Βασίλης Χαραλαμπόπουλος: «Τίποτα δεν αντικαθιστά το συναίσθημα που σου δημιουργεί το θέατρο»

56

Πάμε να δούμε πού θα μας βγάλει αυτή η συζήτηση», μου είπε ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, που από μια στιγμή και μετά –και «όχι από μια ηλικία και μετά», όπως λέει γελώντας– θεωρεί ότι το να λέει πολλά μειώνει την ουσία των πραγμάτων. Καθισμένοι σε ένα καφέ κοντά στο Θέατρο Ακροπόλ, όπου για δεύτερη χρονιά πρωταγωνιστεί στον «Κουρέα της Σεβίλλης», μια παράσταση που έχουν ήδη δει 100.000 θεατές, εξηγεί τη σημασία τού να σέβεσαι την τέχνη σου, τους συνοδοιπόρους σου και τον κόσμο μέσα στον οποίο έχεις επιλέξει να ζεις και να ονειρεύεσαι.

— Βασίλη, δίνεις σπάνια συνεντεύξεις και αποφεύγεις να μιλάς πολύ.
Είναι αλήθεια ότι δεν θέλω να φαίνομαι σημαντικός μέσα από τις γνώμες μου επί παντός επιστητού, και ένας λόγος που αποφεύγω να δίνω συνεντεύξεις είναι γιατί δεν με ενδιαφέρει να απαντήσω πώς περνάω τη ζωή μου, πόσο σημαντικός είμαι. Δεν έχω καμία αγωνία να αποδείξω ποιος είμαι, αυτό το κάνει ο ηθοποιός πάνω στη σκηνή, ο άνθρωπος είναι μια άλλη ιστορία. Δεν κάνω αυτήν τη δουλειά για να δείξω τι ωραίος άνθρωπος είμαι.

— Ωστόσο τα έχεις καταφέρει να είσαι μια κατηγορία από μόνος σου, με μια δημοφιλία που κρατάει πολλά χρόνια.
Κρατάει τριάντα χρόνια, το συνειδητοποίησα γιατί ο αδελφός μου, που είναι γραφίστας, μου έφτιαξε για τα γενέθλιά μου δώρο μια μπλούζα με όλες τις δουλειές που έχω κάνει, όλους τους τίτλους.

Τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το συναίσθημα που σου δημιουργεί το θέατρο, ούτε η δημοφιλία από την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο. Μάλιστα, αν δεν είσαι προετοιμασμένος, ή σου συμβεί νωρίς, η δημοφιλία θα καταντήσει ένα ναρκωτικό που όταν τελειώνει θα ψάχνεις απεγνωσμένα να το ξαναπάρεις.
— Ξεκίνησες να δουλεύεις αμέσως μετά τη σχολή, έτσι δεν είναι;
Ναι, από το  Ωδείο Αθηνών, την αγαπημένη αυτή σχολή. Φαντάσου ότι εγώ ήμουν από μια οικογένεια που δεν είχε καμία σχέση με το θέατρο, και ονειρευόμουν από παιδί να γίνω ηθοποιός. Όταν έφτασε λοιπόν η στιγμή για να σπουδάσω, θυμάμαι, ένας άνθρωπος που γνωρίζαμε ήταν τότε στην επιτροπή των πτυχιακών εξετάσεων και μου είπε: «Βασίλη, το Εθνικό είναι ωραίο, το Τέχνης επίσης, αλλά τα τελευταία χρόνια βγάζουμε τους πιο καλούς αριστούχους στο Ωδείο Αθηνών». Έτσι πήγα στο Ωδείο. Μέσα σε μια σχολή αποκρυπτογραφείς πολλά πράγματα. Πραγματικά είναι αναγκαία η δραματική σχολή.

— Για πες μου λίγα γι’ αυτό, τι εννοείς;
Καμιά φορά ακούγεται από ηθοποιούς μεγάλους και φαίνεται παράξενο, «Α! Δεν έχει βγάλει σχολή, πρέπει να βγάλει σχολή». Κατά τη γνώμη μου ένας άνθρωπος που θέλει να είναι σε αυτήν τη δουλειά αν δεν βγάλει μια σχολή χάνει κάτι πολύ σημαντικό. Δεν μιλάμε για το ταλέντο, αυτό ή υπάρχει ή θα καλλιεργηθεί και θα φτάσει σε ένα επίπεδο. Έχουν σημασία οι δάσκαλοι που θα συναντήσεις, ο καθένας σου δίνει ένα δικαίωμα να αναπτύξεις το εγώ σου, να διευρύνεις τους ορίζοντές σου, αυτοί σου δίνουν κλειδιά. Μιλώ για τους δασκάλους που συνάντησα, τον Ντίνο Δημόπουλο, τον Γρηγόρη Βαφιά, τον Κωστή Λιβαδέα, τον Χριστόφορο Μπουμπούκη, τη Μαρία Χορς, τον Γιάννη Στεφανέλη, μεγάλους ανθρώπους που έδιναν όλοι γενναιόδωρα.

Θα σου πω ένα παράδειγμα αξέχαστο, με τη Μαρία Χορς στο πρώτο μάθημα: ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μια γιαγιά, κι εσύ είσαι 18 χρονών και σκέφτεσαι «τι αυτοσχεδιασμό και εκφραστιική κίνηση θα μας κάνει αυτή η γιαγιά;». Μέσα σε μια ώρα ήμασταν μια τάξη που πετάγαμε στον αέρα να πιάσουμε ένα φως, μια μπάλα φωτεινή που πέταγε κάπου και εμείς είχαμε τρελαθεί, δεν το πιστεύαμε αυτό που ζούμε, είχαμε μπει στον κόσμο της.

Όμως, πέρα από το να έχεις καλούς καθηγητές, που είναι ένα σημαντικό κομμάτι, μια μεγάλη ιστορία, μαθαίνεις να πειθαρχείς στη σχολή, μαθαίνεις να σέβεσαι πρώτα από όλα το θέατρο στο οποίο θα είσαι επιβάτης για όσο πάρει, να λειτουργείς ομαδικά. Δεν θα σε κάνει καλύτερο ηθοποιό, αλλά η σχολή σού δίνει αυτό που μπορεί να σε κάνει ουσιαστικότερο ως προς αυτό που ονειρεύεσαι εσύ σε αυτήν τη δουλειά.

— Όταν είσαι 15 και 18 άλλα ονειρεύεσαι.
Πες μου ποιος δεν θέλει να γίνει διάσημος και να βγάλει χρήματα. Όλοι ξεκινάμε κάπως έτσι, μαγευόμαστε από το περιτύλιγμα. Στη σχολή έρχεσαι σε επαφή με έργα, με κείμενα που δεν είχες ιδέα ότι υπάρχουν –εκτός και αν είσαι από οικογένεια που έχει σχέση με αυτά– και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι η μαγεία του θεάτρου είναι η μαγική στιγμή επικοινωνίας τη στιγμή που εσύ θα είσαι επάνω στη σκηνή και κάτω θα υπάρχουν θεατές. Αυτό είναι υπέροχο, να έχεις προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο. Το άλλο είναι «κοιτάξτε με, θαυμάστε με, είμαι ο καλύτερος», είναι αυταπάτη αυτό.

— Διαλύεται ο ναρκισσισμός όταν μπαίνεις σοβαρά στη δουλειά, έτσι δεν είναι;
Ναι, γιατί επί της ουσίας πάμε να δείξουμε ένα αποτέλεσμα για το οποίο έχουμε μοχθήσει όλοι, να αναδείξουμε έναν συγγραφέα με το έργο του, σίγουρα περισσότερα credits παίρνεις ως καλλιτέχνης μέσα από αυτό το αποτέλεσμα. Μου έχει τύχει στο παρελθόν να είμαι ο καλύτερος σε μια παράσταση που δεν θυμούνται, ξεχάστηκε και ότι ήμουν ο καλύτερος. Δεν υπάρχεις αν δεν είσαι μέσα σε μια καλή παράσταση.

— Τις παραστάσεις θυμάσαι τελικά;
Ναι, φυσικά. Έχει τόσα παρακλάδια λοιπόν αυτό το μαγευτικό κομμάτι του θεάτρου, και γοητεία, γι’ αυτό μιλάμε με τόση θέρμη. Τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το συναίσθημα που σου δημιουργεί το θέατρο, ούτε η δημοφιλία από την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο, μάλιστα, αν δεν είσαι προετοιμασμένος, ή σου συμβεί νωρίς, η δημοφιλία θα καταντήσει ένα ναρκωτικό που όταν τελειώνει θα ψάχνεις απεγνωσμένα να το ξαναπάρεις. Θα κάνεις λάθος κινήσεις γιατί δεν θα σε νοιάζει να κάνεις το επόμενο βήμα, αρκεί να μιλάνε για σένα, για το πού τρως τα βράδια και πού κάνεις διακοπές. Αυτό είναι μεγάλη καταστροφή.

— Εσύ πολύ νωρίς τους πέρασες αυτούς τους κινδύνους, έκανες μπαμ «με το καλημέρα» και στο θέατρο και στην τηλεόραση, και ειλικρινά δεν ξέρω τι μπορεί να σε «κρατήσει» όταν είσαι τόσο νέος.
Ούτε κι εγώ ξέρω, γιατί βλέπω δίπλα μου τι μπορεί να συμβεί σε κάθε παιδί που μπορεί να νιώσει ότι όλοι τον κοιτάζουν. Είναι φυσιολογικό από μια μεριά, ωστόσο έχει να κάνει με το πώς έχεις οργανώσει το οπλοστάσιό σου, συνειδητοποιώντας ότι ένα «μπράβο» μπορεί να σβήσει αύριο.

— Επειδή είσαι και ένα προϊόν;
Καλώς ή κακώς, μπορεί να νιώθεις σημαντικός, αλλά δεν παύεις να είσαι ένα προϊόν και επιχειρηματίας μαζί, που πρέπει να «πουλήσεις» αυτό το προϊόν και συγχρόνως να το διαφυλάξεις έτσι ώστε η αξία του να είναι ψηλά, να μην το βάλεις στο σούπερ μάρκετ με τα φτηνιάρικα.

— Από τη θεωρία πώς πας στην πρακτική; 
Εγώ μπορεί στη θεωρία να είμαι καλός, αλλά η μοναδική πρακτική που ακολουθώ είναι να κάνω αυτό που αισθάνομαι, δεν παίρνω αποφάσεις μέσα από τη λογική της έννοιας «χτίζω μια καριέρα». Μετά από τόσα χρόνια, καταλαβαίνεις ότι σε αυτήν τη χώρα δεν μπορείς να χτίσεις πραγματικά μια καριέρα, όλα έρχονται τούμπα, μπορεί να είναι άδικο, αλλά αν το συνειδητοποιήσεις μπορεί να αποφύγεις αγωνίες που θα σε κάνουν να κάνεις λάθος βήματα. Εγώ αποφάσισα από νωρίς να ακολουθώ την καρδιά μου. Όταν αποφασίζεις με το συναίσθημά σου και προχωράς βάσει αυτού, έχεις και μια δικαιολογία για τον εαυτό σου: «Μου το ‘λεγε η καρδιά μου και είπα το ναι».

— Στις αποφάσεις τι είναι σημαντικό;
Εμπεριέχουν πολλά παρακλάδια, με ποιους θα δουλέψω, για παράδειγμα, γιατί τα πρώτα χρόνια δεν είναι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να δουλέψεις με πολλούς και να σε γνωρίσουν οι άνθρωποι της δουλειάς αρχικά. Και σε αποτυχία να είσαι, δεν θα τη χρεωθείς, μάθε από την αποτυχία. Είναι το μάθημα από τη σχολή της εμπειρίας. Να βλέπεις πώς λειτουργούν τα πράγματα και στους γύρω σου, πώς σκέφτονται ή πώς μπορούν να πέφτουν σε παγίδες. Η κάθε μέρα σε αυτήν τη δουλειά είναι ένα μάθημα για όλους μας. Μαθαίνεις ότι δεν υπάρχει καμία κορυφή για να βάλεις τη σημαία.

— Αυτό δεν είναι κάπως απογοητευτικό;
Φυσικά και είναι και δείχνει πόσο η χώρα αυτή αγαπά τους καλλιτέχνες της, όχι τόσο ο κόσμος όσο αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις. Έβλεπα τον «Ρόκο και τ’ αδέρφια του» τις προάλλες και μαγεύτηκα, σκεφτόμουν όλους αυτούς που έκαναν καριέρα στο εξωτερικό, τον Βανδή, τον Φωκά, την Παξινού και την Ειρήνη Παπά, δεν ένιωσα ποτέ όλα αυτά τα χρόνια ότι τους δόθηκε το βάθρο να ανέβουν για όλα αυτά που έχουν καταφέρει. Σε αυτήν τη χώρα, δεν σκοτώνουμε τα άλογα όταν γεράσουν, τα σκοτώνουμε γενικώς για να μην ξεχωρίσουν. Είναι ζόρικο ίσως που το λέω, αλλά αυτό συμβαίνει.

— Με εκπλήσσει που σε ακούω να το λες γιατί είσαι ένας άνθρωπος αισιόδοξος.
Είμαι αισιόδοξος και η ευτυχία που ζω μέσα στο θέατρο δεν έχει την αγωνία να κάνω τέχνη, γιατί δημιουργείς ένα μονοπάτι «αυτιστικό» με αυτήν τη σκέψη. Εγώ θέλω να κάνω θέατρο γιατί εμπεριέχει το να μπορώ να επικοινωνώ με το ανθρώπινο και από αυτό μπορεί να προκύψει η τέχνη. Αν πεις «θέλω να κάνω Σαίξπηρ» για να αποδείξεις ότι είσαι σοβαρός ηθοποιός, την έχεις πατήσει και μόνο που έχεις σκεφτεί έτσι.

— Εσένα σε εγκλώβισε ότι σε γνωρίσαμε σε ρόλους κωμικούς; Τους οποίους έχεις κάνει εξαιρετικά, για να το σημειώσουμε και αυτό.
Ήταν το όχημά μου αυτοί οι ρόλοι, είναι πιο πολύ και στη φύση μου η κωμωδία. Πάλι θα γυρίσω στη σχολή, στις αποσκευές μου: αν εκεί δεν δοκιμαζόμουν στο δράμα, σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, δεν θα το έκανα ποτέ. Με δραματικούς ρόλους πήρα πτυχίο, και παρόλο που αγωνιούσα, δοκιμάστηκα, βρήκα τη δύναμη να μην επαναπαυθώ στους κωμικούς ρόλους με τους οποίους αρίστευα και είπα «άσ’ το να υπάρχει και θα έρθει η ώρα του».

— Έχει έρθει η ώρα του;
Νομίζω ότι κοντεύει. Έχει να κάνει και με τις εμπειρίες της ζωής. Το να κάνεις τον κόσμο να γελάει δεν είναι λιγότερο σημαντικό από το να κάνεις τον κόσμο να συγκινηθεί. Όταν έκανα τον Συρανό, που δεν είναι κωμικός ρόλος, έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου γιατί ήθελα να καταλάβω αν έχω την αξία να ανεβώ ένα σκαλοπάτι παραπάνω ως ηθοποιός. Όταν ο ρόλος σού δίνει τη δυνατότητα, είναι ωραίο να μη βρίσκεις το ταβάνι, να μπορείς να ανοίξεις τα φτερά σου, ας αποτύχεις, έτσι νιώθεις πιο ζωντανός.

— Όταν λες οι εμπειρίες της ζωής, εννοείς μέσα σε αυτές και την καραντίνα;
Δεν έπαιξε λίγο ρόλο αυτό που ζήσαμε. Το να συνεχίσεις τη ζωή σου και τη δουλειά σου σαν να μην έγινε τίποτα είναι τραγικό λάθος. Όταν έχεις ζήσει απώλειες, και προσωπικές και στον περίγυρό σου και στον παγκόσμιο περίγυρο, αλλάζει το μέσα σου. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας χωρίς να προσπαθούμε να πούμε κάτι τους ανθρώπους που θα ‘ρθουν να μας δουν αλλά και χωρίς να κάνουμε κάτι για τον εαυτό μας.

— Τέτοια αφορμή ήταν ο «Κουρέας της Σεβίλλης»;
Είχα μια καθαρή πρόθεση με αυτό το έργο, να ξεχαστούμε εμείς επάνω στη σκηνή, να περνάμε πολύ όμορφα και να το βλέπει ο κόσμος και να ευφραίνεται. Ήρθε και κούμπωσε, όπως και η συνεργασία με τον Φάνη, και έχουμε ανάγκη να το ζούμε αυτό, να περνάμε όμορφα. Δεν χρειάζεται να υποφέρεις για να βγει ένα αποτέλεσμα. Είναι χαρά αυτή η συνεργασία, όπως και με τη Σοφία Σπυράτου, έναν από τους πιο καλοσυνάτους και άξιους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Είναι χαρά να είμαστε και με όλο αυτόν το θίασο, που φέρει μια τρομερή ενέργεια και μια καλή συμπεριφορά. Δεν φαντάζεσαι πόσο καλά φέρονται αυτοί οι νέοι ηθοποιοί και χορευτές και ακροβάτες που υπάρχουν εδώ.

— Έχει αλλάξει ο τρόπος που επικοινωνείτε με τους πιο νέους, έτσι δεν είναι; Εννοώ, καμία σχέση με αυτό που συνέβαινε πριν μια-δυο γενιές.
Οι παλιότεροι είχαν παράδειγμα τους προηγούμενους και ήταν άλλο το παράδειγμα, αλήθεια είναι αυτό. Εγώ στην αρχή της καριέρας μου γνώρισα τον Βαγγέλη Σειληνό, με τον οποίο έκανα την πρώτη μου δουλειά. Ήταν πολύ γενναιόδωρος, μαζί του πάτησα στη σκηνή και ένιωσα ηθοποιός. Μετά βρέθηκα στην Ξένια Καλογεροπούλου, στον παράδεισο του θεάτρου, ήταν η θεατρική μου μητέρα, στον «Μορμόλη» έμαθα τον τρόπο του φέρεσθαι στο θέατρο και στους ανθρώπους του θεάτρου. Όταν έχεις τέτοιους δασκάλους ζωής, πώς είναι δυνατόν να λειτουργήσεις σαν ψώνιο;

— Μάλλον μπορείς, αλλά όχι για πάντα, τελικά οι συμπεριφορές κρίνονται και δεν μιλώ μόνο για τις αίθουσες των δικαστηρίων.
Στο θέατρο νομίζω ότι το να κακοποιείς τον συνάδελφό σου ή τον άνθρωπο με τον οποίο δουλεύεις είναι το μεγαλύτερο έγκλημα, του στερείς τη χαρά τού να βρίσκεται σε αυτήν τη δουλειά. Ξέρουμε τι σημαίνει να πηγαίνεις σε μια δουλειά πετώντας και σε μια άλλη να μη θες να πας, για να μη βρεθείς με ανθρώπους που δηλητηριάζουν τ’ όνειρό σου. Σκέψου πόσοι παράτησαν τη δουλειά εξαιτίας άλλων ανθρώπων. Είναι ευτυχία να επηρεάζεις θετικά τη ζωή των άλλων, να σε θυμούνται γι’ αυτό.

— Εσείς κάνατε μεγάλη επιτυχία με τον «Κουρέα της Σεβίλλης» και έχετε και μια παραγωγή σοβαρή, πόση σημασία έχει;
Είναι κομέντια το έργο, έχει μια τρέλα και ο κόσμος μας τίμησε γιατί το κάναμε με πολλή προσοχή, με την καρδιά μας, με μια μεγάλη παραγωγή, με λάιβ ορχήστρα. Έτσι πήγε σε όλη την Ελλάδα, χωρίς εκπτώσεις, δεν βγήκαμε με μια κωμωδιούλα, και οι παραγωγοί μας στήριξαν. Εκεί καταλαβαίνεις, από το σύνολο τελικά, ότι ο παραγωγός δεν θέλει μόνο εσένα επειδή έχεις ένα όνομα και θέλει να τα αρπάξει όσο είναι καιρός, αλλά ότι σε ακούει, σου δίνει την κατάλληλη προσοχή, εμπιστοσύνη, προσέχει την παραγωγή του και τις απαιτήσεις της. Όταν συμβούν αυτά, δεν θέλεις να φύγεις από αυτόν που φέρεται άψογα όχι μόνο σε σένα αλλά και στη δουλειά.

— Εσείς κάνατε μεγάλη επιτυχία με τον «Κουρέα της Σεβίλλης» και έχετε και μια παραγωγή σοβαρή, πόση σημασία έχει;
Είναι κομέντια το έργο, έχει μια τρέλα και ο κόσμος μας τίμησε γιατί το κάναμε με πολλή προσοχή, με την καρδιά μας, με μια μεγάλη παραγωγή, με λάιβ ορχήστρα. Έτσι πήγε σε όλη την Ελλάδα, χωρίς εκπτώσεις, δεν βγήκαμε με μια κωμωδιούλα, και οι παραγωγοί μας στήριξαν. Εκεί καταλαβαίνεις, από το σύνολο τελικά, ότι ο παραγωγός δεν θέλει μόνο εσένα επειδή έχεις ένα όνομα και θέλει να τα αρπάξει όσο είναι καιρός, αλλά ότι σε ακούει, σου δίνει την κατάλληλη προσοχή, εμπιστοσύνη, προσέχει την παραγωγή του και τις απαιτήσεις της. Όταν συμβούν αυτά, δεν θέλεις να φύγεις από αυτόν που φέρεται άψογα όχι μόνο σε σένα αλλά και στη δουλειά.

— Πάμε στο επόμενο βήμα, στη συνεργασία με τον Πίτερ Στάιν την άνοιξη, στον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Ποια είναι η ιστορία;
Η ιστορία είναι μοναδική, θα σου πω ένα κομμάτι. Με πήρε ο Λευτέρης Γοβανίδης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΘΕΠΙ για να συνεργαστούμε και μου είπε ότι έχει δυνατότητα να βρεθεί σε επικοινωνία με τον Στάιν, ο οποίος είχε κάνει πριν κάποια χρόνια τον «Μισάνθρωπο» στο Παρίσι. Όταν το ακούς αυτό, τι κάνεις; Δίνεις λευκή επιταγή, και όταν είπε ο Στάιν το «ναι» ένιωσα κάτι μαγικό, απερίγραπτη χαρά.

Όταν πήγαμε να τον βρούμε στην Ιταλία που ζει, είχα αγωνία, πώς θα με δει, έχεις αγωνία για την πρώτη εντύπωση. Λοιπόν το πρώτο που έκανε ήταν να πάμε έναν περίπατο, να μου δείξει μια συστάδα τριανταφυλλιές που είχε φυτέψει και να μιλήσει για τη γη του εκεί, τι καλλιεργεί και τι βγάζει. Εκεί καταλαβαίνεις ότι ο σημαντικός άνθρωπος βρίσκεται στα απλά πράγματα, δεν έχει καμία ανάγκη ο Στάιν να διαφημίσει ή να δείξει σε κανέναν αυτό που είναι. Αντιθέτως, σε κάνει να αισθανθείς άνετα, είναι πιο απλή από όσο φαντάζεσαι η διαδικασία και η επικοινωνία. Εσύ το μόνο που θέλεις είναι να ακολουθήσεις το όραμά του. Μπροστά σε έναν άνθρωπο με τόσο βαριά ιστορία νιώθεις μαθητούδι και θες να τον κάνεις υπερήφανο και μόνο επειδή έχει αποδεχθεί να είσαι εσύ ο πρωταγωνιστής του.

Ο «Μισάνθρωπος» είναι ένα σκοτεινό έργο, θα αναμετρηθώ με πράγματα με τα οποία δεν έχω αναμετρηθεί, με έναν σκοτεινό χαρακτήρα. Έχει ιδιαίτερη σημασία και πώς γράφτηκε και σε ποια περίοδο και ποιοι το παρακολούθησαν το έργο, είναι μια σύνδεση με έναν κοινωνικό περίγυρο και αυτό που καυτηριάζει είναι κάτι που συμβαίνει σήμερα σε υπερθετικό βαθμό στον κόσμο.

— Έχεις αρχίσει να ετοιμάζεσαι;
Μελετώ πολύ, έχει αρχίσει να φτάνει η και μετάφραση της Λουίζας Μητσάκου, που είναι έμμετρη. Έχει ξεκινήσει η μελέτη για την εποχή και τον Μολιέρο, για το θεωρητικό υπόβαθρο, είναι ένα ταξίδι. Αξίζει να είμαι με όλο μου τον εαυτό σε αυτήν τη διαδικασία, στη μαγεία και την καρδιά της δουλειάς.

— Όταν μιλάμε για μισανθρωπία σήμερα, εννοείς αυτό που επικρατεί στα σόσιαλ μίντια;
Είναι μια εποχή πολύ παράξενη και ταραγμένη. Εγώ γκουγκλάρω τη φράση «υποκλίθηκε το Twitter» και εκεί βλέπεις ότι η αληθινή υπόκλιση έχει χάσει την αξία της. Ας πούμε η Google πουσάρει αυτό που λέγαμε παλιά «τι θέλει να δει ο κόσμος», τα εύπεπτα και τα φτηνά, αλλά δεν θέλει να δει ο κόσμος αυτά, όπως δεν θέλει στον βωμό των κλικς να διαβάσει έναν τίτλο ανησυχητικό, να μπει να δει τι συμβαίνει και να παραπλανηθεί από μια ιστορία. Αυτά είναι σιχαμερά κλικς, όλοι τα έχουμε δώσει και νομίζω αυτό με κάποιον τρόπο πρέπει να λήξει.

— Εσύ τι δραστηριότητα έχεις στο Instagram, ας πούμε;
Δε θέλω να βάζω τη γυναίκα μου, την προσωπική μου ζωή, βάζω τα σκυλιά μου και τη δουλειά μου. Και δεν θα κάνω ποτέ τοποθέτηση προϊόντος, δεν κρίνω καθόλου τους ανθρώπους που βιοπορίζονται απ’ αυτό, εμένα δεν μου αρέσει. Δεν θέλω να είμαι και φαταούλας, προτιμώ να κάνω μια διαφήμιση.

— Μου το εξηγείς αυτό;
Γιατί οι συνθήκες είναι κινηματογραφικού επιπέδου. Προτιμώ να κάνω μια διαφήμιση από το να κάνω μια σειρά που βλέπω και λέω «ευτυχώς που δεν είμαι αναγκασμένος να το κάνω μόνο και μόνο για να μπορώ να επιβιώσω». Γιατί η σειρά αφορά τη δουλειά μου, το να κάνω έναν ρόλο. Τη διαφήμιση δεν την κάνεις για την καλλιτεχνική σου ανέλιξη, την κάνεις για τα χρήματα, σου δίνει και τη χαρά να έχεις ένα στάτους γυρισμάτων που θα έπρεπε να υπάρχει και στις σειρές.

— Πέρυσι μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι εσύ, ένας πολύ ήσυχος χαρακτήρας που αποφεύγει δηλώσεις και δημόσιες διαμάχες, πήρες θέση για κάτι που συνέβη σε ένα άλλο θέατρο, όταν μια δημοσιογράφος ανέβηκε στη σκηνή να διακόψει την παράσταση. Την απέβαλες από την αίθουσα κανονικά, από το θέατρό σου.
Θα σου πω κάτι, δεν αποζητούσα να μαθευτεί για να δείξω ότι κάτι έκανα. Όταν η ζωή μου όλα αυτά τα χρόνια είναι η αγάπη μου για τον χώρο του θεάτρου, ο σεβασμός μου απέναντι σε αυτό που κάνω, απαιτώ από τους άλλους να σέβονται αυτό που κάνω. Όσα τετραγωνικά και να είναι η σκηνή, είτε μικρή είτε μεγάλη, είναι το άβατο, από τη στιγμή που θα βρεθώ εκεί πάνω εγώ ή όποιος καλλιτέχνης, δεν μπορεί να εισχωρήσει κανένας.

Έχεις δικαίωμα ως θεατής και ντομάτα να πετάξεις, να φωνάξεις, να φύγεις, το έχουμε δει κατά κόρον, αλλά να πατήσεις πάνω στη σκηνή και να σταματήσεις μια παράσταση και να λειτουργήσεις δικτατορικά είναι κάτι που δεν ανέχομαι. Δεν έχω κάτι με τον άνθρωπο που το έκανε, αλλά με μια παιδεία που δεν υπάρχει και έχει να κάνει με τη συμπεριφορά. Αυτό ήταν ένα γεγονός σοκαριστικό γιατί δεν συνέβη στον ηθοποιό, στον Ζαραλίκο, ήταν σαν να συνέβη σε όλους μας. Όταν ήρθε στο δικό μου σπίτι, στο θέατρο, ένιωσα ότι δεν μπορώ να είμαι στη σκηνή, εκεί που υπάρχει ό,τι σέβομαι και αγαπώ, δεν σταματούσα να το σκέφτομαι.

Δεν είμαι επαναστάτης και θέλω να είμαι χαμηλών τόνων σε ό,τι δεν αφορά τη δουλειά, το γεγονός αυτό όμως αφορούσε τη δουλειά. Δεν μπορούσα να μην πάρω θέση και να μη διαφυλάξω μια δουλειά μέσα στην οποία ζω, απ’ την οποία δεν έχω κανένα παράπονο, στην οποία συναντώ εξαιρετικούς ανθρώπους, η οποία με κάνει ευτυχισμένο και χορτάτο και μου επιτρέπει να είμαι ακόμα ονειροπόλος

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις