέρω ότι είσαι απασχολημένη”. Κατά κάποιον τρόπο, μου έδωσε την απερίγραπτη αίσθηση ότι πάντα με υποστήριζε και αναρωτιέμαι τώρα τι είδους συγγραφέας – τι είδους άνθρωπος – θα είμαι χωρίς αυτήν. Ελπίζω να μην είναι κακό σημάδι το γεγονός ότι το να γράψω αυτό το κείμενο ήταν τόσο δύσκολο. Ήταν ο καλύτερος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ και θα μου λείπει για πάντα”.

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις