Με αφορμή την παράσταση θεάτρου ντοκιμαντέρ «Pietà» της Μάρθας Μπουζιούρη, με θέμα τις γυναικοκτονίες, που ανεβαίνει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, πέντε μητέρες που βίωσαν τη δολοφονία των κοριτσιών τους μιλούν στη LiFO για την απώλεια, την επανατραυματική διαδικασία της δίκης και τις διεκδικήσεις τους για την εξάλειψη της έμφυλης βίας.
Γυναικοκτονίες συνέβαιναν πάντα, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Πίσω από κλειστές πόρτες, κάτω από τη μύτη της τοπικής κοινωνίας, με την ανοχή του οικείου περιβάλλοντος, γυναίκες δολοφονούνται κάθε λεπτό παντού στον κόσμο.
Στην Pietà, μια παράσταση θεάτρου ντοκιμαντέρ που ανεβαίνει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου από τις 6 Οκτωβρίου, η σκηνοθέτις Μάρθα Μπουζιούρη αγγίζει ένα επίπονο και εξαιρετικά επίκαιρο θέμα, ανιχνεύοντας το προσωπικό και συλλογικό τραύμα της γυναικοκτονίας, αυτής της ακραίας έκφρασης της έμφυλης βίας.
Παράλληλα, με μια γλώσσα πολιτικά αιχμηρή, η παράσταση αγγίζει όλα εκείνα που αποσιωπώνται ή διαστρεβλώνονται στον δημόσιο λόγο: την πατριαρχική αντίληψη που βλέπει το γυναικείο σώμα ως ιδιοκτησία, ως πεδίο μάχης και διεκδίκησης, τον ρόλο της οικογένειας στην εκκόλαψη της έμφυλης βίας, τον καθωσπρεπισμό της ελληνικής κοινωνίας, τη μετατόπιση της ευθύνης μέσα από την ενοχοποίηση και την προσβολή των θυμάτων (victim blaming), την αποσιώπηση της πολιτικής, έμφυλης διάστασης του εγκλήματος της γυναικοκτονίας μέσα από μια παραπλανητική ρητορική που μιλάει για «οικογενειακές τραγωδίες» και «εγκλήματα πάθους», την εξουθενωτική, επανατραυματική δοκιμασία της δίκης, την εκκωφαντική, τέλος, απουσία της πολιτείας από το πλευρό των οικογενειών των θυμάτων.
Στην Pietà, μια παράσταση θεάτρου ντοκιμαντέρ που ανεβαίνει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου από τις 6 Οκτωβρίου, η σκηνοθέτις Μάρθα Μπουζιούρη αγγίζει ένα επίπονο και εξαιρετικά επίκαιρο θέμα, ανιχνεύοντας το προσωπικό και συλλογικό τραύμα της γυναικοκτονίας, αυτής της ακραίας έκφρασης της έμφυλης βίας.
Πηγή έμπνευσης για την παράσταση και οδηγός της στάθηκαν πέντε γυναίκες-μητέρες που βίωσαν την υπέρτατη απώλεια, τη δολοφονία του παιδιού τους: η Κούλα Αρμουτίδου (μητέρα Ελένης Τοπαλούδη), η Ελένη Κρεμαστιώτη (μητέρα Ερατώς Μανωλακέλλη), η Κατερίνα Κώτη (μητέρα Ντόρας Ζαχαριά), η Αλεξάνδρα Μάκου (μητέρα Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου) και η Ρόζα Φωτιάδου (μητέρα Σοφίας Σαββίδου).
Ρόζα Φωτιάδου
«Η απουσία του παιδιού σου, η επιθυμία να το δεις, να το ακούσεις, ο πόνος, δεν περνάνε»
Η Σοφία Σαββίδου δολοφονήθηκε τον Μάρτιο του 2020 στον υπαίθριο χώρο ενός σούπερ μάρκετ στην Κηφισιά όπου εργαζόταν. Μαζί με τη συνάδελφό της Πολυξένη Μπέρδου έκαναν διάλειμμα όταν ο πρώην σύζυγος της δεύτερης τις εκτέλεσε με το υπηρεσιακό του περίστροφο ρίχνοντας 26 σφαίρες.
Καταλαβαίνεις μετά από πολύ καιρό αυτό που σου συμβαίνει. Η απουσία του παιδιού σου, η επιθυμία να το δεις, να το ακούσεις, ο πόνος, δεν περνάνε, απλώς συνηθίζεις με τον καιρό κάποια πράγματα για να επιβιώσεις. Κάθε φορά που το συζητώ το κάνω για να ακούγονται συνεχώς οι ιστορίες στον κόσμο, για να αφυπνιστούμε επιτέλους.
Ρόζα Φωτιάδου
Η Σοφία δεν είναι μια παράπλευρη απώλεια, όπως έχουμε δει να γράφεται, δεν το δέχομαι. Είναι ένα θύμα της πατριαρχίας και όλων αυτών των αντιλήψεων που κυριαρχούν στη χώρα μας σε μεγάλο βαθμό και σήμερα. Είχε μένος ο δολοφόνος απέναντι στο γυναικείο φύλο και ακόμα χειρότερα απέναντι στην κόρη μου, μια γυναίκα την οποία δεν γνώριζε, ούτε τη φωνή της είχε ακούσει. Έριξε δεκατρείς σφαίρες στη γυναίκα του και άλλες τόσες στο παιδί μου. Ισχυρίζεται δημόσια ότι είχε προστριβές με τη σύζυγό του, κάτι που δεν ισχύει, όπως έμαθα αργότερα. Έχει μίσος, είναι σεξιστής, και η πράξη από μόνη της δείχνει πολλά γι’ αυτό το τέρας.
Την 1η Νοεμβίου η υπόθεση θα εκδικαστεί στο Εφετείο, μετά από αναβολή που πήρε τον Δεκέμβριο του 2022. Βλέπετε τι γίνεται με τις δίκες για τις γυναικοκτονίες. Εμείς ζούμε εντός της πόλης και μας είναι πιο εύκολο να είμαστε παρόντες, άλλες οικογένειες ταξιδεύουν και τα έξοδα είναι δυσβάστακτα. Νομίζω ότι το κράτος μάς εκδικείται, δεν συμμερίζεται τον πόνο μας, αυτή την αίσθηση αποκομίζω, έναν διαρκή βιασμό.
Η Σοφία δεν είναι μια παράπλευρη απώλεια, όπως έχουμε δει να γράφεται, δεν το δέχομαι. Είναι ένα θύμα της πατριαρχίας και όλων αυτών των αντιλήψεων που κυριαρχούν στη χώρα μας σε μεγάλο βαθμό και σήμερα.
Εμείς, ως οικογένεια, έχουμε ένα τραύμα, δεν είμαι μόνο εγώ σε αυτή την υπόθεση. Υπάρχει ένα παιδί που ήταν πέντε χρονών όταν δολοφονήθηκε η μητέρα του, σήμερα είναι οκτώμισι, και δεν έφτασε στην πόρτα μας πότε κοινωνικός λειτουργός να δει πώς μεγαλώνει και πώς συνεχίζουμε εμείς. Τι μέσα έχουμε να ζητήσουμε βοήθεια, τι πρέπει να πούμε και πώς να αναθρέψουμε έναν καινούργιο άνθρωπο, πώς θα του μιλήσουμε για τον τρόπο που πέθανε η μάνα του; Τελικά, αναγκάζεσαι να ορθοποδήσεις, να σταθείς και να συνεχίσεις. Η ζωή δεν θα είναι ποτέ η ίδια, ποτέ. Όλα είναι μισά για εμάς, η καρδιά μου έχει μια τρύπα. Δεν θα μπορέσω ποτέ να έχω τη χαρά και την ευδαιμονία που ένιωσα όταν παντρεύτηκε η κόρη μου ή όταν γεννήθηκε το εγγόνι μου.
Η Σοφία είναι πάντα παρούσα, δίπλα μου. Δεν με δικαιώνει τίποτα, το παιδί μου χάθηκε άδικα και δεν θα επιστρέψει. Με παρηγορεί το ότι υπάρχουν άνθρωποι και μέσα στη δημοσιογραφία και μέσα στην τέχνη που βλέπουν σοβαρά αυτές τις υποθέσεις και στέλνουν ένα μήνυμα. Αυτά τα γεγονότα αφορούν όλη την κοινωνία. Κι εμείς, η οικογένειά μου, τα βλέπαμε από μακριά, μέχρι που από το πουθενά συνέβη και σε μας – με το ίδιο τρόπο μπορεί να περάσει το κατώφλι καθενός. Γι’ αυτό πρέπει να το παλέψουμε να ξεφύγουμε από τα πατριαρχικά και σεξιστικά πρότυπα, το φωνάζω με όλη μου τη δύναμη: μη διαχωρίζετε τα κορίτσια από τα αγόρια. Τι θα μπορούσες να πεις σε μια μάνα που της συνέβη αυτό; Τίποτα. Σιωπή.
Κατερίνα Κώτη
«Ήταν προμελετημένο το έγκλημά του, πήρε το όπλο και περίμενε το θήραμά του»
Η 31χρονη Ντόρα Ζαχαριά δολοφονήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 στη Ρόδο από τον πρώην σύντροφό της. Ο δράστης την παρακολουθούσε και την πυροβόλησε με καραμπίνα δέκα ημέρες μετά τον χωρισμό τους. Λίγο αργότερα, έβαλε τέλος στη ζωή του.
Δύο χρόνια έχουν κλείσει από τότε που συνέβη, αλλά η Ντόρα μου δίνει μεγάλη δύναμη, δεν με αφήνει ποτέ να πέσω, οι δράσεις που κάνουμε είναι από το δικό της χέρι. Ξέρετε, ακόμα και σήμερα τη φωνάζω να φάμε και να πιούμε καφέ. Στην ιστορία της κόρης μου δεν υπήρχε αγάπη, υπήρξε μίσος και κακία από ένα εγωιστικό τέρας, γιατί τέρατα είναι αυτοί οι άντρες. Εφόσον κάποια γυναίκα τούς αφήνει, τους θίγει τον εγωισμό, πρέπει να πεθάνει. Είναι το παιχνίδι τους. Δεν την κατέκτησε με τον τρόπο που ήθελε, είδε ότι το σχέδιό του χάλασε και της πήρε τη ζωή. Επειδή έχασε το παιχνίδι. Αυτό συνέβη στη Ντόρα.
Κατερίνα Κώτη
Εμείς μεγαλώσαμε μια γυναίκα ανεξάρτητη, μορφωμένη, περήφανη, μάθαμε τα παιδιά μας να εμπιστεύονται τον κόσμο. Διαβάζαμε αυτά που γίνονταν με τη Γαρυφαλλιά, την Καρολάιν, και ήταν όλα τόσο μακρινά.
Η Ντόρα δεν ήταν ένα παιδί χωρίς εμπειρίες, είχε σχέσεις. Είχε μείνει τέσσερα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, πήγε Αγγλία έναν χρόνο, ήταν ένα κορίτσι που λάτρευε τη δουλειά της, ήθελε να είναι δημιουργική και προσπαθούσε διαρκώς να εξελίσσεται. Όταν τη σκότωσε, παρακολουθούσε ακόμα ένα μεταπτυχιακό. Ήταν δυναμικό πλάσμα.
Γνώρισε αυτόν τον άντρα, η σχέση τους κυλούσε φυσιολογικά στην αρχή, εκείνος έδειχνε τον καλύτερό του εαυτό, δεν είχε δει σημάδια όταν αποφάσισαν να συζήσουν. Κάποια στιγμή άρχισε να τη μειώνει, να την παρακολουθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να της ζητά να κατεβάσει τις φωτογραφίες της. Ξεκίνησαν οι σκηνές ζηλοτυπίας. Όταν χώρισαν, μας αποκάλυψε ότι δεν την άφηνε να κάτσει μόνη της ούτε να δει τηλεόραση. Ενάμιση μήνα έμειναν μαζί και μετά η Ντόρα επέστρεψε στο σπίτι μας. Δεν ήθελε να συζητά πολύ αυτά που συνέβησαν, εμείς λέγαμε θα τα συζητήσουμε όλα, έχουμε χρόνο. Της είχαμε απόλυτη εμπιστοσύνη. Κατόπιν εορτής μάθαμε ότι είχε παρελθόν κακοποιήσεων στις προηγούμενες σχέσεις του.
Στην ιστορία της κόρης μου δεν υπήρχε αγάπη, υπήρξε μίσος και κακία από ένα εγωιστικό τέρας, γιατί τέρατα είναι αυτοί οι άντρες. Εφόσον κάποια γυναίκα τούς αφήνει, τους θίγει τον εγωισμό, πρέπει να πεθάνει. Είναι το παιχνίδι τους.
Η οικογένειά του γνώριζε τον βίαιο χαρακτήρα του, τα πάντα, και τον κάλυπτε, κανένας τους δεν είχε ασχοληθεί με την περίπτωσή του. «Είμαστε οικογένεια κυνηγών», έλεγαν όταν βρέθηκαν τα όπλα σπίτι τους. Όταν η Ντόρα τον εγκατέλειψε της έστειλε μήνυμα: «όπως με πλήγωσες θα σε πληγώσω». Τον θεωρούσε επικίνδυνο, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε. Την παρακολουθούσε με νοικιασμένο αυτοκίνητο για μέρες. Τη σκότωσε δέκα μέρες αφότου τον άφησε. Την τελευταία μέρα έφυγα για τη δουλειά και δεν πρόλαβα να της μιλήσω, κοιμόταν, της είπα «Ντοράκι πάω δουλειά». Εκεί το έμαθα, μου είπε μια συνάδελφος «σκότωσαν μια εκπαιδευτικό», σκέφτηκα «η Ντόρα μου είναι».
Δε με ειδοποίησε κανείς, ούτε η αστυνομία, βγήκε στις τοπικές ιστοσελίδες η είδηση. Η Ντόρα βγήκε από το σπίτι μας με τα βιβλία της και το μπουφάν της, δεν πρόλαβε να μπει στο αυτοκίνητο κι εκείνος την πυροβόλησε. Πήγε σπίτι του μετά και αυτοκτόνησε. Έβριζαν το παιδί μου και μετά θάνατον οι δικοί του. Δεν κοίταξαν τον γιο τους, έτσι τον έμαθαν, μια κλασική οικογένεια που βλέπει ότι το παιδί είναι βίαιο και το παραβλέπει.
Ήταν προμελετημένο το έγκλημά του, πήρε το όπλο και περίμενε το θήραμά του. Δεν πρόλαβε η Ντόρα. Έφυγε, αλλά δεν ξέφυγε. Τα κορίτσια, σκέφτομαι σήμερα, πρέπει να μιλάνε και να μη φοβούνται, να φεύγουν ήρεμα όταν αισθάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά, να ζητάνε βοήθεια από τους γονείς τους. Δεν είναι ντροπή. Σήμερα λέω «να φυλάνε και τα νώτα τους».
Αλεξάνδρα Μάκου
«Αυτό το γεγονός δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ, όσο και η βίαιη νοοτροπία που το προκάλεσε»
Το καλοκαίρι του 2021 στη Φολέγανδρο ανασύρεται από τη θάλασσα το σώμα της 26χρονης Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου. Την είχε πετάξει στη θάλασσα ο φίλος της. Ο θάνατός της ήταν μαρτυρικός. Ο δολοφόνος της παραδέχτηκε την πράξη του με τα λόγια «μαλώσαμε, χάλασε η φάση».
Σας μιλάω γιατί αυτό το γεγονός δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ, όσο και η βίαιη νοοτροπία που το προκάλεσε. Έχω υποσχεθεί στη Γαρυφαλλιά πως θα τιμήσω το πνεύμα και τη μνήμη της. Είναι ο τρόπος μου να πενθήσω.
Αλεξάνδρα Μάκου
Αυτό το κορίτσι ήταν ένα σπουδαίο πλάσμα, ένα υπέροχο παιδί, μεγαλώσαμε μαζί, μας ωρίμασε, τη σεβόμασταν όλοι. Έγινε μια σπουδαία επιστήμονας, φαρμακοποιός, ήταν ταγμένη στην επιστήμη της. Όλα αυτά οφείλω να τα πω, αφού εκείνη δεν μπορεί, με κάποιον τρόπο. Σκοπός της ζωής μου είναι να δίνω δύναμη σε άλλες γυναίκες και σε όποιον συζητά μαζί μου, να μπορέσω να του δώσω λίγη δύναμη. Εύχομαι να μην πηγαίνει χαμένος. Γι’ αυτό μιλάω και στην παράσταση της Μάρθας.
Υπάρχει βία παντού και τη βλέπουμε πολύ, όσοι εμπλεκόμαστε σε αυτές τις ιστορίες, και υπάρχουν φορές που έχω απογοητευτεί πολύ από το σύστημα, το κράτος και όλα όσα περνάμε με τα δικαστήρια. Βλέπετε τον εμπαιγμό του συστήματος, αλλά εγώ δεν θα το βάλω κάτω, θα είμαι έξω από κάθε δικαστήριο, να ακούγεται η φωνή αυτών των κοριτσιών που έφυγαν άδικα. Κάτι θα βγει, αλλά και τίποτα να μη γίνει, είμαι υπερήφανη που είμαι η φωνή της κόρης μου και καταλαβαίνω ότι κάποιοι άνθρωποι χρειάζονται τη φωνή μας.
Αν σωθεί έστω και μία γυναίκα, αυτό είναι φόρος τιμής για τα κορίτσια μας. Ο δολοφόνος του παιδιού μου θα είναι έξω σε δεκάξι χρόνια. Εμείς έχουμε καταδικαστεί ισόβια, όπως και το παιδί μου.
Έχει ανάγκη αυτή η κοινωνία αυτές τις μανάδες και αυτές τις φωνές να βγαίνουν μπροστά. Έχω καταλήξει ότι γι’ αυτό έχω έρθει εδώ, να δίνω δύναμη σε άλλες γυναίκες ή και να ευαισθητοποιήσω μια μερίδα ανδρών να σκέφτεται διπλά πριν κάνει ό,τι κάνει. Η Γαρυφαλλιά δεν θα έσπρωχνε ποτέ από τα βράχια κάποιον επειδή διαφώνησαν.
Αν σωθεί έστω και μία γυναίκα, αυτό είναι φόρος τιμής για τα κορίτσια μας. Έχω άλλα τρία παιδιά κι εκείνα το περνάνε ακόμα πιο δύσκολα, γιατί δεν έχουν βιώσει τη βία και τη δυσκολία στο σπίτι μας. Πρέπει εγώ, σαν μάνα, να βγω μπροστά, να μη σταθώ μόνο στο γεγονός που κανείς δεν μπορεί να αλλάξει. Γι’ αυτό επέλεξα το τραύμα μου να μη γίνει αυτοκαταστροφικό. Θέλω να είμαι δίκαιη με τα παιδιά μου, πρέπει να προχωρήσουμε ό,τι και να γίνει, δίνοντας δύναμη ο ένας στον άλλο. Το τραύμα μας επουλώνεται όταν δίνουμε πράγματα στην κοινωνία.Υπάρχει, εννοείται, αυτό το μεγάλο κενό μέσα μου, μου λείπει ένα κομμάτι, είναι σαν να μην έχεις πόδι και χέρι και να πρέπει να σέρνεσαι, αλλά και να μην το βάζεις κάτω. Είναι κάτι που δεν τελειώνει, η πληγή ανοίγει κάθε τόσο. Το δικαστήριο ήταν μία ακόμα δολοφονία της Γαρυφαλλιάς, δεν είναι απλώς μια υπόθεση, δεν χάσαμε καρφίτσα. Δεν αισθάνθηκα δικαίωση, κανείς υγιώς σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί να διανοηθεί ότι το παιδί του θα πάει διακοπές και δεν θα γυρίσει πίσω.
Ο δολοφόνος του παιδιού μου θα είναι έξω σε δεκάξι χρόνια. Εμείς έχουμε καταδικαστεί ισόβια, όπως και το παιδί μου. Θα ήθελα να στείλω ένα μήνυμα στους άντρες, που οι περισσότεροι έχουν μανάδες και αδελφές και φίλες. Θα δεχόντουσαν αυτήν τη συμπεριφορά; Νομίζω όχι. Οφείλουν να σέβονται και να στέκονται με αγάπη και ισότιμα απέναντι στις γυναίκες. Όλες οι οικογένειες που μεγαλώνουμε αγόρια έχουμε ένα πολύ σοβαρό έργο μπροστά μας.
Ελένη Κρεμαστιώτη
«Θα ήθελα να πω σε όλους όσοι μεγαλώνουν παιδιά να μεγαλώνουν ανθρώπους, δεν υπάρχουν διαχωρισμός σε αγόρια και κορίτσια»
Η 24χρονη Ερατώ Μανωλακέλλη δολοφονήθηκε το Μάιο του 2019 στη Λέσβο από τον εν διαστάσει σύζυγό της με κυνηγετικό όπλο, ενώ στο διπλανό δωμάτιο κοιμόταν η δύο ετών κόρη τους. Όταν ο δολοφόνος της μπήκε στο σπίτι μιλούσε στο τηλέφωνο με τον καλύτερο της φίλο και αυτήκοο μάρτυρα της δολοφονίας της.
Την Τέταρτη 20 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε ξανά στη Μυτιλήνη το Εφετείο για την υπόθεση της Ερατώς, που έχει αναβληθεί ήδη τρεις φορές – ταξιδέψαμε για άλλη μια φορά στον τόπο όπου δολοφονήθηκε. Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Δυστυχώς, από τη στιγμή που δεν έχουμε καμία στήριξη από το κράτος, είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε και να τα καταφέρουμε όσα περισσότερα γίνεται μόνοι μας.
Είναι εξουθενωτικό και ψυχοφθόρο, σχεδόν βάρβαρη διαδικασία, να βλέπεις τον δολοφόνο του παιδιού σου ξανά και ξανά, να βιώνεις τη δολοφονία του ξανά και ξανά, χωρίς αποτέλεσμα.
Νιώθουμε τόση οργή, όχι μόνο εγώ, όλες οι μανάδες, και αγανάκτηση, και το μόνο που αναρωτιόμαστε είναι γιατί μας το κάνουν αυτό. Δεν κάναμε εμείς το φόνο. Οι φονιάδες έχουν περισσότερα, όλα τα προνόμια, σαν κατηγορούμενοι είναι σε δυσμενή κατάσταση, όχι εμείς, ούτε τα παιδιά μας.
Η Ερατώ είναι ένας άγγελος –δεν μιλάμε ποτέ σε παρελθόντα χρόνο γι’ αυτήν–, ένα παιδί χαρούμενο, με όνειρα και ελπίδες και όλα αυτά, σε κλάσματα δευτερολέπτου, της τα στέρησε ένας δολοφόνος.
Η ζωή μας άλλαξε με τρόπο δραματικό. Μεγαλώνουμε ένα εγγόνι που είναι τώρα έξι χρονών. Όταν σκότωσαν τη μητέρα του, κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο. Προσπαθούμε να διαχειριστούμε μόνοι μας μια κατάσταση δύσκολη και λεπτή, με αγάπη, υπομονή, αλήθεια και, πάνω απ’ όλα, με τη βοήθεια των ειδικών. Οι άνθρωποι που είναι δίπλα μας διαρκώς είναι οι άλλες μητέρες των κοριτσιών που δολοφονήθηκαν, τα θύματα των γυναικοκτονιών. Αυτές ταξιδεύουν κάθε φορά μαζί μου στη Μυτιλήνη για τα δικαστήρια και είμαστε δίπλα η μία στην άλλη. Η κοινωνία μάς ακούει, αλλά το κράτος δεν φαίνεται να κάνει το ίδιο.
Είναι εξουθενωτικό και ψυχοφθόρο, σχεδόν βάρβαρη διαδικασία, να βλέπεις τον δολοφόνο του παιδιού σου ξανά και ξανά, να βιώνεις τη δολοφονία του ξανά και ξανά, χωρίς αποτέλεσμα.
Οι ειδικοί και οι νομοθέτες δεν μας ακούνε. Θα έπρεπε να έχουν αυστηροποιηθεί ήδη οι νόμοι γι’ αυτές τις περιπτώσεις. Και να λαμβάνονται πιο δραστικά μέτρα όταν γίνονται καταγγελίες, να αντιμετωπίζονται κι αυτές πιο σοβαρά. Δεν θα σταματήσουμε να φωνάζουμε όσο ζούμε, δεν θα σταματήσουμε να προσπαθούμε. Όχι για τα δικά μας τα παιδιά, αυτά δυστυχώς έφυγαν και δεν θα γυρίσουν πίσω, για τα άλλα παιδιά φωνάζουμε, για να μη βρεθούν στην ίδια θέση.
Θα ήθελα να πω σε όλους όσοι μεγαλώνουν παιδιά να μεγαλώνουν ανθρώπους, δεν υπάρχουν διαχωρισμός σε αγόρια και κορίτσια. Να μεγαλώνουν ανθρώπους με σεβασμό στον εαυτό τους πάνω απ’ όλα. Για την Ερατώ και για όλα τα κορίτσια του κόσμου αυτό το μήνυμα θέλω να στείλω από την αρχή αυτής της ιστορίας: «Τα ισόβια να είναι ισόβια».
Κούλα Αρμουτίδου
«Δεν μπορεί ένα παιδί να έχει επιθετική συμπεριφορά και να εθελοτυφλεί ο γονιός»
Η 20χρονη φοιτήτρια Ελένη Τοπαλούδη βιάστηκε ομαδικώς και δολοφονήθηκε στη Ρόδο από δύο άντρες. Οι δολοφόνοι της, αφού τη βασάνισαν, πέταξαν το σώμα της στη θάλασσα σε κοντινή περιοχή. Η νεαρή γυναίκα ήταν ζωντανή, αν και βαριά τραυματισμένη, και πνίγηκε στη θάλασσα.
Από το 2018 έχουν γίνει κάποια ελάχιστα βήματα, η πολιτεία είναι απρόσωπη και αισθανόμαστε ότι μας εμπαίζουν. Θα ξεκινήσω από τη διαδικασία των δικαστηρίων, από τις αναβολές και τις διακοπές. Έχουν γίνει 45 δίκες για τη φριχτή δολοφονία του παιδιού μου, κι εμείς μένουμε πίσω να θρηνούμε και να εξοργιζόμαστε κάθε φορά απ’ την αρχή.
Κούλα Αρμουτίδου
Θεωρώ ότι έπρεπε από την πρώτη στιγμή οι νόμοι και οι διαδικασίες να λειτουργούν διαφορετικά. Έχουμε κάνει χιλιάδες χιλιόμετρα από το Διδυμότειχο στην Αθήνα και πίσω. Να σκεφτώ την ψυχολογική φθορά στα δικαστήρια, που το παιδί μου από θύμα έχει γίνει θύτης; Ποιον εξετάζουν, ποιον καταδικάζουν; Το ίδιο το παιδί; Το στιγματίζουν, το αμαυρώνουν και χυδαιολογούν οι συνήγοροι και η έδρα δεν αντιδρά;
Νιώθω, και το λέω πολύ φωναχτά, ότι η πολιτεία μάς τιμωρεί. Έχουν οι δολοφόνοι των παιδιών μας νομική υποστήριξη και οι οικογένειες των θυμάτων τίποτα; Δεν φρόντισε αυτό το κράτος δικαίου τα αυτονόητα, έτσι κι εμείς φτάσαμε να βγαίνουμε να τα λέμε στα κανάλια. Έχουμε εξοντωθεί ψυχικά, γυρίζουμε σπίτι μας και κλείνουμε τις πόρτες και βυθιζόμαστε στο σκοτάδι; Το παιδί μας το στραγγάλισαν, του άνοιξαν το κεφάλι, το βίασαν, το τραυμάτισαν φριχτά, και με μαχαίρι, και στην τελευταία πράξη αυτού του δράματος το πέταξαν ζωντανό από δέκα μέτρα ύψος. Και σε μια τέτοια δολοφονία δίνει το κράτος δικαίωμα για έφεση; Είκοσι επτά δίκες έγιναν πρωτόδικα, φαίνεται ότι δεν έφταναν.
Νιώθω, και το λέω πολύ φωναχτά, ότι η πολιτεία μάς τιμωρεί. Έχουν οι δολοφόνοι των παιδιών μας νομική υποστήριξη και οι οικογένειες των θυμάτων τίποτα;
Εγώ θρηνώ γιατί έφυγε το παιδί μου με τον πιο φριχτό τρόπο και ο δολοφόνος του θα βγει σε δεκάξι χρόνια. Τι ικανοποίηση να νιώθω; Με αυτές τις ποινές, το έγκλημα θα δίνει και θα παίρνει. Γιατί οι νόμοι είναι αναποτελεσματικοί, δε σωφρονίζονται αυτά τα τέρατα. Φταίμε και ως κοινωνία που ανεχόμαστε αυτές τις συμπεριφορές, οι δράστες είχαν δώσει δείγματα γραφής, έκαναν επίδειξη με τα χρήματά τους, ότι είναι νταήδες, υπεράνω νόμων. Όταν πήγαμε στου Μαξίμου, ζητήσαμε να αυστηροποιηθούν οι ποινές, μας είπαν «συγχρονιζόμαστε με την Ευρώπη». Δεν υπάρχει λογική σε αυτό.Τι να σκεφτώ; Τον οικονομικό μας στραγγαλισμό; Εμείς είμαστε άνθρωποι που ζούμε λιτά, μισθοσυντήρητοι, με πολλές υποχρεώσεις, με προβλήματα υγείας. Δεν μας βοηθούν σε τίποτα. Δεν θα ’πρεπε να ιδρυθεί ένα ταμείο αλληλεγγύης γι’ αυτές τις οικογένειες; Αλλά ο χορτάτος δεν καταλαβαίνει τίποτα, τι να νιώσει; Γίναμε επαίτες για να μαζεύουμε τα λεφτά να πηγαίνουμε στα δικαστήρια.
Η πεθερά μου από τα χρήματα που είχε μαζέψει με τον ιδρώτα της, από τον κόπο της –τα φύλαγε για το γάμο του παιδιού μου–, μας έδωσε για τη μεταφορά της σορού της και την κηδεία. Το παιδί μου, ο Πέτρος, που σήμερα είναι 17 χρονών, έζησε όλη τη φρίκη της δολοφονίας της αδελφής του. Κανένας δεν μας χτύπησε την πόρτα να δει τι περνάει αυτό το παιδί, πώς το διαχειρίζεται. Τρέμω που θα φύγει το παιδί μου να σπουδάσει, ένα έχω στο τάφο και ένα ζωντανό, και φοβάμαι.
Θα ήθελα να πω στους γονείς να είναι πολύ κοντά στα παιδιά τους, με αγάπη και σεβασμό να είναι συνοδοιπόροι και εμψυχωτές τους. Δεν μπορεί ένα παιδί να έχει επιθετική συμπεριφορά και να εθελοτυφλεί ο γονιός. Από το νηπιαγωγείο, όπου έχω δουλέψει, βλέπουμε τη βία. Βία βλέπουμε και στη νεολαία. Τι καταστάσεις τραγικές είναι αυτές; Από πού να αντλήσουμε δύναμη, δεν έχουμε κανέναν αρωγό, καμία οικογένεια σαν και τη δική μας – ακόμα και του Γιακουμάκη, μην τον ξεχνάμε. Ειλικρινά, αν ένας πολιτικός έχανε το παιδί του, τι θα συνέβαινε;
Μάρθα Μπουζιούρη
σκηνοθέτις της παράστασης
«Είναι αξιοθαύμαστο το πώς αυτές οι γυναίκες μετασχηματίζουν τον πόνο τους σε δημόσιο αγώνα για την εξάλειψη της έμφυλης βίας»
Μετά την Αμάρυνθο, τα Τα ταξίδια της Πηνελόπης και το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ À deux voix η Μάρθα Μπουζιούρη συνέχισε τη δημιουργική της διαδρομή και την προσωπική της ενδοσκόπηση, ψηλαφώντας εκφάνσεις της έμφυλης ταυτότητας και αγγίζοντας συχνά τραυματικές περιοχές.
«Μέσα από αυτή την παράσταση αναμετριέμαι, πρώτα ως γυναίκα και μετά ως άνθρωπος που κάνει θέατρο, με την ύστατη πράξη στην πυραμίδα κλιμάκωσης της έμφυλης βίας, τη γυναικοκτονία. Κι αλήθεια, έψαχνα για καιρό τον τρόπο. Πώς να μιλήσεις γι’ αυτό; Όπου και να το αγγίξεις, πονάει. Πώς να συμβάλεις σε αυτό το πολύ σημαντικό πεδίο ορατότητας και διεκδίκησης που έχει ανοίξει στον δημόσιο λόγο, αυτήν τη φορά μέσα από τη γλώσσα του θεάτρου; Αφήνοντας το συναίσθημά σου να ξεχειλίσει και κρατώντας την απόσταση που χρειάζεται για να καταφέρεις να φτιάξεις κάτι που απευθύνεται εκεί έξω;» εξηγεί.
«Το ένστικτό μου με οδήγησε σε άλλες γυναίκες, μητέρες, που έχουν βιώσει την υπέρτατη απώλεια, τη δολοφονία του παιδιού τους. Ίσως γιατί ένιωθα πως μέσα από εκείνες θα καταφέρναμε να πλησιάσουμε τα κορίτσια που χάθηκαν, να αφουγκραστούμε τις ζωές τους, την ομορφιά τους, τα όνειρά τους, να δούμε τη Γυναίκα πίσω από υποθέσεις και αριθμούς σε μαύρες λίστες. Να σταθούμε στην καθεμία, προτού μας κόψει την ανάσα η επόμενη είδηση για ακόμα μία γυναίκα που δεν είναι πια ανάμεσά μας».
Η Μάρθα Μπουζιούρη ξεκίνησε το ταξίδι της με τη μία μητέρα να τη γνωρίζει στην επόμενη και τη σκηνοθέτιδα να κρατά ημερολόγιο σκέψεων, λέξεων, συναντήσεων, μέχρι ο ήχος των φωνών τους και η φυσική και νοερή παρουσία των κοριτσιών ανάμεσά τους να γίνει η πρώτη ύλη της Pietà.
«Είναι απέραντα συγκινητικός ο δεσμός τους. Η φιλία που τις δένει είναι ξεχωριστή γιατί σφυρηλατήθηκε μέσα από έντονα και εκ πρώτης όψεως αντιθετικά συναισθήματα: στον πυρήνα της συνυπάρχει το “ειλικρινά, θα προτιμούσαμε να μην έχουμε γνωρίσει η μία την άλλη” με το “πλέον, δεν μπορούμε να φανταστούμε τις ζωές μας η μία χωρίς την άλλη”. “Μας ενώνει ο ίδιος πόνος”, μου είπαν. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει καλύτερα τι βιώνει μια μητέρα που έχει χάσει το παιδί της από μια άλλη που το έχει στερηθεί με τον ίδιο βίαιο και άνανδρο τρόπο. Οι πέντε αυτές γυναίκες-μητέρες είναι μεγάλο δώρο η μία για την άλλη, και είναι ακόμα μεγαλύτερο δώρο για όλες εμάς. Είναι πρότυπο δύναμης, τρυφερότητας και αξιοπρέπειας.
Facebook Twitter Η Μάρθα Μπουζιούρη ξεκίνησε αυτό το ταξίδι έχοντας μεγάλες επιφυλάξεις. Ήξερε ότι το ταξίδι δε θα ήταν εύκολο, πώς να βάλεις σε λέξεις τον πόνο, και αγνοούσε τι σχήμα θα πάρει και πού θα καταλήξει μέχρι να φτάσει να αποτυπωθεί στη σκηνή. Φωτ.: Πάτροκλος Σκαφίδας
Είμαι ευγνώμων για την αγκαλιά που άνοιξαν, την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν, και δεν ήταν αυτονόητη. Νιώθω πραγματικά τυχερή που τις γνώρισα, που μπήκαν στη ζωή μου και που μου επέτρεψαν να μπω στη δική τους, και στη ζωή των κοριτσιών τους. Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που μετασχηματίζουν τον πόνο τους σε διεκδίκηση, σε δημόσιο αγώνα για την εξάλειψη της έμφυλης βίας. Που ενώ έχασαν την πιο μεγάλη μάχη, συνεχίζουν να δίνουν άλλες για να σωθεί έστω ένα κορίτσι. Για να μεγαλώσει ένα αγόρι με σεβασμό και αγάπη προς το άλλο φύλο. “Στο σπίτι μας δεν μεγαλώνουμε μόνο τα δικά μας παιδιά, μεγαλώνουμε μια αυριανή κοινωνία”, μου είπαν. Δεν το ξεχνάω», λέει.
Η Μάρθα Μπουζιούρη ξεκίνησε αυτό το ταξίδι έχοντας μεγάλες επιφυλάξεις. Ήξερε ότι δεν θα ήταν εύκολο –πώς να βάλεις σε λέξεις τον πόνο–, αγνοούσε τι σχήμα θα έπαιρνε και πού θα κατέληγε μέχρι να φτάσει να αποτυπωθεί στη σκηνή αυτή η βιωματική εμπειρία με τις ραφές και τις ρωγμές της. Αποφάσισε να γίνει το όχημα για να πραγματοποιηθεί, με την ενθάρρυνση από τις ίδιες τις μητέρες των κοριτσιών.
«Υπήρξαν φοβερά υποστηρικτικές και καθησυχαστικές. Εγώ τους μιλούσα ανοιχτά για τον φόβο μου μη βουτήξουν σε σκοτεινές περιοχές εξαιτίας της βιωματικής προσέγγισης, μην τις επανατραυματίσω άθελά μου. Κι εκείνες μου απαντούσαν: “Μα εμείς θέλουμε να μιλάμε για τα παιδιά μας, αυτή είναι η ζωή μας από δω και πέρα”, “θέλουμε να κρατήσουμε το φως αναμμένο μέσα από αυτή την παράσταση”, “Δεν μπορείς να μας τραυματίσεις ξανά, γιατί το τραύμα δεν έκλεισε ποτέ. Μόνο μεγαλώνει με τον καιρό, μόνο πιο δύσκολο γίνεται”. Όσο συρρικνωνόταν ο φόβος μου, τόσο μεγάλωνε η ευθύνη», συνεχίζει.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
Στην παράσταση ακολουθούμε τις μανάδες αυτές στο ταξίδι τους μετά την υπέρτατη απώλεια. Πώς συνεχίζουν –πώς συνεχίζει κανείς– μετά από αυτό; «Ο τρόπος που επεξεργάζονται και μετασχηματίζουν το τραύμα τους σε κινητήρια δύναμη είναι συγκλονιστικός. Μέσα από τις γυναίκες αυτές φωτίζουμε τις ζωές των γυναικών που δεν είναι πια ανάμεσά μας, ψηλαφούμε τους μηχανισμούς επιβίωσης, την αδιάρρηκτη σχέση μητέρας-κόρης έτσι όπως εξακολουθεί να υφίσταται σε ένα μη υλικό επίπεδο, την επουλωτική ισχύ της γυναικείας φιλίας και αλληλοϋποστήριξης, έτσι όπως διοχετεύεται σε έναν κοινό, δίκαιο αγώνα», λέει η Μάρθα Μπουζιούρη.
Η Pietà έφτασε την έννοια της βιωματικότητας που χαρακτηρίζει τη δουλειά της σκηνοθέτιδας στα όρια της. Εμπεριέχει θραύσματα και από τη δική της ζωή και από τη ζωή των τεσσάρων ηθοποιών που, όπως όλες οι γυναίκες σε αυτήν τη χώρα, έχουν ζήσει στιγμές προσβλητικές, χειριστικές, βίαιες, επικίνδυνες. Μας ακουμπά και μας επισημαίνει, μας αφυπνίζει γι’ αυτό που συμβαίνει καθημερινά σχεδόν, με τις γυναικοκτονίες, τους βιασμούς και τις παρενοχλήσεις. Η Pietà συγκροτεί έναν τόπο πένθους και γιορτής, ένα πεδίο τιμής για όσες γυναίκες έφυγαν νωρίς και βίαια, ένα πεδίο φροντίδας, αλληλεγγύης και συνειδητοποίησης του τι «θα μπορούσε να συμβεί σε μένα», δίνει βήμα για να αρθρώσουμε όσα μας πονάνε, να διεκδικήσουμε, να μην ξεχάσουμε.