Το πνεύμα της Ιρακινής αρχιτέκτονα, της σπουδαιότερης της εποχής μας, παραμένει ζωντανό έξι χρόνια μετά τον αιφνίδιο θάνατό της και γίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ χάρη στο αριστουργηματικό στάδιο που η ίδια σχεδίασε και τώρα φιλοξενεί τους αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου στο Κατάρ.
Χρειάστηκε συνολικά μία πενταετία για τον σχεδιασμό και την κατασκευή του, χρόνος μάλλον μικρός και σίγουρα δυσανάλογος με την επιβλητικότητα και την υποβλητικότητά του. Εχει χωρητικότητα 40.000 θεατών, είναι εξοπλισμένο με ένα υπερσύγχρονο, πατενταρισμένο σύστημα κλιματισμού που κάνει την παραμονή στις κερκίδες του ειδυλλιακή ακόμα και στους 50°C υπό σκιάν, ενώ η ανοιγόμενη οροφή του εξασφαλίζει τη λειτουργικότητά του και ότι παραμένει «φιλικό στον χρήστη» ακόμα και στις πιο ακραίες και απαγορευτικές για αθλοπαιδιές καιρικές συνθήκες καταμεσής της αραβικής ερήμου: το στάδιο Al Janoub -ή αλλιώς το πρώτο από τα συνολικά οκτώ στάδια που κατασκευάστηκαν και παραδόθηκαν για τη φιλοξενία του Μουντίαλ – σχεδιάστηκε με αρχέτυπο ένα ψαράδικο παραδοσιακό σκαρί του Κατάρ από εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι αλιείες μαργαριταριών, ονόματι dhow, θεωρείται υπόδειγμα παραμετρικής αρχιτεκτονικής, είναι με απλά λόγια ένα κτίσμα που «συνομιλεί» με την αισθητική της πόλης Αλ Γουάκρα, που βρίσκεται περίπου 22 χιλιόμετρα νότια της Ντόχα.
Φυσικά, το φαραωνικών διαστάσεων γήπεδο έχει συνδεθεί με δεκάδες θανάτους εργατών που δούλεψαν για την ανοικοδόμησή του, με την επίσημη εκδοχή των διοργανωτών να κάνει λόγο για μόλις δύο θανάτους οικοδόμων από το Νεπάλ. Στην πραγματικότητα βέβαια τίποτε από όλα αυτά δεν έχει την παραμικρή αξία όχι μόνο επειδή οι φίλαθλοι του Μουντιάλ δεν δίνουν δεκάρα για τα κομφόρ του σταδίου, για την τεχνογνωσία και τις αναφορές του ή για τον βαρύ φόρο αίματος που πληρώθηκε για την κατασκευή του, αλλά κυρίως επειδή το Al Janoub είναι ένα από τα ύστατα έργα της αείμνηστης Ζάχα Χαντίντ.
Της πιο σπουδαίας γυναίκα αρχιτέκτονα που πέρασε ποτέ από τη Γη, της πρώτης που το 2004 τιμήθηκε με το βραβείο Pritzker ή αλλιώς το «Οσκαρ της αρχιτεκτονικής».
Η Ζάχα Χαντίντ μπορεί να μην πρόλαβε να δει ένα ακόμα μνημειακών διαστάσεων έργο στην τελική του μορφή, αφού έφυγε από τη ζωή τρία χρόνια πριν από την ολοκλήρωσή του, στις 31 Μαρτίου του 2016 σε ηλικία 65 ετών, αλλά άφησε πρόδηλη τη σφραγίδα της. Μόνο ως τραγική ειρωνεία μπορεί να εκλάβει σήμερα κανείς το γεγονός ότι ένα από τα ύστατα σχέδια της Βρετανοϊρακινής αρχιτέκτονα θυμίζει σε πολλούς τη φυσιολογία των γυναικείων γεννητικών οργάνων. Είτε κανείς αναγνωρίζει είτε όχ ι την παραπάνω ευρύτατα διαδεδομένη πλέον αίσθηση, αδιάσειστο παραμένει το γεγονός ότι η Χαντίντ πέτυχε όχι μόνο να διευρύνει τα όρια της αρχιτεκτονικής σκέψης, αλλά να δημιουργήσει μια καινούρια αφήγηση γι’ αυτήν, σχεδιάζοντας στο χαρτί τα μνημεία του μέλλοντος, μια παρακαταθήκη για την ανθρωπότητα στο σύνολό της.
Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι όσο βρισκόταν εν ζωή, ο παγκόσμιος Τύπος τη χαρακτήριζε «ντίβα της ψηφιακής εποχής», μια περιγραφή που την ακολουθεί πλέον ως υστεροφημία. Γι’ αυτό και μάλλον θα ξαφνιαζόταν κανείς με την πληροφορία ότι η γυναίκα που οραματίστηκε το μέλλον και αναθεώρησε τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο οι άνθρωποι συνυπάρχουμε -βάζοντας τη σφραγίδα της σε χώρους γραφείων, ουρανοξύστες, μουσεία, αθλητικές εγκαταστάσεις, καλλιτεχνικούς οργανισμούς, σταθμούς μέσων μαζικής μεταφοράς- συνήθιζε να σχεδιάζει όχι σε κάποιον υπολογιστή, αξιοποιώντας κάποιο προηγμένο λογισμικό, αλλά στο χαρτί. Η Χαντίντ επέμενε ότι δεν είχε ιεροτελεστίες και δεν απαιτούσε συγκεκριμένες «ιδανικές συνθήκες» για να δημιουργήσει. Είχε πάντα μαζί της το σημειωματάριό της για να «μεταφράζει» στις σελίδες του την οργιώδη φαντασία της σε σκαριφήματα. Υπολόγιζε πως για κάθε κτίριο που έφερε την υπογραφή της χρειάζονταν κατά μέσο όρο 100 προσχέδια. Ακούγεται απαιτητικό, δύσκολο, ίσως ακόμα και επίπονο. Ομως για τη Χαντίντ ήταν απλώς η φύση της. Και αυτό είναι κάτι που μπορεί να επιβεβαιώσει κανείς από τα δικά της λόγια, όταν λόγου χάρη αφηγούνταν πώς σε ηλικία 11 ετών ήρθε για πρώτη αλλά καθοριστική φορά σε επαφή με την αρχιτεκτονική. Τότε η οικογένειά της ζούσε στη Μοσούλη του Ιράκ και η μικρή Ζάχα παρατηρούσε με θαυμασμό τα αρχιτεκτονικά σχέδια για το σπίτι της θείας της που βρισκόταν υπό κατασκευή. Εκείνο που σε έναν μέσο άνθρωπο θα φαινόταν βαρετό ή ακόμα και ακατανόητο, για τη Χαντίντ έμοιαζε απλώς με πεπρωμένο, το οποίο δεν μπορούσε και κυρίως δεν ήθελε να αποφύγει. Θυμόταν μάλιστα την ημέρα που ο αρχιτέκτονας έφερε στο πατρικό της, ένα σπίτι-υπόδειγμα των αρχών του κινήματος Bauhaus, μια μακέτα του σπιτιού. Πριν περάσει το κατώφλι της εξόδου, η Χαντίντ, το τρίτο, μικρότερο και μοναδικό κορίτσι της οικογένειας, ενημέρωσε τους γονείς της πως θα γινόταν αρχιτέκτονας. Πριν ακόμα εγκατασταθεί στο Λονδίνο για να σπουδάσει και κατόπιν να ασκήσει την επιστήμη της ταξίδεψε πολύ. Και στις δύο πλευρές του σιδηρού παραπετάσματος. Τα ταξίδια της στη Μόσχα ήταν κομβικής σημασίας για τη σφυρηλάτηση της αισθητικής της. Λάτρεψε τη ρωσική πρωτοπορία και τον κονστρουκτιβισμό, άντλησε έμπνευση και επιρροές, όμως επέλεξε ως προσωπική αφήγηση την αποδόμηση.
Από το 1980, όταν και ίδρυσε το αρχιτεκτονικό γραφείο της στο Λονδίνο, η Χαντίντ βάλθηκε να επιβεβαιώσει την άποψη που είχε για εκείνη ο καθηγητής και μέντοράς της Ρεμ Κούλχαας, ότι δηλαδή βρισκόταν στην τροχιά ενός δικού της πλανήτη. Δεν την ενδιέφεραν ποτέ οι λεπτομέρειες -αυτές μπορούσαν να αναθεωρηθούν οποιαδήποτε στιγμή-, αλλά η μεγάλη εικόνα. «Εκείνο που ήθελα πάντα ήταν να έρθω όσο το δυνατό εγγύτερα σε αυτό που δημιουργεί η φύση, στους ζωντανούς οργανισμούς, στη μορφή και στη λειτουργία τους», έλεγε σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις της εξηγώντας τις σχεδόν απόκοσμες καμπύλες που χαρακτηρίζουν τα κτίριά της. Βέβαια όσο μνημειακές κι αν είναι οι διαστάσεις τους, η οικειότητα που νιώθει κανείς μέσα στο αρχιτεκτονικό κέλυφος της Χαντίντ είναι παροιμιώδης.
Η ίδια δήλωνε -και ποιος αμφιβάλλει πως ήταν- ολοκληρωτικά αφιερωμένη στη δουλειά της, δεν θαύμαζε και δεν υποκλινόταν στην ομορφιά -τουλάχιστον με τον συμβατικό τρόπο που αυτή είναι απροκρυσταλλωμένη στο συλλογικό ασυνείδητο- και θεωρούσε τον εαυτό της τον χειρότερο εχθρό του. Οσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, η Ιρακινή αρχιτέκτονας, που παρεμπιπτόντως δεν σχεδίασε ποτέ τίποτα στη χώρα της -γεγονός που λειτουργούσε ως συνειδησιακό βαρίδι για εκείνη-, κατάφερε να ορίσει την εποχή της, όχι μόνο να δει, αλλά να περιγράψει το μέλλον, να μπολιάσει τα έργα της με έννοιες που ούτε θα υποψιαζόμασταν πως θα μας απασχολούσαν σε 10, 20 ή 30 χρόνια, όπως η αποδοχή και η διαφορετικότητα, αμφότερες εμφατικά παρούσες στο σύμπαν της. Αλλά γιατί να προσπαθεί να χωρέσει κανείς σε λέξεις κάτι που γίνεται ηλίου φαεινότερο στην Οπερα της Γκουανζού, στο Μουσείο MAXXI της Ρώμης, στο Ολυμπιακό Κολυμβητικό Κέντρο του Λονδίνου, στο Μουσείο Riverside της Γλασκόβης, στο στάδιο Al Janoub και σε όλα εκείνα τα απίστευτα και όμως αληθινά αριστουργήματα που παρέδωσε στην ανθρωπότητα ◆