«I love Greece»: Η Ναυσικά ξεναγεί τους Γάλλους στην αληθινή Ελλάδα

63

Εχοντας θητεύσει στο πλευρό του Τζέιμς Κάμερον, η Ελληνοελβετίδα σκηνοθέτις Ναυσικά Γκέρι-Καραμαούνα δημιούργησε μία ταινία που παρουσιάζει την πατρίδα μας στις πραγματικές της διαστάσεις

Τα απότομα βράχια και η θάλασσα των Κυκλάδων ήταν η εικόνα που δέσποζε μονίμως στο μυαλό της Ναυσικάς Γκέρι-Καραμαούνα από μικρή χωρίς καν να κατάγεται από εκεί. Η Σέριφος δεν ήταν στα μάτια της το καταπιεστικό μέρος όπου συνήθιζαν να την πηγαίνουν οι γονείς της τα καλοκαίρια, αλλά ο παράδεισος όπου ήθελε πάντα να επιστρέφει από τριών ετών μέχρι σήμερα. Ηταν, επομένως, φυσικό σε κάθε της βήμα στους ωκεανούς και τις θάλασσες που διέσχισε παρέα με τον διάσημο σκηνοθέτη Τζέιμς Κάμερον, τους χειμώνες στην Ελβετία, από όπου και η μισή καταγωγή της, αλλά και τον υπόλοιπο καιρό στη Γαλλία, όπου διαμένει μόνιμα μαζί με τον άνδρα της και τα παιδιά τους, το αγαπημένο νησί των Κυκλάδων να επανέρχεται διαρκώς στη σκέψη της.

Γι’ αυτό και η ταινία της «I love Greece», μια παραγωγή της Soldats Films, Apaches Films, Digital District σε διανομή Feelgood, είναι γυρισμένη στη Σέριφο με ένα ξεχωριστό γαλλοελληνικό καστ, στο οποίο συγκαταλέγονται η Στέισι Μάρτιν -την είχαμε δει στο «Νυμφομάνιακ» του Λαρς Φον Τρίερ-, ο διάσημος στη Γαλλία Βενσάν Ντεντιέν -γνωστός από τη «Συνέντευξη» στο πλευρό της Εμανουέλ Μπεάρ-, αλλά και ο Στέλιος Μάινας, ο Αλκης Παναγιωτίδης, η Μαρία Αποστολακέα, με διευθυντή Φωτογραφίας τον Ναθανιέλ Αρόν, κοστούµια της Καρίν Σαρφατί («Call my Agent»), ενώ ειδική εμφάνιση κάνει και η Νάνα Μούσχουρη, η οποία θα συμβάλει ενεργά και στην επόμενη ταινία που ετοιμάζει η Ελληνοελβετή σκηνοθέτις για τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Το «I love Greece» έχει κάνει ήδη την έξοδό του στις γαλλικές αίθουσες, ενώ στην Ελλάδα αναμένεται να βγει στους κινηματογράφους στις 10 Αυγούστου. «Σίγουρα η Σέριφος έπαιξε τεράστιο ρόλο στη σύλληψη της ταινίας.

Στόχος μου δεν ήταν να κάνω άλλη μια φολκλόρ ταινία για την Ελλάδα, αλλά να αναδείξω τον φυσικό της πλούτο, να φέρω μπροστά, μέσα από μια ανθρώπινη ιστορία όπως είναι η σύγκρουση ενός ζευγαριού, όλα τα ζητήματα που αφορούν τον ελληνικό πολιτισμό στην πραγματικότητά του, με τα καλά και τα κακά. Από την πρώτη στιγμή που ήρθα σε επαφή με αυτό το νησί, παρότι ήμουν τριών μηνών όταν πρωτοπήγα εκεί, το αγάπησα βαθιά, όπως και η μητέρα μου που το επισκεπτόταν πάντα. Η εικόνα του μου ερχόταν στο μυαλό στα δύσκολα και ήταν το πρώτο που σκεφτόμουν τον καιρό που ξεκίνησε η κρίση στην Ελλάδα», μας λέει η γεννημένη στην Ελβετία με παππού μισό Ελβετό, μισό Αγγλο, καταγωγή από τη Σμύρνη και μητέρα Ελληνίδα -τη βλέπουμε και σε πλάνα της ταινίας- Ναυσικά Γκέρι-Καραμαούνα.

«Σίγουρα η Σέριφος έπαιξε τεράστιο ρόλο στη σύλληψη της ταινίας. Στόχος μου δεν ήταν να κάνω άλλη μια φολκλόρ ταινία για την Ελλάδα, αλλά να αναδείξω τον φυσικό της πλούτο, να φέρω μπροστά, μέσα από μια ανθρώπινη ιστορία όπως είναι η σύγκρουση ενός ζευγαριού, όλα τα ζητήματα που αφορούν τον ελληνικό πολιτισμό στην πραγματικότητά του, με τα καλά και τα κακά»

«Ολα ξεκίνησαν από μια ιδέα που μου ήρθε την περίοδο της κρίσης, να κάνω μια ταινία για την Ελλάδα. Πραγματικά με έπιανε η καρδιά μου όταν άκουγα τις περιγραφές για τη χώρα που αγαπώ, το πόσο δύσκολα περνούσε, τα επεισόδια και τα άσχημα νέα. Αλλά ευτυχώς η θεία μου, παρότι έμενε στην Ελλάδα και είναι εκείνη που βίωνε όλες τις δύσκολες καταστάσεις, είναι η πρώτη που μου έδινε κουράγιο. Μου έλεγε ότι όλα θα περάσουν γιατί νικάει πάντα το φως. Είναι ίσως στο οικογενειακό μας γονίδιο να βλέπουμε πάντα το ποτήρι μισογεμάτο. Και κάπως έτσι συνέλαβα για πρώτη φορά τη σκέψη για το πώς θα είναι το σενάριο της ταινίας, το οποίο άρχισα να επεξεργάζομαι στο μυαλό μου από τότε», καταλήγει.

Δεν είναι, επομένως, τυχαίο που η ελληνική κρίση γέννησε την ιδέα για μια άλλη κρίση, την οποία φαίνεται να περνάει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι της ταινίας. «Είναι γνωστό ότι η κρίση γεννάει την κρίση, αφού αυτή διαπερνά κάθε ατομική και συλλογική έκφραση», σχολιάζει σχετικά η Ναυσικά καθώς μας αναλύει την υπόθεση της ταινίας, η οποία έχει να κάνει με ένα ζευγάρι που δείχνει να περνάει τα δικά του υπαρξιακά όταν επισκέπτεται, κατά τη διάρκεια των διακοπών του, το νησί. Ενδεχομένως η συνειδητοποίηση των διαφορών και των συγκρούσεων να σχετίζεται με τη σύγκρουση των πολιτισμών, καθώς ο Γάλλος πρωταγωνιστής της ταινίας που ερμηνεύει ο Βενσάν Ντεντιέν έρχεται αντιμέτωπος με τους Ελληνες συγγενείς της συντρόφου του – και εκεί είναι που προκύπτουν διάφορες κωμικοτραγικές καταστάσεις οι οποίες δίνουν τον χαρακτήρα στην ταινία.

«Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να περιγράψω τα πράγματα απέξω, με τη φολκλόρ προσέγγιση που βλέπουμε να έχουν διάφορες ταινίες που εμπνέονται από την Ελλάδα. Απλώς ήθελα να περιγράψω μια πραγματικότητα που εν πολλοίς έχει να κάνει με τη διαφορά πολιτισμών και νοοτροπιών, που είναι εύλογο να υπάρχει». Αλλωστε, τις διαφορές αυτές τις έχει διαπιστώσει και η ίδια καθώς καλείται να μεγαλώσει τα δύο παιδιά της στη Γαλλία, με Γάλλο σύντροφο – εξ ου και ότι περιγράφει τις καταστάσεις με την απαραίτητη αληθοφάνεια και γενναίες δόσεις χιούμορ.

Οσο για την ερώτηση για το ποια ταυτότητα υπερτερεί, όσον αφορά στη δική της ταυτότητα, η απάντησή της είναι αποστομωτική: «Εχω το θερμό ταμπεραμέντο της Ελληνίδας, όπως την τρέλα με τη φύση και τα έντονα χρώματα, αλλά τελικά όλα αυτά καταλήγουν να μπουν σε ένα τετράγωνο που είναι σαφώς ελβετικό».

Δεν βαυκαλίζεται ότι όσον αφορά τα επαγγελματικά είναι σαφώς Ελβετίδα, αλλά όλα τα διεκδικεί με το ταμπεραμέντο και το πάθος που της έχουν μεταφέρει οι Ελληνες πρόγονοί της και η οικογένειά της. Αυτό είναι που την έκανε να επιμείνει να σπουδάσει κινηματογράφο και όχι πολιτικές επιστήμες, όπως ήθελε ο πατέρας της, όχι μόνο για το τεχνικό κομμάτι αλλά και για το θεωρητικό, κάνοντας μάλιστα και μεταπτυχιακά στη Σορβόννη.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι αναφορές της είναι οι ταινίες των μεγάλων δημιουργών -auters-, Ελλήνων και ξένων, τους οποίους πιστεύει ότι πρέπει να ξέρεις αν θέλεις να κάνεις κάτι μεγάλο. «Γιατί αυτοί είναι οι σπουδαίοι δάσκαλοι, από αυτούς θα εμπνευστείς. Είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Αυτούς έβλεπα και μάθαινα, αυτούς μελέτησα παρατηρώντας κάθε λεπτομέρεια στη δουλειά τους. Στον βαθμό που είσαι καλλιτέχνης οφείλεις να μάθεις τα μυστικά της τέχνης από τους μεγάλους». Μάλιστα, επιμένει ότι σε αυτή τη δουλειά η μάθηση είναι διαρκής, καθημερινή κατάσταση και ότι η ίδια διδάσκεται όχι μόνο από τους μεγάλους, αλλά και από τους τεχνικούς, των οποίων πάντα ζητάει τη γνώμη.

Βέβαια, το μικρόβιο του σινεμά το είχε από πολύ μικρή και δεν είναι τυχαίο ότι στα δεκατρία της ζήτησε από τη μητέρα της να της αγοράσει μια κάμερα, την οποία δεν αποχωριζόταν ποτέ: «Καθόμουν για ώρες στο καφέ και κοιτούσα τους περαστικούς σκαλώνοντας ιστορίες με το μυαλό μου. Μετά άρχισα να τραβάω την οικογένειά μου, ίσως γιατί αυτοί είναι το σταθερό σημείο αναφοράς. Πιστεύω -και εδώ είμαι Ελληνίδα- ότι η οικογένεια είναι ο πυρήνας και ταυτόχρονα οι βαλίτσες που φέρεις μαζί σου μια ζωή. Δεν γίνεται αλλιώς».

Συνεργασία-σταθμός

Η ίδια θεωρεί ότι είναι πολύ τυχερή μέχρι τώρα που οι μικρού μήκους ταινίες της -τις έκανε μόνη της με crowdfunding- είχαν την αναγνώριση που χρειαζόταν ώστε να βρεθεί στις Κάννες και να γνωρίσει τους κατάλληλους ανθρώπους. «Ισως να είναι το πνεύμα των Καννών που μου άνοιξε τους δρόμους. Εκεί είναι που γνώρισα τη βοηθό του Κάμερον, η οποία είχε δει τη μικρού μήκους ταινία μου, της άρεσε και με ρώτησε αν μπορώ να πάω στην Αμερική γιατί ο Τζέιμς Κάμερον ήθελε να κάνει μεγάλες αποστολές στα βάθη των ωκεανών, να τους εξερευνήσει και να γυρίσει τις ανάλογες ταινίες που θα χρησίμευαν για εκπαιδευτικούς σκοπούς ως ντοκιμαντέρ. Με τη βοήθεια ενός ειδικού υποβρυχίου ερευνούσαμε νέα, θαλάσσια είδη και διασχίσαμε, ουσιαστικά, ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο μεταφέροντας σε διαφορετικές περιοχές τα συμπεράσματα της έρευνάς μας. Ηταν μια επιστημονική δουλειά με τρομερές προδιαγραφές και ταυτόχρονα μια συναρπαστική καλλιτεχνική εμπειρία. Ουσιαστικά εγώ ως ερευνήτρια ήμουν ο σύνδεσμος με την Ευρώπη και τραβούσα ανάλογα φιλμάκια, ενώ είχαμε και μπλογκ».

Αυτή η εμπειρία μετουσιώθηκε σε κάτι πολύτιμο μέχρι σήμερα που τη βοήθησε να ανταποκρίνεται σε δύσκολες αποστολές, αν και για την ίδια κανένα εγχείρημα δεν είναι δύσκολο, αρκεί να υπάρχει ενθουσιασμός. Είναι αυτό που επιμένει να λέει στα παιδιά της από τα οποία παίρνει μεγάλα μαθήματα: «Τα παιδιά δεν λένε ποτέ “δεν γίνεται να πάμε στο Φεγγάρι” γιατί γι’ αυτά όλα επιτρέπονται, αρκεί να μπορούν να το κάνουν. Ετσι κι εγώ θέλω τα δικά μου παιδιά να πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα, αν πραγματικά το θέλουν πολύ. Προσωπικά μιλώντας, είμαι πολύ τυχερή γιατί μπορώ να κάνω αυτό που αγαπώ, να γυρίζω ταινίες και να γνωρίζω σπουδαίους δημιουργούς.

Γι’ αυτό θεωρώ ότι το παν στη ζωή είναι να έχεις πάθος και αγάπη γι’ αυτό που κάνεις. Ολα τα άλλα ακολουθούν».
Για την ώρα, πάντως, το πάθος της διοχετεύεται στο ντοκιμαντέρ που γυρίζει για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, το οποίο προβλέπεται να βγει το 2024, ενισχύοντας τη διπλωματική εκστρατεία για την επαναφορά των κορυφαίων αυτών αρχαιοελληνικών έργων τέχνης στην πατρίδα τους.

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις