Από τις πιο ευγενικές και χαμογελαστές παρουσίες του ελληνικού θεάτρου, ο ηθοποιός μιλά για τα παιδικά του χρόνια στη Βουλγαρία του «Παραπετάσματος», τα πρώτα του βήματα στην Ελλάδα και τα συναρπαστικά πρότζεκτ που τον απασχολούν σήμερα – από την παράσταση του Εθνικού «Τα φώτα της πόλης/Τσάρλι Τσάπλιν» μέχρι την ταινία «Dodo» του Πάνου Κούτρα.
Έφθασε στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία πριν από περίπου είκοσι χρόνια χωρίς να ξέρει λέξη ελληνικά, κουβαλώντας μαζί του τις πιο απίθανες εμπειρίες. Όταν αποφάσισε ότι η Αθήνα είναι η νέα του πατρίδα και τα ελληνικά η νέα του γλώσσα, τόλμησε το παλιό, κρυφό του όνειρο, να γίνει ηθοποιός. Έκτοτε έχει παίξει σε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις, στην τηλεόραση αλλά και στον κινηματογράφο. Πολλοί αναφέρονται σε αυτόν λόγω της σχέσης του με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, αλλά ο Κρις Ραντάνοφ είναι ένας ξεχωριστός ηθοποιός και για πολλούς εκείνος που τους σώζει, όποτε χρειάζονται μια απαιτητική σκηνής δράσης ή μάχης, είτε στη σκηνή είτε στο πανί. Ωστόσο πρόκειται για έναν από τους πιο ευγενικούς και οπωσδήποτε πιο χαμογελαστούς ανθρώπους στο ελληνικό θέατρο. Φέτος εμφανίζεται στην παράσταση του Εθνικού «Τα φώτα της πόλης/Τσάρλι Τσάπλιν» σε σκηνοθεσία και χορογραφία Αμάλια Μπένετ και στην ταινία «Dodo» του Πάνου Κούτρα.
— Ξέρω ότι, πριν έρθεις στην Ελλάδα, ζούσες μια εντελώς διαφορετική ζωή, ότι η περίοδος της Βουλγαρίας είναι ένα άλλο κεφάλαιο.
Ήταν μια σκοτεινή εποχή εκείνη της Βουλγαρίας, είχα κι εγώ λίγα σκοτάδια στη ζωή μου.
— Όσον αφορά τη επιβίωσή σου εννοείς;
Λόγω γνωριμιών, αφού προερχόμουν από το χώρο των πολεμικών τεχνών. Ήμουν παλαιστής, οπότε μέσα από τους φίλους μου μπήκα σε αυτά.
— Για τα οποία δεν θέλεις να πολυμιλάς.
Όχι, με την έννοια ότι έχουν μείνει πίσω. Δεν μετανιώνω για κάτι, δεν έκανα τίποτα τρομερό, είναι μάλιστα εμπειρίες που με βοηθούν τώρα να στήνω σκηνές δράσεις και βίας, καθώς κάποια πράγματα τα έχω ζήσει.
Έκανα έναν μονόλογο το 2009 στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, το «Σοσιάλ δομή Α.Ε.», για την περίοδο του κομμουνισμού και το πώς κάποιοι πήραν μια ιδέα και την έκαναν εταιρεία. Βασίστηκα στις εμπειρίες του πατέρα μου, που πέρασε κάποιο διάστημα στη φυλακή για τη στάση του, όπως και άλλων που βρέθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης χωρίς να έχουν κάνει τίποτα, απλώς η εξουσία αποφάσισε να τους εξαφανίσει.
— Πέρασε όντως μια εποχή που η πατρίδα σου ήταν ξέφραγο αμπέλι…
Εντελώς! Σε όλα τα κράτη του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, μετά την κατάρρευση του συστήματος και λόγω οικονομικής κρίσης, όλο το κομμάτι του υποκόσμου βρήκε την ευκαιρία να βγει στην επιφάνεια, ακόμα και να φτάσει μέχρι την εξουσία. Με το που μπήκε η Βουλγαρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση μαζεύτηκαν τα πράγματα, δεν υπάρχουν πια αυτά που βλέπαμε μεταξύ 1992 και 2000.
— Εσύ αποδείχτηκε ότι είχες καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Πώς προστάτευσες αυτή σου την πλευρά μέχρι να έρθεις εδώ;
Ήμουν άλλος άνθρωπος. Η ανθρώπινη πλευρά μου είχε μείνει πίσω λόγω των ανθρώπων που συναναστρεφόμουν. Δεν ήμουν κακός άνθρωπος, απλώς σε άλλη φάση. Στην Ελλάδα ήρθα επειδή έχασα τη δουλειά μου σε ένα εργοστάσιο γαλακτοκομικών μετά από ένα σοβαρό ατύχημα. Έμεινα αναγκαστικά για έναν μήνα στο νοσοκομείο και όταν επέστρεψα είχαν δώσει τη θέση μου σε άλλον. Τότε αποφάσισα να έρθω στην Ελλάδα.
— Γιατί στην Ελλάδα;
Ένιωθα ότι είμαι πιο κοντά στους Έλληνες απ’ όσα έβλεπα στην τηλεόραση. Δεν είχα βγει ποτέ από τη Βουλγαρία και δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα ταξίδευα στο εξωτερικό. Τελικά, έκανα ένα μεγάλο ταξίδι που ακόμα να τελειώσει….
— Κατευθείαν στην Αθήνα;
Ζούσε εδώ η μητέρα μου ήδη δέκα χρόνια όταν ήρθα, οπότε είχα πού να μείνω.
— Πρώτη εντύπωση;
Έβρισκα την Αθήνα τεράστια, χανόμουν. Έλεγα «πώς ζούνε οι άνθρωποι εδώ;». Τελικά έγινα πιο Αθηναίος από τους Αθηναίους, δεν φεύγω από δω.
— Έμαθες να μιλάς πολύ καλά ελληνικά πάντως.
Το ήθελα. Μου αρέσει η επικοινωνία και έβλεπα ότι και οι άνθρωποι ήθελαν να επικοινωνήσουν μαζί μου. Δεν έχω νιώσει ρατσισμό.
— Μέχρι που ήρθες εδώ, σου είχε περάσει από το μυαλό να γίνεις ηθοποιός;
Στο σχολείο, και λόγω κομμουνισμού, κάναμε θέατρο. Είχα δει και όλες τις ταινίες του Τσάπλιν από πέντε φορές την καθεμία. Ναι, ίσως και να μου είχε περάσει από το μυαλό, αλλά έπρεπε να πάω στο πανεπιστήμιο για να γίνω ηθοποιός και δεν πίστευα ότι θα κατάφερνα να μπω. Έδιναν δύο χιλιάδες άτομα και έπαιρναν είκοσι. Οπότε πήγα όπου που με πήγε η ζωή, δεν ασχολήθηκα.
— Το τόλμησες όμως να δώσεις εξετάσεις σε μια ξένη χώρα και σε μια γλώσσα που δεν ήξερες.
Δούλευα στα Goody’s και εκεί όλοι ήταν νέα παιδιά που με βοηθούσαν να μάθω τη γλώσσα, έτσι άρχισα να το ψάχνω. Ήμουν πιο χαλαρός εδώ πια, καθώς είχα δουλειά, και είπα να κάνω μια δοκιμή ‒ αν μπορούσα να προχωρήσω, δεν θα έχανα την ευκαιρία.
— Σε έτρωγε λοιπόν.
Ναι! Είπα, αφού είμαι τώρα εδώ, ας κυνηγήσω το όνειρο που είχα αφήσει. Γιατί ήμουν πια και στην πρωτεύουσα, στη Βουλγαρία ζούσα σε μια μικρή πόλη, το Ρούσε. Πήγα στον Ίασμο και έπρεπε να περάσω και τις εξετάσεις του υπουργείου. Αν δεν περνούσα, θα τα παρατούσα. Τελικά πέρασα και συνέχισα στη δραματική σχολή. Έπρεπε να αφήσω πίσω οποιαδήποτε άλλη πλευρά μου. Η αλήθεια είναι ότι αφοσιώθηκα στο θέατρο και άρχισα να βλέπω πολλές παραστάσεις.
— Θυμάσαι κάποια που σου άρεσε ιδιαίτερα;
Βέβαια. Τον «Ερρίκο Δ’» του Πιραντέλο σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαυρίκιου, με τον Καραθάνο και την Αλέκα Παΐζη.
— Ήταν δύσκολο να μπεις στο επάγγελμα;
Πριν τελειώσω, συμμετείχα στη σειρά «Για την Άννα» του Μανούσου Μανουσάκη με τον Ευθυμιάδη, όπου έκανα έναν Ρώσο μαφιόζο. Το χρωστάω σε μια φίλη μου που τον πήρε μπροστά μου τηλέφωνο για να του μιλήσω. Πήγα στην τελευταία ακρόαση και έψαχνε κάποιον ακριβώς γι’ αυτόν τον ρόλο. Ήμουν τόσο απροετοίμαστος, που τους πήγα φωτογραφία ταυτότητας. Αλλά, αν είναι να σου έρθει η τύχη, σου έρχεται. Εκεί γνώρισα τον Λαέρτη Βασιλείου, ο οποίος μου πρότεινε να παίξω σε ένα έργο που σκηνοθετούσε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, στο «Ένας στους δέκα». Το θέμα της ήταν οι μετανάστες στην Ελλάδα, μ’ εμένα από τη Βουλγαρία, τον Ένκε Φεζολάρι από την Αλβανία και τον Νταβίντ Μαλτέζε από τη Γεωργία. Είχε επιτυχία και δεν το περίμενα.
— Τι σε ενοχλούσε τα πρώτα σου χρόνια στους Έλληνες;
Πιο πολύ μου έκανε εντύπωση η μεγάλη φασαρία και το πώς τσακώνονται, αν και έχει γίνει πια και δική μου φύση. Εγώ δεν έχω νιώσει ρατσισμό, αλλά πολλοί ένιωσαν να τους μειώνουν, π.χ. δεν τους πλήρωναν. Η μητέρα μου έχει ζήσει διάφορα γιατί ήταν και παράνομη όταν ήρθε, αλλά δεν είναι άνθρωπος που θα πει κάτι άσχημο. Δεν θεωρούσε ότι έφταιγαν οι Έλληνες συγκεκριμένα, αλλά η κακία του κόσμου. Από αυτήν πήρα κι εγώ.
— Πότε γνωριστήκατε με την Καρυοφυλλιά;
Το 2008, στους δύο Οιδίποδες που έκανε η Ρούλα Πατεράκη με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό στο Εθνικό. Ήμουν στους βοηθητικούς ηθοποιούς και έβγαινα πρώτος. Θυμάμαι την εικόνα στην Επίδαυρο, που όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα πάνω σου.
— Εγώ σε θυμάμαι στην πρώτη σου παράσταση της bijoux de kant, το «Lautréamont – Maldoror».
Η γνωριμία μου με τον Γιάννη Σκουρλέτη ήταν υπέροχη. Στο «Lautréamont» δημιουργούσε μέσα από μένα. Εικαστικά υπέροχο, αν και το κείμενο ήταν δύσκολο, σε μετάφραση Στρατή Πασχάλη. Μετά κάναμε άλλες δύο παραστάσεις με την Καρυοφυλλιά, τον «Πολιτισμό» του Δημητριάδη και το «Ραμόνα travel» της Μπασδέκη, που ήταν η βαλκανική εκδοχή του «Λεωφορείον ο Πόθος» κι εγώ ένας Βούλγαρος Κοβάλσκι.
— Έχεις κάνει τηλεόραση αλλά και αρκετό κινηματογράφο, σωστά;
Αρκετό κινηματογράφο και τηλεόραση. Κάποιους ρόλους στη «10η εντολή» του Πάνου Κοκκινόπουλου και στον κινηματογράφο το «Τρεις μέρες ευτυχία» του Αθανίτη, όπου ξεκινούσα σκληρός και μετά αποκαλυπτόταν η ευαισθησία μου. Στο «Έτερος εγώ» κάνω έναν ρόλο που θυμίζει το «Ψυχώ».
— Νιώθεις άβολα όταν σε επιλέγουν για τον σωματότυπό σου;
Μου αρέσει να γυμνάζομαι και στον κινηματογράφο κυριαρχεί η εικόνα. Ο Σκουρλέτης, πάντως, έβγαλε την ευαίσθητη πλευρά μου.
— Αναλαμβάνεις και σκηνές ως κασκαντέρ σε μεγάλες ξένες παραγωγές.
Έχουμε στήσει μια εταιρεία με τον Σωτήρη Κρανιώτη και αναλαμβάνουμε σκηνές δράσης, φωτιές σε αυτοκίνητα, συγκρούσεις, πτώσεις από ύψη και άλλα τέτοια. Εκπαιδεύτηκα σε σχολή στη Βουλγαρία γι’ αυτό.
— Πώς νιώθεις όταν επιστρέφεις στη Βουλγαρία;
Δεν νιώθω άνετα, δεν είμαι στην ίδια συχνότητα με τους ανθρώπους που ζουν εκεί. Είμαι πια μισός Έλληνας. Η νοοτροπία μου έχει αλλάξει, είναι περίεργα. Γιατί και η Βουλγαρία έχει αλλάξει, οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι με αυτούς που ήξερα. Με τους φίλους μου έχουμε χαθεί, έχουν περάσει και είκοσι χρόνια που έφυγα. Μία φορά τον χρόνο όμως πηγαίνω να δω τα αδέλφια μου και τον πατέρα μου. Στο Ρούσε τα μπαρ και τα μαγαζιά όπου δούλεψα έχουν κλείσει. Οι άνθρωποι που ήξερα και δούλευα μαζί τους έχουν φύγει και κάποιοι δεν είναι πια στη ζωή. Με τον κολλητό μου, που έχει γυμναστήριο, δεν μας συνδέει τίποτα πια. Δεν επικοινωνούμε πραγματικά.
— Η χώρα άλλαξε;
Ναι, και όχι μόνο από άποψη υποδομής. Βλέπω ανθρώπους να είναι ευγενικοί, να προσέχουν πώς οδηγούν, να δίνουν προτεραιότητα στους πεζούς. Σέβονται τον νόμο.
— Η διαφθορά;
Από τη στιγμή που υπάρχει φτώχεια, τι να περιμένει κανείς; Δεν τους φτάνουν τα χρήματα. Αλλά όλα ξεκινούν από την εξουσία. Έχουν περάσει τόσα χρόνια από την κατάρρευση του παλιού καθεστώτος και υπάρχουν άνθρωποι που βάζουν στην τσέπη τους τα κονδύλια από την Ε.Ε.. Αυτό δημιουργεί πρόβλημα σε όλους.
— Έχεις έρθει σε αντιπαράθεση με αριστερούς φίλους στην Ελλάδα για το παλιό καθεστώς;
Έκανα έναν μονόλογο το 2009 στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, το «Σοσιάλ δομή Α.Ε.», για την περίοδο του κομμουνισμού και το πώς κάποιοι πήραν μια ιδέα και την έκαναν εταιρεία. Βασίστηκα στις εμπειρίες του πατέρα μου, που πέρασε κάποιο διάστημα στη φυλακή για τη στάση του, όπως και άλλων που βρέθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης χωρίς να έχουν κάνει τίποτα, απλώς η εξουσία αποφάσισε να τους εξαφανίσει. Εγώ δεν πιστεύω στην τυφλή πίστη σε μια ιδέα. Μπορεί ο κομμουνισμός να είναι υπέροχη ιδέα, αλλά οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη φτάσουν. Με το που βρίσκονται στην εξουσία, την καταστρέφουν. Η παράσταση άρεσε πολύ γιατί ήταν ανθρώπινη. Δεν είναι ότι ο κομμουνισμός δεν είχε και τα καλά του (δωρεάν εκπαίδευση, στέγη, νοσοκομειακή περίθαλψη), αλλά κάποιοι σε υψηλές θέσεις δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους ‒ ακριβώς το ίδιο συμβαίνει στην Ελλάδα με τους μόνιμους υπαλλήλους στο Δημόσιο. Ο κομμουνισμός ήταν ένα απέραντο Δημόσιο, όπου ο άλλος δεν ένιωθε υποχρεωμένος να σε εξυπηρετήσει. Αν μιλούσες πολύ εναντίον του καθεστώτος, κινδύνευες να καταλήξεις στα στρατόπεδα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω όταν άκουσα να λένε στην Ελλάδα ότι ο Στάλιν καλά έκανε. Πάντως, εγώ με τους απλούς ανθρώπους είμαι, αριστερός δηλώνω, αλλά θα δεχτώ και μια δεξιά κυβέρνηση που στέκεται στον απλό πολίτη. Αλλά συνήθως η δεξιά δεν κόβει τον αέρα των μονοπωλίων και η πλειοψηφία βγαίνει χαμένη.
— Ας μιλήσουμε για τη συνεργασία σου με τον Πάνο Κούτρα.
Είχα συνεργαστεί μαζί του σε σκηνές δράσης στο «Ξενία» Αυτήν τη φορά πέρασα ακρόαση για τον ρόλο του Φλοριάν και τον ήθελα πολύ. Τελικά με διάλεξε.
— Ποιος είναι ο Φλοριάν;
Ένας εργάτης από την Αλβανία, ο οποίος μεγάλωσε στην Ελλάδα και ο Άγγελος (Παπαδημητρίου), ένας πνευματώδης, παλιός ηθοποιός, τον φρόντιζε από μικρό. Αργότερα έγινε εραστής του, αλλά τώρα έχουν αντιστραφεί οι ισορροπίες και από κει που τον είχε λίγο σαν πατέρα του κι εκείνος γιο του, τώρα ο Φλοριάν έχει τον ρόλο του πατέρα.
— Σας είδαμε μαζί στην πρεμιέρα στο κόκκινο χαλί.
Έλεγα «δεν το ζω αυτό». Εγώ, από μια μικρή πόλη της Βουλγαρίας ξαφνικά να περπατάω στο κόκκινο χαλί με σμόκιν. Μεγάλη γιορτή, το χειροκρότημα στο τέλος, όλοι όρθιοι, πολύ συγκινητικό. Με κατάλαβαν οι Ρώσοι σεκιουριτάδες, επειδή τους μιλούσα ρωσικά, και με πείραζαν.
— Τι είναι για σένα το «Dodo», τι σε άγγιξε από την ταινία;
Αυτό που με άγγιξε είναι ότι είναι σαν αυτό το πουλί να δίνει την ελπίδα ότι όλα όσα είναι χαμένα μπορούν να ξαναβρεθούν. Στην περίπτωση του Φλοριάν, η χαμένη του αθωότητα. Σκέφτεται ότι το πουλί τού προσφέρει την ευκαιρία να ξαναρχίσει μια καινούργια ζωή. Άλλοι, όπως η Σμαράγδα (Καρύδη), ξαναβρίσκουν την παιδική τους ηλικία. Το ντόντο ήταν ένα αθώο πουλί που έπεσε θύμα του χειρότερου είδους επάνω στη γη, των ανθρώπων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τα πάντα ‒ εδώ εκμεταλλευόμαστε ο ένας τον άλλον. Το προσφυγικό είναι επίσης μια περίπτωση εκμετάλλευσης, ακόμα και από τις ΜΚΟ. Οπότε υπάρχει ελπίδα να ξαναγίνουμε άνθρωποι. Στη σκηνή όπου όλοι, ο καθένας με την κουλτούρα του, είμαστε μαζεμένοι μπροστά σε αυτό το αθώο πλάσμα υπάρχει μια γαλήνη. Κι ενώ όλα καταστρέφονται για τους πρωταγωνιστές, τους δίνει ελπίδα. Είναι ελπιδοφόρο ακόμα και το ότι εμφανίζεται από το πουθενά το ντόντο, που είναι ένα εξαφανισμένο πτηνό.