Η αγαπημένη ηθοποιός κάνει μια αναδρομή στους σταθμούς της ζωής της, μιλώντας για τη χρυσή τηλεοπτική δεκαετία του ’90, τις κακοποιητικές συμπεριφορές στον χώρο του θεάτρου και την ανάγκη να καταπιαστούμε με σύγχρονα θέματα.
Είμαι γιαλαντζί Αθηναία, αλλά πια ζω περισσότερα χρόνια στην Αθήνα. Παλιά έμενα στο Μετς, που αγαπάω πάρα πολύ, γιατί δεν μπορούσα να απαλλαγώ από του Θεσσαλονικιού την αποσκευή, να είναι όλα κοντά, να τα κάνω όλα με τα πόδια. Όταν πρωτοπήγα στο Χαλάνδρι, νόμιζα ότι πήγα στην εξοχή, τώρα το λατρεύω, είναι μια μικρή πόλη όπου μπορείς να ζήσεις, χωρίς να μετακινηθείς.
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1966 από μαμά δασκάλα και μπαμπά δικηγόρο. Στο σπίτι μας, εκτός από ένα μεγάλο ποσοστό καθαρεύουσας λόγω του μπαμπά, τον χαρακτήρα έδινε η μαμά, έχω το δασκαλίκι επάνω μου. Ήμασταν μια μεσοαστική οικογένεια που το «σπουδάζουμε, μορφωνόμαστε, διαβάζουμε» ήταν πέρα από κάθε συζήτηση. Με το υστέρημά τους έστειλαν τον αδελφό μου κι εμένα στο Ανατόλια, πίστευαν ακράδαντα ότι η μόρφωση διαφοροποιεί τον άνθρωπο και καθορίζει την πορεία του στη ζωή. Οι γονείς μου με άφηναν να κάνω πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που άφηναν οι άλλοι γονείς τα παιδιά τους να κάνουν, χωρίς περιορισμούς, μου είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη. Έπαιξαν ένα χαρτί που τους βγήκε, διαβάζοντας τον χαρακτήρα μου.
Δεν υπήρχε καμία σκέψη να γίνω ηθοποιός, φαινόταν εξωφρενικό τότε, τελείωσα το σχολείο το 1984 και στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν μόνο το Κρατικό και η Πειραματική του Παπανδρέου. Οι γονείς μου ήταν θεατρόφιλοι, αλλά μέχρι εκεί. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη σπουδάσω και ο καβγάς ήταν αν θα πήγαινα Νομική, όπως έλπιζε ο πατέρας, για να πάρω το γραφείο του, ή Φιλοσοφική, όπως ήθελα εγώ. Ο επαγγελματικός προσανατολισμός ήταν ανύπαρκτος τότε και οι συγκεκριμένες σπουδές μονόδρομος.
Όταν βγήκα εγώ στη δουλειά υπήρχε γεροντολαγνία, έπρεπε να γίνεις εξήντα για να σε πουν συνάδελφο, στην πορεία πάθαμε νεολαγνία, πέσαμε στον έρωτα του όποιος είναι νέος έχει υποχρεωτικά κάτι να πει. Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια, πέρασα στη Φιλοσοφική και τότε έπαθα το μεγαλύτερο ταρακούνημα της ζωής μου. Είχα έναν στόχο που τον έφτασα και είπα «και τώρα τι; Τι θα γίνω;». Αν και το αντικείμενο με ενδιέφερε πολύ, δεν μπορούσα να σκεφτώ τι θα έκανα επαγγελματικά ‒ είχα σκεφτεί και τη Θεατρολογία, κάτι θεωρητικό. Μια φίλη μου από το σχολείο μου αποφάσισε να δώσει στη Δραματική του ΚΘΒΕ. Ήμασταν τόσο άσχετες και οι δυο μας που, ενώ έδιναν μονόλογο, εμείς βρήκαμε πιο ενδιαφέρον να κάνουμε στις εξετάσεις ένα ντουέτο. Μέχρι τότε δεν είχα πει ούτε ποίημα. Τελικά πέρασα εγώ, η φίλη μου πέρασε την επόμενη χρονιά.
Σε πρώτη φάση, όταν μπήκα στη σχολή, δεν είχα ιδέα γιατί βρέθηκα εκεί. Δεν πρόλαβε να περάσει ο πρώτος χρόνος και είχα ερωτευτεί, είπα «εδώ είμαι, αυτό θέλω να κάνω». Τα έργα, τα κείμενα, οι σκέψεις, το γεγονός ότι συμμετέχεις με ότι διαθέτει ο άνθρωπος, σώμα, μυαλό και ψυχή, σε κάτι μου φαινόταν μαγικό, το ότι είναι κάτι που σε συμπεριλαμβάνει ολόκληρο. Συν το γεγονός ότι, όπως εξελίσσεσαι ως άνθρωπος, εξελίσσεσαι και στη δουλειά. Όσο ταλέντο και να υπάρχει πρωτογενώς, αν ως άνθρωπος διανύσεις τριάντα εκατοστά στη ζωή σου, αυτά τα τριάντα θα καταγραφούν και το ταλέντο θα ξεφτίσει. Αυτό που γινόμαστε στη ζωή μας γινόμαστε και πάνω στη σκηνή, αν γινόμαστε κάπως ενδιαφέροντες, πιο πλούσιοι, αυτό, με έναν τρόπο, καταγράφεται.
Παρ’ όλα αυτά, είχα τρομερό ερωτηματικό μέσα μου για το αν μπορώ να κάνω αυτό το επάγγελμα, πέρασε πάνω από μια δεκαετία για να ακούσω τον εαυτό μου να λέει «είμαι ηθοποιός» και να το πιστεύει, να αισθανθώ βολικά και ότι ανήκω σε αυτό το επάγγελμα.
Τέλειωσα τη σχολή και το όνειρο ήταν να πάω στο Κρατικό, ήταν το καλύτερο που μπορούσε να σου συμβεί, αλλά μιλάμε για μια άλλη εποχή, με επετηρίδες και μόνιμους ηθοποιούς, που πέρναγαν χρόνια για να μπορείς να παίξεις. Τότε ήρθε διευθυντής ο Μίνως Βολανάκης και η τεράστια σύγκρουση που είχε με το Δ.Σ. είχε ως αποτέλεσμα οι προσλήψεις των αριστούχων να μη γίνουν στην ώρα τους. Εγώ περίμενα την πρόσληψη και εν τω μεταξύ διάβασα στην εφημερίδα ότι έκανε μια οντισιόν η Ξένια Καλογεροπούλου.
Πήρα το τρένο, ήρθα στην Αθήνα, αλλά έψαχναν αγόρι ‒ δεν το είχα καταλάβει. Ωστόσο η Ξένια, που είναι η μαμά του ελληνικού θεάτρου, μου είπε «έλα σπίτι μου να σε δούμε με τον Κωστή (σ.σ. Σκαλιόρα)». Έκανα μια οντισιόν στο σαλόνι τους, που νομίζω ήταν χάλια, αλλά κράτησε το όνομα και το τηλέφωνό μου κι εγώ μπήκα στο τρένο και γύρισα πίσω. Μήνες αργότερα με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι ετοίμαζε ο Φασουλής μια επιθεώρηση, αν με ενδιέφερε, έψαχναν δυο κορίτσια νέα. Δεν είχα καμιά επαφή με την επιθεώρηση ‒εννοείται ότι στις σχολές δεν κάνουμε τίποτα σχετικό‒ και μέχρι τότε δεν είχαν διακρίνει τίποτα κωμικό επάνω μου, δεν ήμουν καν ενζενί.
Βρέθηκα στα είκοσι ένα μου στο Παρκ, με τη φόρα της ηλικίας που δεν μαζευόταν από πουθενά. Ο Φασουλής δεν μου έκανε καν οντισιόν, ήμουν με την υπογραφή της Ξένιας και βρέθηκα σε έναν θίασο μαζί με τον Φέρτη, τον Χρυσομάλλη, τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου, τον Μπέζο, τον Σπύρο Παπαδόπουλο, τη Δήμητρα Παπαδοπούλου, τον Βλάση Μπονάτσο. Πέντε μέρες πριν από την πρεμιέρα ο Φέρτης –που είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις με τόσο χιούμορ και αυτοσαρκασμό στο θέατρο‒ εγκατέλειψε το νούμερο που έκανε λέγοντας «αυτό θέλει έναν κωμικό, δεν θέλει εμένα. Το έδωσαν στον Μπέζο και δοκίμασαν κι εμένα μαζί του. Εγώ ήθελα να πεθάνω, βρέθηκα να έχω νούμερο από κει που δεν ήξερα πώς πάνε στο ρημαδομικρόφωνο. Αν δεν ήταν ο Μπέζος, που μου έκανε ενέσεις θάρρους ‒αν κάποιος αισθανθεί την αυτοπεποίθησή του κλονισμένη, να πιει έναν καφέ με τον Μπέζο‒, δεν ξέρω αν θα είχα βγει στη σκηνή. Και έτσι ξεκίνησαν όλα.
Εκεί γνωριστήκαμε με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου, εκεί γεννήθηκε η ιδέα των «Απαράδεκτων», γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους και η Μίρκα με πήρε κάτω από τη φτερούγα της, έγινε και θεατρική μου μαμά, κατάλαβα τον χώρο μέσα από τα μάτια της. Η κωμωδία ήταν κάτι που δεν ήξερα να κάνω και έπρεπε να το βρω στη διαδικασία. Ο κόσμος γνώριζε αυτή μου την πλευρά, αλλά εγώ γνώριζα και την υπόλοιπη και ήξερα ότι ενδεχομένως να ήταν αλλού το καλύτερό μου από αυτό που έτυχε και βρέθηκε στον δρόμο μου.
Πάλεψα πάρα πολύ να βρω έναν κώδικα, γιατί η κωμωδία στηρίζεται πολύ στην προσωπικότητα αυτού που την κάνει. Δεν είχα εφόδια φύσει κωμικού ηθοποιού, δεν είχα βοήθεια και έψαχνα κάθε φορά με τρομερή αγωνία για να δημιουργήσω ένα στίγμα γύρω από αυτό. Στο θέατρο υπήρχε πιο μεγάλη γκάμα απ’ ό,τι στην τηλεόραση που τότε ξεκινούσε και δεν ξέραμε πού θα πήγαινε για να κάνω άλλου τύπου πράγματα. Άλλοτε πετύχαινε, άλλοτε όχι.
Το Αστροπελέκι, ο ρόλος μου στους «Απαράδεκτους», μια απόλυτα χαζή γκόμενα, ήταν η πρώτη μου επιτυχία, αλλά μετά τρόμαξα στ’ αλήθεια, έλεγα στους φίλους μου «θα γίνω η Νίτσα Μαρούδα των ’90s». Οι επιτυχίες στην τηλεόραση είναι με έναν τρόπο περιοριστικές, όπως όλα στη ζωή είναι νόμισμα με δυο όψεις. Κάποια πράγματα είναι με το μέρος σου και κάποια εναντίον σου. Με φώναζαν να κάνω πρωταγωνιστικά πράγματα σε αυτή την κατεύθυνση όμως, του «αστροπελεκιού». Όταν έλεγα όχι, νόμιζαν ότι ήθελα να καταστραφώ. Γιατί εκείνα τα χρόνια δεν γινόσουν πρωταγωνιστής από τη μια μέρα στην άλλη κι εμένα μου φαινόταν πολύ παράξενο, δεν ήμουν έτοιμη και σίγουρα όχι σε αυτό το περιβάλλον, οπότε προτίμησα να μείνω λίγο πιο πίσω. Έπρεπε να ζήσω σε μια πόλη όπου δεν ήταν το πατρικό μου για να φάω ένα πιάτο φαΐ, έκανα μετρημένες επιλογές για τον βιοπορισμό μου, αλλά όσο μπορούσα πιο χαμηλόφωνα. Είχα πολλά κρατήματα από χαρακτήρα κυρίως, πίστευα ότι δεν γίνεται τίποτε από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε καν οι φυσικές καταστροφές. Δεν μπορούσα να δω τη ζωή μου σαν να είναι μόνο σήμερα και αύριο, ελπίζεις σε μια διάρκεια, τίποτα δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη, δεν γίνεσαι πλούσιος, όπως πιστεύαμε, στο χρηματιστήριο, ούτε πρωταγωνίστρια, επειδή έπαιξες μια χαζή σε ένα σίριαλ.
Τη δεκαετία του ’90 ο χώρος της τηλεόρασης ήταν πολύ καινούργιος και όλα κάλπαζαν γύρω μας. Ήμασταν σαν αφιονισμένοι, σαν να είχαμε πάρει ναρκωτικά όλοι μαζί, υπήρχε κάτι άπληστο και αδηφάγο. Θέλαμε μόνο να περνάμε καλά και πιστεύαμε ότι αυτό δεν θα σταματούσε ποτέ. Μου φαίνεται πολύ παράξενο που το νοσταλγούμε, η γενιά μου θα έπρεπε να ζητά ταπεινά συγγνώμη από τα παιδιά μας, που κοιμηθήκαμε τον ύπνο του δικαίου ‒ παίζει, ναι, να ήμασταν σε ένα πάρτι από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τρελαίνομαι όταν το σκέφτομαι, εγώ τη θεωρώ τη δεκαετία της ηλιθιότητας, πιστεύαμε όλοι ότι θα ζήσουμε σαν σε παραμύθι, σαν πάμπλουτοι. Ακόμα και χρόνια αργότερα, όταν φάνηκαν τα πρώτα σημάδια, εμείς ήμασταν αλλού ξημερωμένοι. Ήμουν πολύ μαζεμένη, το κοίταζα όλο αυτό με αναρώτηση, γιατί δεν μπαίνω πουθενά με το κεφάλι 100% αν δεν το αναλύσω μέσα μου.
Όλες αυτές οι τηλεοπτικές επιτυχίες, και οι «Απαράδεκτοι» και το «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή» και το «Καφέ της Χαράς», όπου έπαιζα μια ανύπαντρη μητέρα, κάτι πολύ τολμηρό τότε στην τηλεόραση, την ώρα που συνέβαιναν «φάγανε πολύ ξύλο», ήταν «προχειράντζες», εμείς «τηλεοπτικάντζες» κ.λπ. Με τον χρόνο έγιναν καλτ, αλλά τότε έπαιρνες μαζί με αυτά κι εσύ ένα ποσοστό καχυποψίας. Δεν μου άφησε καμιά πικρία αυτό, είναι απόλυτα κατανοητό και αναμενόμενο. Θα άλλαζε κάποτε και έχει αλλάξει σήμερα. Σε ό,τι με αφορά, ήταν άλλο ένα πράγμα που έπρεπε να σπάσω, άλλοτε βήμα-βήμα, άλλοτε κάνοντας σλάλομ ανάμεσα στη θεατρική και την τηλεοπτική μου πορεία.
Όταν γνώρισα τον άντρα μου, είχα κάνει μόνο τους «Απαράδεκτους». Το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας μου συνέβη από τη στιγμή που γνωριστήκαμε και μετά. Μου έκανε πάρα πολύ καλό το ότι είναι από άλλο χώρο γιατί εμείς παθαίνουμε εμμονές και μονομανία, είναι τόσο γοητευτικό το αντικείμενο με το οποίο ασχολούμαστε που σε ρουφάει και χάνεις όλο το απέξω. Εμένα ο Θάνος με προσγείωσε, με βοήθησε να καταλάβω ότι ο κόσμος δεν γυρίζει ούτε γύρω από εμάς ούτε γύρω από την ελληνική τηλεόραση, με τρομερή υπομονή και ανοχή και χιούμορ κατάφερα να μην παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά, είναι τεράστιος ο κίνδυνος σε αυτήν τη δουλειά να θεωρήσεις ότι είσαι πολύ σπουδαίος. Κατάλαβα ότι η δουλειά μας, που περιέχει την έννοια του εφήμερου, δεν μπορεί να μην είναι σε επικοινωνία με τον έξω κόσμο, γιατί τώρα συμβαίνει και από το τώρα θα τροφοδοτηθεί.
Ήθελα να κάνω ένα παιδί, έκανα δυο αποβολές και ταλαιπωρήθηκα ψυχολογικά πριν γεννηθεί ο Βίκτωρας. Ήθελα να κάνω οικογένεια, ήθελα να έχω έναν άλλο πυρήνα δικό μου, να βάλω άλλα πράγματα σε προτεραιότητα, δεν ήθελα να με απορροφήσει νευρασθενικά το θέατρο. Έτσι οπλίστηκα με ψυχραιμία απέναντι στην καριέρα μου. Βέβαια, το αν θα έκανα παιδί ή όχι, εξαρτιόταν από το αν θα έβρισκα τον άνθρωπο με τον οποίο θα ήθελα να το κάνω. Αν ήμουν σήμερα είκοσι χρονών με την προοπτική αυτού του κόσμου μπροστά μου, δεν θα έκανα παιδί. Δηλαδή σε τι κόσμο φέρνεις ένα παιδί είναι το πρώτο που πρέπει να αναρωτηθεί ένας άνθρωπος σήμερα. Στις γυναίκες ασκείται μια πίεση που στην πορεία καταλαβαίνεις ότι δεν σταματά ποτέ και πουθενά. Πότε θα παντρευτείς, πότε θα κάνεις παιδί, πότε θα κάνεις και δεύτερο, πότε το παιδί σου θα γίνει όπως οι άλλοι το φαντάζονται. Το ότι ρωτούν γιατί μια γυναίκα δεν έχει παιδί είναι η κορυφή της αδιακρισίας, δεν είναι καν αποδεκτό το ότι δεν μπορείς, πόσο μάλλον το να μη θέλεις. Η κοινωνία δεν ξέρει τι θέλει, ξέρει μόνο να πιέζει. Η δική μου περίπτωση δεν είναι τέτοια, αλλά πέρασα μεγάλο φόβο και οι αποβολές ήταν αρκετές για να με τρομάξουν να μην κάνω δεύτερο και τρίτο, έπαθα θυρεοειδή από το στρες.
Το θέατρο έχει αλλάξει πολύ. Όταν βγήκα εγώ στη δουλειά υπήρχε γεροντολαγνία, έπρεπε να γίνεις εξήντα για να σε πουν συνάδελφο, στην πορεία πάθαμε νεολαγνία, πέσαμε στον έρωτα του όποιος είναι νέος έχει υποχρεωτικά κάτι να πει. Νομίζω ισορροπήσαμε, πήρε χρόνο, αλλά συνέβη, άλλαξαν πολλά και όλοι μας προσπαθούμε να αντιληφθούμε και να «κουμπώσουμε» με αυτές τις αλλαγές. Και φυσικά άλλαξαν και οι συμπεριφορές.
Είναι ακόμα η δεύτερη σεζόν που δουλεύουμε μετά ΜeΤoo και πολλά από τα τερατώδη πράγματα που είδαμε μέχρι να ανοίξει το πρώτο στόμα δεν θα επαναληφθούν γιατί τώρα είμαστε όλοι εκτεθειμένοι. Αυτόν που είπε το οφθαλμοφανές, το αυτονόητο, έπρεπε να τον υποστηρίξουμε.
Λεγόντουσαν τα πράγματα στις παρέες, τις κακοποιητικές συμπεριφορές τις ξέραμε, άνθρωποι έφευγαν από δουλειές και η συμβουλή ήταν «μη δίνεις σημασία, τον ξέρεις, μην το παίρνεις προσωπικά». Σαν να προσπαθούμε όλοι να το βάλουμε κάτω από το χαλί, να το υποβαθμίσουμε. Αυτό κράτησε αφύσικα πολλά χρόνια, δεν υπήρχε καμία βοήθεια, να προστρέξεις στον παραγωγό, στους ανθρώπους που έχουν τα θέατρα, αλλά, για να λέμε του στραβού το δίκιο, όταν ένας χώρος δεν μπορεί να αγωνιστεί για να έχει μια συλλογική σύμβαση, τι άκρη να βγάλεις από κει και πέρα; Μας λείπει η βάση, πρέπει να υπάρχει ένα πλαίσιο ως προς το τι μπορεί να κάνει κάποιος και τι όχι και αυτό ξεκινάει από τον τρόπο που πληρώνεται ή δεν πληρώνεται. Δεν θα σε σεβαστεί κανένας αν έχει την αίσθηση ότι σου έχει κάνει πολύ μεγάλη χάρη επειδή τρελαίνεσαι να παίξεις και θα το κάνεις κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, και επειδή υπάρχει μεγάλη ανεργία, και επειδή αυτή είναι μια δουλειά που θέλει να κάνει η μισή Ελλάδα, και επειδή μέσα σε αυτήν τη δουλειά υπάρχουν πολλά διαφορετικά προφίλ ανθρώπων. Υποτίθεται ότι ασχολούμαστε με την τέχνη, αυτό που ψάχνουμε σε αυτήν τη δουλειά δεν δικαιολογεί αυτήν τη συμπεριφορά, αλλιώς τζάμπα έχεις ασχοληθεί με αυτά τα κείμενα, τζάμπα έχεις διαβάσει. Δεν είσαι ο ακατέργαστος άνθρωπος που πάει και πλακώνεται στα γήπεδα, οι δικαιολογίες σου στενεύουν πολύ
Οι δίκες είναι ακόμα σε εξέλιξη, τα υπόλοιπα όμως που ξέρουμε και στα οποία έχουμε υπάρξει μάρτυρες έχουν να κάνουν μόνο με την εξουσία και τίποτε άλλο. Ούτε με το σεξ. Όπως έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ: «Όλα σ’ αυτόν τον κόσμο έχουν να κάνουν με το σεξ, εκτός από το σεξ. Το σεξ έχει να κάνει με την εξουσία». Είναι ασκήσεις εξουσίας ελλειμματικών ανθρώπων. Όλοι έχουμε σκοτάδια μέσα μας, το ζητούμενο όμως είναι το φως και όχι να κυλιόμαστε στο σκοτάδι και τη λάσπη, δαμάζοντας ο ένας τον άλλο, δεν υπάρχει καμία άλλη δικαιολογία και εξήγηση.
Με αφορμή τον «Βαρδιάνο στα σπόρκα» που κάναμε στην ΕΡΤ, μια πολύ καλή απόδοση ‒γιατί είναι δύσκολο να κάνεις σενάριο τον Παπαδιαμάντη‒, σκέφτομαι ότι η κρατική τηλεόραση οφείλει να το κάνει αυτό ανεξάρτητα από την τηλεθέαση. Εγώ μεγάλωσα βλέποντας λογοτεχνία στην τηλεόραση και αν δεν το κάνουμε εμείς, με αυτήν τη «βιβλιοθήκη», ποιος θα το κάνει; Αυτό που συμβαίνει φέτος στην τηλεόραση είναι μια έκρηξη, φοβάμαι πως υπάρχουν περισσότερα από όσα αντέχει η αγορά, έτσι ίσως κάποιες σειρές θα πάνε χαμένες. Ειδικά αυτές που δεν είναι καθημερινές δεν γίνονται αντιληπτές. Οι καθημερινές σειρές δημιούργησαν μια συνήθεια και ο κόσμος δεν περιμένει μια εβδομάδα. Επειδή και για τον κλάδο αυτή η δραστηριότητα είναι πολύ σημαντική, ας κοιτάξουμε να μη μας νοιάζει μόνο το φέτος. Το μέλλον είναι στις πλατφόρμες, αυτές θα αλλάξουν το τοπίο, θα δούμε μίνι σειρές που γυρίζονται καλύτερα και έχουν πιο σφιχτό περιεχόμενο.
Νομίζω ότι πρέπει να καταπιαστούμε με σύγχρονα θέματα, δυσκολευόμαστε πολύ να το κάνουμε γιατί αντιμετωπίζουμε εμφυλιοπολεμικά κάθε θέμα, με κάθε τρόπο στρεφόμαστε οι μισοί εναντίον των άλλων μισών ‒ και δεν θέλουμε να εκτεθούμε. Ενδεικτικά θα αναφέρω μόνο το «Borgen», που είναι μια σειρά πολιτική, αφάνταστα τολμηρή, αλλά ακόμα και για το «Ethos», μια σειρά κοινωνικοπολιτική, αληθινά τολμηρή, γυρισμένη στην Τουρκία του Ερντογάν. Αυτά τα θέματα που μας καίνε σήμερα δεν μπορεί να τα αγγίξεις χωρίς να διακινδυνεύσει, πρέπει να πάρουμε αυτό το ρίσκο, να πάμε ένα βήμα μπροστά.