Η ζωή της 76χρονης καλλιτέχνιδας που πέρασε στην αιωνιότητα στις 16 Ιουλίου, δεν θα μπορούσε να χωρέσει σε λίγες ή πολλές λέξεις
Υπήρχαν δύο πράγματα που έτρεμε η Τζέιν Μπίρκιν. Το πρώτο ήταν ο θάνατος. Οχι με τον συνήθη ή τον αναμενόμενο τρόπο. Δεν φοβόταν το γήρας, την ασθένεια ή την ανημπόρια, αλλά το ενδεχομένο να μείνει η τελευταία εν ζωή από τους συγγενείς, τους φίλους και τους αγαπημένους της. Ελεγε ότι δεν θα ήξερε πώς να διαχειριστεί το κενό, την απώλεια και τη μοναξιά τού μετά. Είχε και μια δεύτερη αγωνία, η οποία σχετιζόταν με την υστεροφημία της. Διατηρούσε την ακλόνητη βεβαιότητα ότι οι περισσότεροι θα θυμούνταν την εμβληματική, είναι η αλήθεια, τσάντα Birkin που ο οίκος Hermès δημιούργησε με έμπνευση και αφετηρία εκείνη παρά την ίδια και το καλλιτεχνικό αποτύπωμά της. Εδώ που τα λέμε, τη δεύτερη ανησυχία της μάλλον δικαιώνουν τα δεκάδες δημοσιεύματα αναφορικά με το αξεσουάρ που ενέπνευσε και τα οποία κατέκλυσαν το Διαδίκτυο πριν καλά-καλά στεγνώσει το μελάνι της είδησης του θανάτου της. Η Μπίρκιν βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της στο Παρίσι την Κυριακή 16 Ιουλίου. Την ανακοίνωση του τέλους δεν τη συνόδευε κάποια αιτία, ωστόσο οι περισσότεροι εικάζουν ότι επρόκειτο για επιπλοκές της λευχαιμίας από την οποία έπασχε την τελευταία εικοσαετία, αλλά και του εγκεφαλικού επεισοδίου που υπέστη τον Σεπτέμβριο του 2021.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν τυχερή μέσα στην ατυχία της – αν θεωρήσει κανείς τον θάνατο ατυχές γεγονός. Η Μπίρκιν πρόλαβε να «φύγει» πριν από τις δύο αγαπημένες της κόρες, την 51χρονη Σαρλότ Γκενσμπούρ και την 40χρονη Λου Ντουαγιόν, αλλά έχοντας προλάβει να ζήσει δύο οδυνηρές απώλειες με τις οποίες δεν συμφιλιώθηκε ποτέ: εκείνη της πρωτότοκης κόρης της, της φωτογράφου Κέιτ Μπάρι, η οποία σκοτώθηκε πέφτοντας ή κατ’ άλλους αυτοκτονώντας από τον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας που διέμενε στο 16ο Διαμέρισμα της γαλλικής πρωτεύουσας τον Δεκέμβριο του 2013 σε ηλικία 46 ετών, και βέβαια εκείνη του Σερζ Γκενσμπούρ. Εκείνος υπήρξε ο μέντορας, ο καλλιτεχνικός καθοδηγητής, ο άνδρας της ζωής της, ο άνθρωπος που τη σημάδεψε και την καθόρισε. Πολλοί, ανάμεσά τους και ο για 13 χρόνια σύντροφος της Μπίρκιν, ο σκηνοθέτης Ζακ Ντουαγιόν, υποστήριζαν ότι η Βρετανίδα που σφράγισε τη γαλλική ποπ κουλτούρα δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος πριν και μετά τον θάνατο του Γκενσμπούρ τον Μάρτιο το 1991. Αλλωστε για τους περισσότερους το αλλοτινό ζευγάρι που θριάμβευσε στη ζωή και τη μουσική (παρ’ ολίγον και στο σινεμά) από το 1968, όταν πρωτογνωρίστηκαν στο σετ του φιλμ «Slogan», μέχρι το 1980, όταν πια η Μπίρκιν δεν μπορούσε να διαχειριστεί τον αλκοολισμό, τη χειραγώγηση και τη συχνά κακοποιητική συμπεριφορά του, είχε αποκρυσταλλωθεί ως αδιαίρετο και ομοούσιο. Οπως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Κι ας αρνιόταν εκείνη πως τον ερωτεύτηκε και τον αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλον άνδρα στη ζωή της. «Αν παραδεχόμουν κάτι τέτοιο, θα ήταν άδικο για όλους τους άλλους ανθρώπους που αγάπησα και με αγάπησαν», έλεγε.
Εκείνον που πρώτα και πριν από όλους δεν ήθελε να αδικήσει ήταν ο πατέρας της. Η Μπίρκιν ήταν δευτερότοκη κόρη της ηθοποιού Τζούντι Κάμπελ και του υποπλοίαρχου του Βασιλικού Ναυτικού Ντέιβιντ Μπίρκιν. Μάλιστα, ο τελευταίος στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου λειτούργησε ως κατάσκοπος των Βρετανών και είχε κομβικό ρόλο στον επαναπατρισμό των συμπατριωτών του από το μέτωπο. Oπως η ίδια είχε αφηγηθεί: «Ο πατέρας μου ήταν κυβερνήτης πλοίου του Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού της Αγγλίας. Δούλευε, επίσης, για τις αγγλικές Mυστικές Yπηρεσίες. Και έμαθε στην περίοδο του πολέμου, τις νύχτες που το φεγγάρι σχεδόν εξαφανιζόταν, να φέρνει και να αφήνει κατασκόπους. Συγκέντρωνε συγκεκριμένα Αγγλους αεροπόρους από την παραλία της Βρετάνης και τους επανέφερε στην Αγγλία. Εκανε καμιά σαρανταριά τέτοιες αποστολές. Ηταν ένας άνδρας πολύ ικανός στη δουλειά του». Ο πατέρας της έλεγε πως ήταν ο ένας από τους δύο ανθρώπους που την αγάπησαν άδολα και ανιδιοτελώς. Ο άλλος ήταν ο Γκενσμπούρ. Ποιος να το έλεγε πως τα δύο πιο αγαπημένα πρόσωπά της επί Γης θα πέθαιναν με μόλις τρεις ημέρες διαφορά. Ηταν μια συγκυρία που τη συνέτριψε συναισθηματικά.
Η Μπίρκιν θυμόταν τα παιδικά χρόνια της στο Λονδίνο ως κάθε άλλο παρά ειδυλλιακά. Η λιπόσαρκη φιγούρα της και το γεγονός πως το στήθος της ήταν μικρότερο από των συμμαθητριών της την έκανε συχνά στόχο περιπαικτικών σχολίων, ακόμα και σχολικού εκφοβισμού. Πώς ανακαλούσε τον εαυτό της; Ως ένα ντροπαλό κορίτσι. Στα 17 της ερωτεύτηκε σφόδρα τον μετέπειτα οσκαρικό συνθέτη Τζον Μπάρι. Απέκτησαν μια κόρη, αλλά έμειναν μαζί μόλις τέσσερα χρόνια. Εκείνη υποστήριζε ότι ποτέ δεν υπήρξε κάτι σπουδαίο για τη ζωή του πρώτου συζύγου της, με τον οποίο χώρισαν από τραπέζης και κλίνης μάλλον πολιτισμένα, όταν αυτός αποφάσισε να μετεγκατασταθεί στις ΗΠΑ.
Αντιθέτως, τότε η Μπίρκιν επέστρεψε στα γνώριμα λημέρια του πατρογονικού της σπιτιού στο Τσέλσι του Λονδίνου. Ηταν 21 ετών και ήδη μητέρα ενός κοριτσιού. Εν τω μεταξύ όχι μόνο είχε αποφασίσει ότι θα ιχνηλατούσε στα βήματα της μητέρας της στην υποκριτική, αλλά είχε λάβει και το βάπτισμα του πυρός με ένα μικρό ρόλο στο φιλμ «Blow Up» του Μικελάντζελο Αντονιόνι, μολονότι παραδεχόταν πως δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Ιταλός δημιουργός. Το 1969 ήταν μια σημαδιακή χρονιά για τη γυναίκα που θα συνέδεε τη ζωή και την εικόνα της με τη Γαλλία και την κουλτούρα της για το υπόλοιπο της ζωής της. Οχι μόνο επειδή τότε πήρε το διαζύγιο από τον πρώτο σύζυγό της, αλλά κυρίως γιατί βρήκε το κουράγιο, παρότι δεν γνώριζε λέξη γαλλικά, να κάνει οντισιόν για το γαλλικό φιλμ «Slogan», όπου για πρώτη φορά συνάντησε τον Γκενσμπούρ. Την ίδια χρονιά συμμετείχε και στην «Πισίνα» του Ζακ Ντερέ, ενώ αποφάσισε να μετοικήσει στη Γαλλία και δέχτηκε να τραγουδήσει τη μελωδία που τη σημάδεψε για το υπόλοιπο της ζωής της: το «Je t’ aime… moi non plus», ένα τραγούδι που τη χαρακτήρισε και το χαρακτήρισε. Δεν ήταν γραμμένο για εκείνη. Αντιθέτως, το είχε ερμηνεύσει πρώτη η Μπριζίτ Μπαρντό, όμως ο Γκενσμπούρ έπεισε την Μπίρκιν να το επανερμηνεύσει με τον αγορίσιο, όπως έλεγε, τρόπο της. Η ίδια, πάντως, δεν ήθελε να ακούει ποτέ τον εαυτό της να το τραγουδά. Ή τουλάχιστον αυτό επαναλάμβανε στις συνεντεύξεις της.
Καρπός του θυελλώδους και μυθιστορηματικού έρωτά της με τον Σερζ Γκενσμπούρ ήταν η κόρη τους Σαρλότ Γκενσμπούρ, η οποία δεν μπόρεσε να αποδράσει από το καλλιτεχνικό πεπρωμένο των γονιών της. Ηθοποιός, τραγουδίστρια και σκηνοθέτις, η Γκενσμπούρ το 2021 ολοκλήρωσε το ντοκιμαντέρ «Jane by Charlotte», μια ωδή της κόρης προς τη μάνα και αντιστρόφως. Στην επίσημη πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Καννών, που το 2021 πραγματοποιήθηκε λόγω πανδημίας τον Ιούλιο αντί του Μαΐου, η Τζέιν Μπίρκιν έκανε μία από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις της στο πλευρό της κόρης της. Μπορεί να φαινόταν καταβεβλημένη από την ασθένεια, όμως συνέχιζε να είναι παρούσα με τον τρόπο που καταφέρνουν οι άνθρωποι που αγγίζουν τον μύθο. Εκείνοι που γεννούν τη βεβαιότητα πως θα υπάρχουν για πάντα ανάμεσά μας. Κανείς βέβαια δεν αμφιβάλλει πως η Βρετανογαλλίδα καλλιτέχνις κατάφερε να κερδίσει το στοίχημα με την αθανασία. Οχι μόνο λόγω του καλλιτεχνικού έργου, της ακτιβιστικής δράσης, των δημόσιων παρεμβάσεων ή των ερωτικών δεσμών της, αλλά χάρη και στο αμίμητο και απροσποίητο στυλ της.
Ακόμα και αν κάποιος δεν έχει ιδέα ποια ήταν η Τζέιν Μπίρκιν, θα υπάρχει πάντα μια τσάντα με το όνομά της ως υπόμνηση της ζωής της. Και μια ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω από τη δημιουργία της. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η Μπίρκιν είχε βρεθεί συμπτωματικά να συνταξιδεύει σε αεροπλάνο με τον Ζαν-Λουί Ντιμά, τότε επικεφαλής του οίκου Hermés. Ενα ατύχημα που είχε με την περίφημη ψάθινη τσάντα της, η οποία άνοιξε και ξέβρασε τα πράγματά της στο πάτωμα του αεροσκάφους, ενέπνευσε τον Ντιμά να δημιουργήσει μια weekend bag με αρκετό χώρο για να μεταφέρει τα απαραίτητα για ένα Σαββατοκύριακο και άλλη τόση ασφάλεια. Το 1984 παρουσιάστηκε η πρώτη χειροποίητη Birkin bag, η οποία 40 χρόνια αργότερα είναι όχι μόνο δυσεύρετη και περιζήτητη, αλλά θεωρείται μια επένδυση πιο σίγουρη και πιο αποδοτική ακόμα και από τον χρυσό. Πώς να γίνει διαφορετικά για ένα αντικείμενο-φετίχ που είχε ως μούσα του την Μπίρκιν, μια γυναίκα που αποκήρυξε ακόμα και την τσάντα τη δημιουργία της οποίας ενέπνευσε (όταν στα μέσα των 10s ο γαλλικός οίκος κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποιεί δέρματα κροκοδείλων) προκειμένου να μην προδώσει την άποψη, τα πιστεύω και, τελικά, τον εαυτό της ◆